Μια προσπάθεια κατανόησης της επικράτησης Ακιντζί. Το
πολιτικό περιβάλλον των κατεχομένων, έτσι όπως εμφανίστηκε με την
ανάδειξη του νέου Τουρκοκύπριου ηγέτη, αντικατοπτρίζει την έκφραση
ευρύτερων κοινωνικών και πολιτικών μετατοπίσεων. Τόσο ο πολιτικός λόγος
του Ακιντζί, όσο και η στήριξη που έχει από την κοινότητά του, δείχνουν
μια πραγματικότητα που μεταβάλλεται συνεχώς, εξελίσσεται και επηρεάζει
ποικιλοτρόπως το Κυπριακό πρόβλημα. Είναι για αυτό ακριβώς το λόγο που
θα πρέπει να μελετηθούν πιο προσεκτικά αυτοί οι νέοι χώροι έκφρασης της
εθνοκοινοτικής βούλησης των Τουρκοκυπρίων, οι οποίοι φαίνεται να
επηρεάζουν άμεσα την (παράνομη) πολιτειακή τους κατάσταση, τις σχέσεις
τους με την Τουρκία, αλλά και τις σχέσεις τους με την Ελληνοκυπριακή
κοινότητα.
Η αμφισβήτηση του διχοτομικού στάτους-κβο
Η
συνολική εικόνα της κατεχόμενης Κύπρου για πάρα πολλά χρόνια ήταν θολή.
Ήταν μια εικόνα στην οποία κανείς διέκρινε εύκολα την κυριαρχία του
Ντενκτάς, της Τουρκίας και του τουρκικού στρατού, τόσο σε πολιτικό όσο
και σε συμβολικό επίπεδο. Αυτή η εικόνα προωθούσε την κοινωνία ως ένα
παθητικό εκφραστή, πολλές φορές και διεκπεραιωτή ενός ομοιογενούς
«εθνικού σώματος» υπό την καθοδήγηση του εθνάρχη Ντενκτάς, εντολοδόχου
των παντουρκιστικών αντιλήψεων στην Κύπρο. Η προσπάθεια δημιουργίας
χωριστού κράτους και η ιδεολογία που συνόδευσε τις δομές εξουσίας μετά
το 1974, ήταν στοιχεία που επιδίωκαν να αποδείξουν ότι οι Τουρκοκύπριοι
ήταν μια απλή προέκταση του ευρύτερου τουρκικού έθνους.
Η
ολοκληρωτική κυριαρχία Ντενκτάς, οι παντουρκιστικές εξάρσεις και η
ηγεμονική ρητορική περί «μητέρας πατρίδας», τελικά προσπάθησαν να
οριοθετήσουν την τουρκοκυπριακή κοινωνία μόνο μέσα από το τουρκικό
έθνος. Αυτό με τη σειρά του φαίνεται να δημιούργησε δύο αλυσιδωτές
επιπτώσεις. Σε ένα πρώτο επίπεδο, ένα μεγάλο μέρος των Τουρκοκυπρίων
αποξενώθηκε από την «κυπριακή πατρίδα» και την κυπριακή διάσταση της
ταυτότητάς του. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, οι Τουρκοκύπριοι αποξενώθηκαν
από την παραγωγή και τις προοπτικές μιας βιώσιμης οικονομικής ανάπτυξης.
Για πολλά χρόνια όλη τους η δραστηριότητα βασιζόταν στην ελληνοκυπριακή
ιδιοκτησία και επομένως η οικονομία οικοδομήθηκε στο πλιάτσικο του
πολέμου. Η ένταση με την οποία οι ίδιοι οι Τουρκοκύπριοι χρησιμοποιούν
τον όρο «πλιάτσικο» για να περιγράψουν το οικονομικό τους περιβάλλον,
φανερώνει και μια διάθεση αυτοκριτικής μέσα από τα αδιέξοδα που προκαλεί
η στασιμότητα στο Κυπριακό.
Όμως
κάτω από τα δύο αυτά επίπεδα της «εικονικής πραγματικότητας», σταδιακά
αναδύθηκαν σημαντικές φυγόκεντρες δυναμικές. Από τη δεκαετία του 1980
και μετά, η Τουρκοκυπριακή κοινότητα βιώνει μια κατάσταση γενικευμένης
κρίσης. Αυτή η κρίση είναι γενικευμένη διότι αφορά σε κάθε πτυχή της
οικονομικής, πολιτικής και πολιτιστικής έκφρασης της κοινότητας. Είναι
λοιπόν μια συνολική κρίση της πολιτειακής κατάστασης που δημιούργησε η
εισβολή. Η αστάθεια του τουρκοκυπριακού περιβάλλοντος, η οποία
προκλήθηκε τόσο από εσωτερικούς όσο και από εξωτερικούς παράγοντες,
εκφράστηκε και μέσα από δραστικές μετακινήσεις σε εκλογικά αποτελέσματα,
αλλά και μέσα από ευρύτερες κοινωνικές αλλαγές. Στο επίκεντρο των
μετατοπίσεων είναι μέχρι και σήμερα η άνοδος του κυπροκεντρισμού ως
αποτέλεσμα ακριβώς της κατάρρευσης της αρχικής ευημερίας που προκάλεσε η
διχοτόμηση και της σταδιακής αποξένωσης των Τουρκοκυπρίων από το
κυπριακό τους γεωγραφικό, πολιτικό και πολιτιστικό πλαίσιο. Η στήριξη
στον Ακιντζί λοιπόν, φέρει μαζί της την θέληση μεγάλου μέρους της
κοινότητας για «επιστροφή» στην κυπριακή έννοια του χώρου, τόσο με
πολιτικούς, όσο και με οικονομικούς όρους.
Από τη «μητέρα πατρίδα» στον κυπριακό εκδημοκρατισμό
Οι
πανηγυρισμοί στο επιτελείο του Μουσταφά Ακιντζί την προηγούμενη Κυριακή
άρχισαν με το παραδοσιακό τραγούδι της Τηλλυρκώτισσας, το οποίο μπορεί
να θεωρηθεί και ως ένα από τα βασικότερα στην υπογράμμιση του κυπριακού
δικοινοτισμού. Η συγκεκριμένη μουσική όμως πλαισιώθηκε από το πολιτικό
μήνυμα του νέου Τουρκοκύπριου ηγέτη, ο οποίος εμφαντικά είπε το εξής:
«Εγώ επιθυμώ αδελφικές σχέσεις με την Τουρκία. Η πατριδοκαπηλία έμεινε
πλέον στα παλιά. Εάν θα ζήσουμε ως μια ισότιμη ύπαρξη σε μια
ομοσπονδιακή δομή εντός της Ε.Ε – και έτσι πρέπει να ζήσουμε – τότε αυτό
το ‘βρέφος’ πρέπει να σταθεί στα πόδια του. Μια τουρκοκυπριακή ύπαρξη
που θα αυτοδιοικείται είναι προς το συμφέρον όχι μόνο των Τουρκοκυπρίων
αλλά και της Τουρκίας».
Τα
λόγια αυτά αμφισβητούν τον τουρκικό ηγεμονικό λόγο περί «μητέρας
πατρίδας – μικρής πατρίδας», ο οποίος μέχρι και σήμερα περιγράφει τις
σχέσεις Τουρκίας – Τουρκοκυπρίων. Στα τουρκικά η φράση anavatan –
yavruvatan κυριολεκτικά μπορεί να μεταφραστεί ως «μητέρα πατρίδα –
πατρίδα τέκνο». Ο λόγος του Ακιντζί λοιπόν έρχεται να επιβεβαιώσει αυτό
που τα υπόγεια ρεύματα της κοινότητας προσπαθούσαν να εκφράσουν εδώ και
χρόνια: τη χειραφέτηση της τουρκοκυπριακής ταυτότητας και τη ρήξη στο
εθνικιστικό πλαίσιο που για χρόνια επέβαλε η ιδεολογία της τουρκικής
εισβολής και οι τοπικοί της εκφραστές. Ταυτόχρονα επιβεβαιώνει και τη
χειραφέτηση της τουρκοκυπριακής ταυτότητας ενάντια στην ισλαμικού τύπου
αποικιοκρατική αντίληψη που προωθεί η σημερινή κυβέρνηση του ΑΚΡ.
Είναι
λοιπόν προφανές από τις αντιδράσεις μέρους των Τουρκοκυπρίων, ότι δεν
υπάρχει πλέον ένας και μοναδικός ηγεμονικός χώρος στα κατεχόμενα που να
ορίζει του όρους του Κυπριακού προβλήματος και της επίλυσης του.
Δημιουργούνται νέοι χώροι που αμφισβητούν όλες τις εθνικιστικές και
ισλαμικές βεβαιότητες, με τις οποίες ντύθηκε ο «εθνικός ρόλος» της
Τουρκίας στην υπόθεση «σωτηρίας» των Τουρκοκυπρίων. Με αυτό τον τρόπο, η
μαζική διεκδίκηση της κοινότητας για επαναπροσδιορισμό της βούλησης
της, είναι ταυτόχρονα και διεκδίκηση να ορίσει η ίδια τους όρους του
Κυπριακού. Ο Ακιντζί ζήτησε και έλαβε στήριξη από μια μεγάλη μερίδα της
κοινότητας, η οποία επιθυμεί την ανατροπή των αρχών του τουρκισμού της,
έτσι όπως προηγουμένως τις όριζε ο τουρκικός στρατός και σήμερα
προσπαθεί να τις ορίσει το πολιτικό Ισλάμ. Οι Τουρκοκύπριοι με λίγα
λόγια διεκδίκησαν την επανένταξη τους στην «κυπριακή πατρίδα» και
αναζητούν τη νομιμοποίηση της τουρκικότητας τους στο αυστηρά κυπριακό
της πλαίσιο.
Η
επικράτηση Ακιντζί συνοδεύεται από το μετασχηματισμό του Κυπριακού στην
ίδια την κοινωνία των Τουρκοκυπρίων. Το πολιτικό πρόβλημα γίνεται πλέον
αντιληπτό και ως ένα πρόβλημα μεταξύ Τουρκίας – Τουρκοκυπρίων, αλλά και
ως πρόβλημα συντήρησης μη βιώσιμων δομών εξουσίας. Επομένως η επίλυση
του Κυπριακού και η κατοχύρωση της πολιτικής ισότητας των Τουρκοκυπρίων
μέσα από την ομοσπονδιακή διευθέτηση, είναι παράλληλα και μια
ολοκληρωμένη έκφραση εκδημοκρατισμού των σχέσεων τους με την Τουρκία. Η
έννοια της «μητέρας πατρίδας» δίνει τη θέση της σε μια έννοια
δημοκρατικής αμοιβαιότητας μεταξύ Άγκυρας – Λευκωσίας.
Μια «δύσκολη» συνέχεια
Η
εύκολη ανάγνωση των εξελίξεων στα κατεχόμενα ως μιας αποκλειστικής
προέκτασης της βούλησης της Άγκυρας, φαίνεται να αμφισβητείται από τα
πρόσφατα γεγονότα. Όμως η συνέχεια παρουσιάζεται δύσκολη κυρίως ως προς
δύο βασικές κατευθύνσεις. Η πρώτη είναι η καθημερινή ενσωμάτωση των
κυπριακών εδαφών στην Τουρκία. Η μεταβίβαση της εξουσίας σε όλα τα
επίπεδα προς την Άγκυρα διαμέσου των τρίχρονων μνημονίων, δεν ενισχύει
μόνο τη σκιά της τουρκικής κυβέρνησης. Φέρνει την ίδια την τουρκική
εξουσία με πραγματικούς όρους στο κυπριακό πολιτικό πλαίσιο. Μέσα σε ένα
τέτοιο περιβάλλον λοιπόν, η διαφορετικότητα που εκφράζεται μεταξύ της
νέας Τουρκοκυπριακής ηγεσίας και της τουρκικής κυβέρνησης αναμένεται να
δώσει συνέχειες στην αντιπαράθεση. Επομένως η περιχαράκωση και ο
περιορισμός των διεκδικήσεων των Τουρκοκυπρίων σε ένα αυστηρά κοινοτικό
πλαίσιο, αποδυναμώνει την επιρροή τους. Αναλόγως και της πορείας των
ουσιαστικών συνομιλιών, η αποτελεσματικότητα της δημόσιας έκφρασης της
τουρκοκυπριακής αντιπολίτευσης έναντι της Άγκυρας εξαρτάται και από την
μετατροπή των αιτημάτων της σε κυπριακά. Επομένως εξαρτάται και από την
ανταπόκριση ελληνοκυπριακών πολιτικών δυνάμεων.
Η
δεύτερη βασική κατεύθυνση που επηρεάζει τις εξελίξεις είναι η νέα εποχή
που εγκαινιάζεται στο τουρκοκυπριακό κομματικό σύστημα. Το επόμενο
χρονικό διάστημα θα πρέπει να αναμένεται ένταση των εσωκομματικών
αντιπαραθέσεων τόσο στην δεξιά, όσο και στην ευρύτερη αριστερά. Το Κόμμα
Εθνικής Ενότητας και το Δημοκρατικό αναγκάζονται εκ των πραγμάτων να
επαναδιαπραγματευτούν τις βασικές συνιστώσες του παραδοσιακού
τουρκοκυπριακού εθνικισμού που φαίνεται να καταρρέει και να αλλάζει
χαρακτηριστικά. Η παρουσία του Όζερσαϊ μπορεί να θεωρηθεί και ως μια
επιπλέον πίεση στο χώρο της τουρκοκυπριακής δεξιάς, η οποία γεννά νέους
ανταγωνισμούς. Από την άλλη, το Ρεπουμπλικανικό Τουρκικό Κόμμα βρίσκεται
πλέον σε ένα ιστορικό σημείο καμπής. Καλείται να ξεκαθαρίσει την
ιδεολογική του ταυτότητα και το πολιτικό του πρόγραμμα, αφού πλέον
νιώθει να αμφισβητείται η παραδοσιακή του ηγεμονία στο χώρο της
κεντροαριστεράς από νέες κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες. Όμως είναι
αλήθεια ότι στο παρόν τουλάχιστον στάδιο, η συζήτηση περιορίζεται στην
ανάγκη αλλαγής προσώπων και όχι πολιτικών. Συνεπώς ο Μουσταφά Ακιντζί
αναμένεται να κριθεί τόσο μέσα από τους χειρισμούς του σε σχέση με την
Άγκυρα, όσο και μέσα από τη στήριξη που θα λαμβάνει από το νέο κομματικό
πεδίο που οικοδομείται και τις προς το παρόν ακαθόριστες ισορροπίες.
Γράφει: Νίκος Μούδουρος