ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ-Την περασμένη Δευτέρα, ο Ρώσος πρόεδρος ήρε το εμπάργκο
πώλησης ρωσικών όπλων στο Ιράν και άναψε το «πράσινο φως» για την
παράδοση του υπερσύγχρονου συστήματος αεράμυνας S-300.
Στις 9 Μαΐου του 2005, κατά τη
στρατιωτική παρέλαση για τα 60 χρόνια της αντιφασιστικής νίκης, ο
Βλαντιμίρ Πούτιν πλαισιωνόταν από τους Τζορτζ Μπους, Ζακ Σιράκ και
Γκέρχαρντ Σρέντερ.
Ουδείς εκ των διαδόχων των τριών ηγετών θα τον συντροφεύει φέτος στην
εξέδρα της Κόκκινης Πλατείας, κατά την κορύφωση των εκδηλώσεων για τα 70
χρόνια από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Υπακούοντας στην έντονη
πίεση της Ουάσιγκτον, οι περισσότεροι εκ των Δυτικών ηγετών θα
μποϊκοτάρουν την τελετή, επιβεβαιώνοντας την ψυχροπολεμική υποτροπή στις
σχέσεις ανάμεσα στη Ρωσία και την ευρωατλαντική κοινότητα με φόντο την
ουκρανική κρίση. Το γεγονός αυτό, όμως, απέχει πολύ από το να προδικάζει
την καταδίκη της Ρωσίας σε διεθνή «καραντίνα». Ο Βλαντιμίρ Πούτιν δεν
είναι ένας ηγέτης που θα στριμωχτεί εύκολα στη γωνία του ριγκ. Μάλιστα,
σειρά εξελίξεων του τελευταίου διαστήματος προαναγγέλλει μια διπλωματική
«αντεπίθεση» σε πολλά μέτωπα.
Την περασμένη Δευτέρα, ο Ρώσος πρόεδρος ήρε το εμπάργκο πώλησης ρωσικών όπλων στο Ιράν, που είχε επιβληθεί στο πλαίσιο των διεθνών κυρώσεων για το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης, και άναψε το «πράσινο φως» για την παράδοση του υπερσύγχρονου συστήματος αεράμυνας S-300. Κατ’ αυτόν τον τρόπο έσπευσε να επωφεληθεί από την προκαταρκτική συμφωνία της Λωζάννης για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα, προτού ακόμη οι Αμερικανοί και οι σύμμαχοί τους αποφασίσουν να άρουν τις κυρώσεις.
Η κίνηση αυτή προκάλεσε δυσφορία στον Λευκό Οίκο και έντονες αντιδράσεις στο Ισραήλ, κάτι ουδόλως απροσδόκητο: με τις συστοιχίες πυραύλων S-300 και με τα νεότατης τεχνολογίας ραντάρ που τους συνοδεύουν, το Ιράν θα θωρακιστεί αποτελεσματικά έναντι πιθανής αεροπορικής ή πυραυλικής επίθεσης του Ισραήλ εναντίον του πυρηνικού του προγράμματος. Γεγονός παραμένει ότι πρόκειται για καθαρά αμυντικό σύστημα, από το οποίο ουδόλως κινδυνεύει το Ισραήλ -η μοναδική πυρηνική δύναμη, σήμερα, στη Μέση Ανατολή-, η παράδοση του οποίου δεν παραβιάζει καμία απόφαση της διεθνούς κοινότητας.
Πιο σημαντικό από τη στρατιωτική διάσταση της απόφασης Πούτιν είναι το πολιτικό μήνυμα που εκπέμπει. Η Ρωσία κάνει άλλο ένα βήμα δυναμικής επιστροφής στη Μέση Ανατολή, μια κρίσιμη γεωστρατηγική ζώνη στην οποία για μεγάλο διάστημα κρατούσε χαμηλό προφίλ. Εχοντας ήδη στενές σχέσεις με τη Συρία και το Ιράκ, η Μόσχα εμφανίζεται τώρα ως το βασικό στήριγμα του «σιιτικού τριγώνου», που περιλαμβάνει, φυσικά, και το Ιράν, την ισχυρότερη κορυφή του. Ταυτόχρονα, η Ρωσία δεν παραλείπει να δημιουργεί, όταν μπορεί, ερείσματα και στον σουνιτικό αραβικό κόσμο, εκμεταλλευόμενη τη δυσαρέσκεια ορισμένων εξ αυτών των κρατών για τη στάση του Μπαράκ Ομπάμα στη λεγόμενη Αραβική Ανοιξη και το παιχνίδι του με τους Αδελφούς Μουσουλμάνους, που εξόργισε τον αιγυπτιακό στρατό. Η συνάντηση του Πούτιν με τον πρώην στρατάρχη και νυν πρόεδρο Σίσι στο Κάιρο, τον περασμένο Φεβρουάριο, επισφράγισε το ενιαίο μέτωπο των δύο χωρών εναντίον του εξτρεμιστικού Ισλάμ και σηματοδότησε την ενδυνάμωση των οικονομικών και στρατιωτικών τους σχέσεων.
Στο μεταξύ, φαίνεται ότι σύντομα, ίσως και εντός της ερχόμενης εβδομάδας, θα δρομολογηθεί, τελικά, ο περίφημος αγωγός Balkan Stream, που θα μεταφέρει ρωσικό φυσικό αέριο στην Κεντρική Ευρώπη μέσω Τουρκίας, Ελλάδας, FYROM και Σερβίας, προσπερνώντας την Ουκρανία. Μια πολύ σημαντική εξέλιξη, την οποία οι Αμερικανοί προσπάθησαν να αποφύγουν κινώντας θεούς και δαίμονες, όπως πολύ καλά γνωρίζει και η ελληνική κυβέρνηση.
Αλλά τα ευρωπαϊκά ερείσματα της Ρωσίας δεν περιορίζονται σε κυβερνήσεις των Βαλκανίων και της Κεντρικής Ευρώπης, ούτε σε πολιτικούς όπως η Μαρίν Λεπέν. Η γαλλική Le Monde φιλοξενούσε, την περασμένη Τρίτη, ολοσέλιδο ρεπορτάζ γύρω από την ολοένα και εντονότερη «ρωσοφιλία» του κεντροδεξιού, γκωλικού κόμματος UMP του Νικολά Σαρκοζί. Ο ίδιος ο πρώην πρόεδρος, που φιλοδοξεί να επανέλθει στο Μέγαρο των Ηλυσίων το 2017, πρόσφατα καταδίκασε «την επιστροφή στον Ψυχρό Πόλεμο» και κατηγόρησε τις ΗΠΑ ότι «επιθυμούν να χωρίσουν την Ευρώπη από τη Ρωσία». Αλλα, πιο «αθυρόστομα», πολιτικά στελέχη του UMP κατηγορούν ανοιχτά την κυβέρνηση των Σοσιαλιστών για υποταγή στον «αμερικανικό ιμπεριαλισμό» ή τα κελεύσματα των Βρυξελλών. Αν οι Αμερικανοί έχουν τέτοιους συμμάχους, τι να τους κάνουν τους εχθρούς;
Την περασμένη Δευτέρα, ο Ρώσος πρόεδρος ήρε το εμπάργκο πώλησης ρωσικών όπλων στο Ιράν, που είχε επιβληθεί στο πλαίσιο των διεθνών κυρώσεων για το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης, και άναψε το «πράσινο φως» για την παράδοση του υπερσύγχρονου συστήματος αεράμυνας S-300. Κατ’ αυτόν τον τρόπο έσπευσε να επωφεληθεί από την προκαταρκτική συμφωνία της Λωζάννης για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα, προτού ακόμη οι Αμερικανοί και οι σύμμαχοί τους αποφασίσουν να άρουν τις κυρώσεις.
Η κίνηση αυτή προκάλεσε δυσφορία στον Λευκό Οίκο και έντονες αντιδράσεις στο Ισραήλ, κάτι ουδόλως απροσδόκητο: με τις συστοιχίες πυραύλων S-300 και με τα νεότατης τεχνολογίας ραντάρ που τους συνοδεύουν, το Ιράν θα θωρακιστεί αποτελεσματικά έναντι πιθανής αεροπορικής ή πυραυλικής επίθεσης του Ισραήλ εναντίον του πυρηνικού του προγράμματος. Γεγονός παραμένει ότι πρόκειται για καθαρά αμυντικό σύστημα, από το οποίο ουδόλως κινδυνεύει το Ισραήλ -η μοναδική πυρηνική δύναμη, σήμερα, στη Μέση Ανατολή-, η παράδοση του οποίου δεν παραβιάζει καμία απόφαση της διεθνούς κοινότητας.
Πιο σημαντικό από τη στρατιωτική διάσταση της απόφασης Πούτιν είναι το πολιτικό μήνυμα που εκπέμπει. Η Ρωσία κάνει άλλο ένα βήμα δυναμικής επιστροφής στη Μέση Ανατολή, μια κρίσιμη γεωστρατηγική ζώνη στην οποία για μεγάλο διάστημα κρατούσε χαμηλό προφίλ. Εχοντας ήδη στενές σχέσεις με τη Συρία και το Ιράκ, η Μόσχα εμφανίζεται τώρα ως το βασικό στήριγμα του «σιιτικού τριγώνου», που περιλαμβάνει, φυσικά, και το Ιράν, την ισχυρότερη κορυφή του. Ταυτόχρονα, η Ρωσία δεν παραλείπει να δημιουργεί, όταν μπορεί, ερείσματα και στον σουνιτικό αραβικό κόσμο, εκμεταλλευόμενη τη δυσαρέσκεια ορισμένων εξ αυτών των κρατών για τη στάση του Μπαράκ Ομπάμα στη λεγόμενη Αραβική Ανοιξη και το παιχνίδι του με τους Αδελφούς Μουσουλμάνους, που εξόργισε τον αιγυπτιακό στρατό. Η συνάντηση του Πούτιν με τον πρώην στρατάρχη και νυν πρόεδρο Σίσι στο Κάιρο, τον περασμένο Φεβρουάριο, επισφράγισε το ενιαίο μέτωπο των δύο χωρών εναντίον του εξτρεμιστικού Ισλάμ και σηματοδότησε την ενδυνάμωση των οικονομικών και στρατιωτικών τους σχέσεων.
Στο μεταξύ, φαίνεται ότι σύντομα, ίσως και εντός της ερχόμενης εβδομάδας, θα δρομολογηθεί, τελικά, ο περίφημος αγωγός Balkan Stream, που θα μεταφέρει ρωσικό φυσικό αέριο στην Κεντρική Ευρώπη μέσω Τουρκίας, Ελλάδας, FYROM και Σερβίας, προσπερνώντας την Ουκρανία. Μια πολύ σημαντική εξέλιξη, την οποία οι Αμερικανοί προσπάθησαν να αποφύγουν κινώντας θεούς και δαίμονες, όπως πολύ καλά γνωρίζει και η ελληνική κυβέρνηση.
Αλλά τα ευρωπαϊκά ερείσματα της Ρωσίας δεν περιορίζονται σε κυβερνήσεις των Βαλκανίων και της Κεντρικής Ευρώπης, ούτε σε πολιτικούς όπως η Μαρίν Λεπέν. Η γαλλική Le Monde φιλοξενούσε, την περασμένη Τρίτη, ολοσέλιδο ρεπορτάζ γύρω από την ολοένα και εντονότερη «ρωσοφιλία» του κεντροδεξιού, γκωλικού κόμματος UMP του Νικολά Σαρκοζί. Ο ίδιος ο πρώην πρόεδρος, που φιλοδοξεί να επανέλθει στο Μέγαρο των Ηλυσίων το 2017, πρόσφατα καταδίκασε «την επιστροφή στον Ψυχρό Πόλεμο» και κατηγόρησε τις ΗΠΑ ότι «επιθυμούν να χωρίσουν την Ευρώπη από τη Ρωσία». Αλλα, πιο «αθυρόστομα», πολιτικά στελέχη του UMP κατηγορούν ανοιχτά την κυβέρνηση των Σοσιαλιστών για υποταγή στον «αμερικανικό ιμπεριαλισμό» ή τα κελεύσματα των Βρυξελλών. Αν οι Αμερικανοί έχουν τέτοιους συμμάχους, τι να τους κάνουν τους εχθρούς;