Στα μέσα της Μεγάλης Εβδομάδας, και με την αποτυχία της συνεδρίασης του Euroworking Group τη Μεγάλη Τετάρτη να επιτείνει την ασφυξία της ελληνικής οικονομίας, ο κ.Τσίπρας πραγματοποίησε την πρώτη επίσκεψη Έλληνα πρωθυπουργού στη Μόσχα εδώ και περίπου πέντε χρόνια. Η επίσκεψη αυτή σηματοδοτεί την αρχή μιας συστηματικής μεταστροφής της νέας ελληνικής Κυβέρνησης προς μια πολυμερή εξωτερική πολιτική που, αν και δεν αμφισβητεί προφανώς τον ευρω-ατλαντικό προσανατολισμό της Ελλάδος, επιδιώκει να καλλιεργήσει σχέσεις στρατηγικού εταίρου τόσο με τη Ρωσία όσο και δευτερευόντως με την Κίνα. Η συστηματική επανακαλλιέργεια των σχέσεων αυτών επιδιώκεται να υποβοηθήσει το διαπραγματευτικό κύρος της Ελλάδος με τους Ευρωπαίους εταίρους, της μολονότι τόσο ο κ. Τσίπρας όσο και οι κ.κ. Κοτζιάς και Καμμένος, κατανοούν ότι η γεωστρατηγική αξία της Ελλάδος για τη Ρωσία και την Κίνα απορρέει πρωτίστως από τη θέση της χώρας στον σκληρό ευρωπαϊκό πυρήνα ολοκλήρωσης, δηλαδή την Ευρωζώνη.
Ο κ. Τσίπρας δεν πρωτοτυπεί. Σε ό,τι αφορά την Κίνα, τόσο ο κ. Παπανδρέου όσο και πρωτίστως ο κ. Σαμαράς ακολούθησαν μια στρατηγική εμβάθυνσης των εμπορικών και οικονομικών σχέσεων με το Πεκίνο, οι οποίες απέδωσαν σημαντικούς καρπούς στο επίπεδο του τουρισμού, των αγροτικών εξαγωγών, αλλά και στον τομέα προσέλκυσης επενδύσεων με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την επέκταση της παρουσίας της COSCO στο λιμάνι του Πειραιά, που εγκαινιάστηκε επί Κυβέρνησης Καραμανλή. Σε ό,τι αφορά τη Ρωσία, ο κ. Τσίπρας επιχειρεί να ακολουθήσει τη στρατηγική επιλογή της Κυβέρνησης Καραμανλή (2004-2009) να δώσει ουσιαστικό περιεχόμενο στις κενές λόγου διακηρύξεις περί στρατηγικής σχέσης Ελλάδος-Ρωσίας οι οποίες διακοσμούσαν τις διμερείς σχέσεις Μόσχας-Αθηνών μετά το 1991. Κατά την πενταετία Καραμανλή η άνθιση των ελληνο-ρωσικών σχέσεων υπήρξε πρωτοφανής επεκτεινόμενη σε όλους τους τομείς προεξαρχούντος του ενεργειακού με την Αθήνα πρωτοστατούσα στην υλοποίηση των αγωγών Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη και South Stream.
 
Η άνθιση αυτή, που επεβίωσε των ρωσο-ουκρανικών κρίσεων του 2006 και του 2009, όπως και της πρώτης ρήξης Μόσχας-Βρυξελλών λόγω του ρωσογεωργιανού πολέμου του 2008, βασιζόταν από την πλευρά του κ. Καραμανλή σε μια αμιγώς πραγματιστική αντίληψη εξισορροπήσεων. Πολλοί στην Αθήνα αποδίδουν εν μέρει την πτώση της δεύτερης Κυβέρνησης Καραμανλή στην αμερικανική αντίδραση. Οι διάδοχοι του κ. Καραμανλή δεν θα επαναλάμβαναν αυτό το «λάθος». Η Realpolitik προσέγγιση της Κυβέρνησης Καραμανλή φαίνεται να διέπει και το σκεπτικό της επίσκεψης Τσίπρα, μολονότι για σημαντικό τμήμα της Κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, προεξαρχούσης της Αριστερής Πτέρυγας υπό τον κ.Λαφαζάνη, υπάρχει έντονο το στοιχείο της ιδεολογικής νοσταλγίας για το κομμουνιστικό παρελθόν της άλλοτε Σοβιετικής Ένωσης.
 
Το βασικό ωστόσο πρόβλημα της Κυβέρνησης Τσίπρα είναι ότι η μεταστροφή αυτή, που δαιμονοποιήθηκε από ορισμένους Ευρωπαίους με χαρακτηριστική περίπτωση τον πρόεδρο του Ευρωκοινοβουλίου Μ. Σούλτς, επιχειρείται υπό εξαιρετικά δυσμενείς γεωπολιτικές συνθήκες τόσο για την Ελλάδα όσο και για τη Ρωσία. Η Ελλάδα του 2014-2015 δεν έχει καμία σχέση με την Ελλάδα των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004. Η θέση της στην Ευρωζώνη μετά από μια πενταετία αδιανόητων θυσιών του ελληνικού λαού που φτώχυναν τη χώρα κατά περίπου 25% εξαθλιώνοντας εκατομμύρια Ελλήνων, εξακολουθεί να τελεί υπό αμφισβήτηση. Η χρηματοδοτική ασφυξία θα έπρεπε να επικεντρώσει το σύνολο των κυβερνητικών προσπαθειών στην επίλυση της ελληνο-ευρωπαϊκής διελκυστίνδος. Υπό το πρίσμα αυτό, επισκέψεις του κ.Τσίπρα στη Ρωσία και την Κίνα η αναζήτηση λύσεων δανειοδότησης εκτός ευρωπαϊκού πλαισίου, όπως τόνιζε ο υπουργός Αμυνας Π. Καμμένος τον Φεβρουάριο του 2015, μπορεί να αποτελούν για ορισμένες άσκοπες πολυτέλειες ή ακόμη χειρότερο επικίνδυνους αντιπερισπασμούς.
 
Η αντίληψη αυτή είναι εσφαλμένη. Η απουσία λύσεων δανειοδότησης των ελληνικών χρηματοδοτικών αναγκών εκτός ευρωπαϊκού πλαισίου δεν σημαίνει ότι η Ελλάδα πρέπει να αυτοπαραιτηθεί της διπλωματικής της αυτονομίας. Η προσέγγιση με τη Ρωσία και την Κίνα μπορούν να δώσουν λύσεις προσέλκυσης επενδύσεων σε ένα νέο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων που στην περίπτωση της Μόσχας και του Πεκίνου, θα στηρίξουν όλες οι συνιστώστες του ΣΥΡΙΖΑ. Σε αντίθεση με τον ενεργειακό τομέα που η θέση της Ρωσίας είναι δεσπόζουσα, ενδεχόμενη ρωσική εξαγορά του Οργανισμού Λιμένος Θεσσαλονίκης ή του Οργανισμού Σιδηροδρόμων Ελλάδος (ΟΣΕ) δεν μπορεί να παρεμποδισθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανταγωνισμού. Το ίδιο ισχύει  και με την ενδεχόμενη επέκταση της κινεζικής παρουσίας στον Πειραιά.
 
Ωστόσο, το ευαίσθητο σημείο ισορροπίας που πρέπει να επιτύχει ο κ. Τσίπρας είναι να μην παρασυρθεί από την προοπτική των δυνητικών ωφελημάτων μιας νέας ελληνο-ρωσικής προσέγγισης και να πιστέψει αυτό που φαίνεται να πιστεύει ο κ. Λαφαζάνης, ότι δηλαδή υπάρχει εναλλακτική λύση για τη χρηματοδότηση των ελληνικών αναγκών από τη Ρωσία. Ο αρχηγός της εσωκομματικής αντιπολίτευσης και οι συν αυτώ ιδεολογικοί συνοδοιπόροι πρέπει να καταλάβουν ότι το ρωσικό δημόσιο θα ξοδεύσει μέρος των συναλλαγματικών του αποθεμάτων ή θα δανεισθεί με σχετικά υποφερτούς όρους για να στηρίξει είτε το εθνικό του νόμισμα, που έχει χάσει πάνω από το 1/3 της αξίας του έναντι του δολαρίου από τον Φεβρουάριο του 2014, είτε για να χρηματοδοτήσει ζωτικής σημασίας σχέδια ρωσικών επιχειρήσεων που δεν έχουν πρόσβαση σε μεσο-μακροπρόθεσμο δανεισμό από τις χρηματαγορές της ΕΕ λόγω των εν ισχύ κυρώσεων. Ασχέτως του τι διατείνεται ο κ. Λαφαζάνης, η Μόσχα δεν πρόκειται να προκαταβάλει τέλη διαμετακόμισης στην Ελλάδα για έναν αγωγό αερίου (Greek Stream) που δεν υπάρχει! Και ακόμη εάν τα προκαταβάλει αυτά δεν θα πάνε για να πληρώσει η Ελλάδα τα χρέη της αλλά για να κατασκευασθεί ο αγωγός!   
 
Υπό το πρίσμα αυτό το κλίμα που καλλιεργήθηκε στην Αθήνα πριν από την επίσκεψη Τσίπρα διαστρέβλωσε πλήρως την πραγματικότητα, δυσχεραίνοντας την άσκηση ισορροπίας του Έλληνα πρωθυπουργού ο οποίος γύρισε από τη Μόσχα με άδεια χέρια συγκριτικά με τις προσδοκίες που είχαν δημιουργηθεί από διάφορους κυβερνητικούς κύκλους. Πριν από την επίσκεψη Τσίπρα θεωρείτο σχεδόν βέβαιο ότι η Μόσχα θα άρει το μποϊκοτάζ που επέβαλλε τον περασμένο Αύγουστο εναντίον της εξαγωγής ελληνικών αγροτικών προϊόντων απελευθερώνοντας εξαγωγές της τάξης €200 εκατομμυρίων.


Ο Greek Stream και η διαγραφή χρεών 100 δισεκ. ευρώ
Ορισμένες μάλιστα «διαρροές» βεβαίωναν ότι ο Πούτιν θα ανακοίνωνε την εξαίρεση της Ελλάδος από τις κυρώσεις δίνοντας εντολή να δημιουργηθούν 20 ελληνο-ρωσικές αγροτικές κοινοπραξίες. Το γιατί ο Πούτιν θα έκανε ένα τέτοιο δώρο στην Ελλάδα πριν από την άρση τουλάχιστον του πρώτου γύρου των ευρωπαϊκών κυρώσεων τον Ιούλιο δεν εξηγήθηκε ποτέ. Άλλες διαρροές προανήγγειλαν την άρση των κυρώσεων του take-or-pay στα συμβόλαια εισαγωγής ρωσικού αερίου που υποχρεώνει την Ελλάδα (και τον οποιοδήποτε εισαγωγέα) να πληρώνει σχεδόν το σύνολο του αερίου που έχει συμβολαιοποιηθεί ασχέτως εάν το καταναλώνει στην πραγματικότητα.
Μια τέτοια ρωσική κίνηση θα διέγραφε χρέος περίπου €100 εκατομμυρίων αλλά ούτε αυτό επιτεύχθηκε δεδομένου ότι η Gazprom δεν έχει κάνει σε κανέναν άλλον πελάτη της μια τέτοια πάγια παραχώρηση.
Το αποκορύφωμα ωστόσο των υπερπροσδοκιών εντοπίζεται στο περίφημο σχέδιο Greek Stream ενός νέου αγωγού αερίου που θα επιδιώκει να επιτελέσει την ίδια ακριβώς αποστολή με τον South Stream παρακάμπτωντας τη Βουλγαρία του κ.Μπορίσοφ. Ο αγωγός αυτός είναι απαραίτητος για την ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης με δεδομένη την πρόθεση της Ρωσίας να εξαλήψει τη διαμετακομιστική της εξάρτηση από τον ουκρανικό διάδρομο έως το 2019. Υπάρχει ωστόσο μια μεγάλη ειδοποιός διαφορά μεταξύ των δύο σχεδίων. Για τον South Stream η Ρωσία ήταν έτοιμη να καταβάλει έως και το 50% του κόστους κατασκευής του δικτύου αγωγών που διερχόταν από ευρωπαϊκό έδαφος, κάτι που έδινε στη Gazprom ανάλογη ιδιοκτησία επί του δικτύου καθιστώντας σχεδόν αδύνατη την έγκριση του σχεδίου από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανταγωνισμού. Για τον Greek Stream η Ρωσία έχει ξεκαθαρίσει ότι δεν θα βάλει ούτε ένα ευρώ, εκτός εάν ορισμένοι νομίσουν ότι η Μόσχα θα δώσει πιστώσεις για την κατασκευή του αγωγού χωρίς να απαιτήσει την αναλογικά ισομερή ιδιοκτησία του αγωγού.


Η Ελλάδα δεν διαθέτει πόρους για έργο δισ. ευρώ
Οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν φημίζονται για τη μεγάλη γενναιοδωρία τους και η Ελλάδα προφανώς δεν διαθέτει δικούς της πόρους για να κατασκευάσει ένα έργο δισεκατομμυρίων. Για να λάβει το έργο σάρκα και οστά θα πρέπει να εμπλακούν σε αυτό ως χρηματοδότες/ιδιοκτήτες οι μεγάλοι καταναλωτές αερίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης που σε τελική ανάλυση θα επωφεληθούν από την ασφαλή παράδοση του ρωσικού αερίου. Αυτό προϋποθέτει τη συμμετοχή μεγάλων ιταλικών (ENI, EdF/Edison), αυστριακών (OMV) και ενδεχομένως γερμανικών ενεργειακών εταιριών. Όσο αυτές απουσιάζουν, κινήσεις όπως η διυπουργική συνάντηση για την υποστήριξη του Turkish Stream που έλαβε χώρα στη Βουδαπέστη στις 7 Απριλίου θα αντιμετωπίζονται με φλεγματική συγκατάβαση
 
∙ Ο δρ Θεόδωρος Τσακίρης είναι επίκουρος καθηγητής Γεωπολιτικής και Υδρογονανθράκων Πανεπιστημίου Λευκωσίας (tsakiris.t@unic.ac.cy).