Γράφει: Θανάσης Γκότοβος
O Έλληνας πρωθυπουργός, για δεύτερη φορά μέσα σε τρία χρόνια, αναφέρθηκε δημόσια αυτές τις μέρες στο ενδεχόμενο δημοψηφίσματος σε σχέση με τα «πακέτα σωτηρίας» από την Ευρώπη, δηλαδή με τους επαναλαμβανόμενους καταλόγους μέτρων μακράς διάρκειας που επιβάλλονται στη χώρα από τους εταίρους μας και συνοδεύουν νέα δάνεια για να αποπληρωθούν προηγούμενα δάνεια.
Την πρώτη φορά ο Γιώργος Παπανδρέου είχε προτείνει δημοψήφισμα ενόψει μιας οδυνηρής συμφωνίας, πρωτοβουλία που ο ίδιος ο Γιούργκεν Χάμπερμας, σφοδρός πολέμιος του υπαρκτού νεοφιλελευθερισμού, είχε χαιρετίσει, παρότι ήταν μια πρόταση για επιλογή ανάμεσα στη Σκύλλα και τη Χάρυβδη, θεωρώντας ότι η ευθύνη για μια τόσο κρίσιμη επιλογή πρέπει να ανήκει στους Έλληνες και όχι στα ενεργούμενα των «αγορών».
Σήμερα το ενδεχόμενο δημοψηφίσματος αφήνεται ανοιχτό από τον Αλέξη Τσίπρα, σε περίπτωση που η διαπραγμάτευση με τους δανειστές δεν καταλήξει σε κάποιον έντιμο συμβιβασμό. Το τι συνιστά έντιμο συμβιβασμό, βεβαίως, θα πρέπει να το κρίνει όχι ο κ. Ντάισελμπλουμ ή ο κ. Σόιμπλε – γι’ αυτούς έντιμος συμβιβασμός σημαίνει ακύρωση της βούλησης των Ελλήνων, όπως αυτή εκφράστηκε με τις πρόσφατες εκλογές, εν ονόματι του ρεαλισμού των «αγορών» – αλλά η εκλεγμένη ελληνική κυβέρνηση που έχει την ευθύνη των διαπραγματεύσεων.
Μόνον αφελείς κοινωνικοί παρατηρητές ή ιδιοτελείς δήθεν αναλυτές των ευρωπαϊκών δρώμενων μπορούν να υποστηρίζουν ότι μέχρι τώρα ένας τέτοιος έντιμος συμβιβασμός σκόνταψε στις λανθασμένες κινήσεις του Έλληνα υπουργού Οικονομικών. Το συνεχιζόμενο δράμα των διαπραγματεύσεων δεν σκοντάφτει σε πρόσωπα, αλλά σε συγκεκριμένες αντίρροπες βουλήσεις πρωταγωνιστών της ευρωπαϊκής πολιτικής. Και αυτές δεν αλλάζουν όταν εμφανιστούν νέα πρόσωπα στο προσκήνιο, αλλά όταν αλλάξουν οι συσχετισμοί ή όταν μπορεί κανείς να αντιτάξει στους φορείς τους μια πραγματική απειλή για τα συμφέροντα που εκπροσωπούν. Όλα τα υπόλοιπα, για τις γραβάτες, τις μοτοσυκλέτες, τις διαλέξεις και τα μεσαία δάκτυλα, είναι αστειότητες. Αν οι λύσεις ήταν θέμα στυλιστικό, θα είχαν βρεθεί ήδη προ πολλού. Δεν πρόκειται για μάχη επιχειρημάτων, αλλά για πόλεμο βουλήσεων.
Οι λόγοι που επιβάλλουν να τεθεί υπόψη των Ελλήνων πολιτών η έγκριση ενός πακέτου προτάσεων εκ μέρους των δανειστών – θερμή παράκληση να σταματήσει σύντομα η κακοποίηση της λέξης «θεσμοί» – είναι σοβαροί. Και είναι ακατανόητη η αντίδραση από ορισμένες πλευρές μιας προσφυγής στη γνώμη του πολίτη, ειδικά όταν αυτή συνοδεύεται από το επιχείρημα ότι κάτι τέτοιο θα εξόργιζε ακόμη περισσότερο τους δανειστές και θα περιέπλεκε τα πράγματα. Να υπενθυμίσω ότι στην πολιτισμένη Ελβετία έχουν γίνει δημοψηφίσματα για πολύ πιο ασήμαντα διλήμματα, όπως π.χ. το ύψος των μιναρέδων, χωρίς να εξοργιστεί κανείς με τους πολίτες της εν λόγω χώρας.
Ως πολίτης της Ελλάδας δεν θα ήθελα να αγνοηθώ, σε περίπτωση που η διαπραγμάτευση με τους δανειστές καταλήξει σε αρνητικό αποτέλεσμα, δηλαδή σε αποτέλεσμα που ακυρώνει την πρόσφατα εκφρασμένη βούληση των Ελλήνων. Το θέμα δεν είναι μόνο οικονομικό, αλλά πρωτίστως πολιτικό. Είναι ζήτημα ευθύνης απέναντι στο Πολίτευμα που υποστηρίζουμε ότι έχουμε, δηλαδή απέναντι στη Δημοκρατία. Διότι το ερώτημα πίσω από ένα τέτοιο δημοψήφισμα είναι αν λειτουργεί ακόμη η Δημοκρατία στην Ευρώπη, ή αν οι «αγορές» δικαιούνται να επιβάλουν τη δική τους βούληση στα ευρωπαϊκά έθνη, όταν αυτά είναι χρεωμένα.
Καλώς ή κακώς, και ανεξάρτητα από το τι ψήφισε κάθε Έλληνας στις πρόσφατες εκλογές, υπήρξε μια συγκεκριμένη πλειοψηφία και συγκροτήθηκε μια δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση από δύο κόμματα με ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα. Ορισμένοι από μας βρίσκουν το πρόγραμμα αυτό μη-ρεαλιστικό, επικίνδυνο για τη χώρα. Άλλοι το θεωρούν θετικό και χρήσιμο. Το τι είναι «πραγματικά» το πρόγραμμα αυτό δεν έχουμε τρόπο να το μάθουμε, με την έννοια ότι δεν έχουμε αναγορεύσει κάποιον ως κριτή πάνω από τη λαϊκή βούληση για να μας πει αυθεντικά και τελεσίδικα τι «όντως» είναι το κυβερνητικό πρόγραμμα.
Προφανώς και διαφωνούμε μεταξύ μας επί της αξίας της κυβερνητικής πολιτικής, αλλά γι’ αυτό έχουμε Δημοκρατία: για να μπορούμε να διαφωνούμε, σεβόμενοι ταυτόχρονα την υλοποίηση του κυβερνητικού προγράμματος, δηλαδή τη βούληση της πλειοψηφίας.
Μπορούμε να επιχειρήσουμε να το αλλάξουμε με μια νέα πλειοψηφία στο μέλλον, αλλά μέχρι τότε έχουμε υποχρέωση να το σεβαστούμε. Αν είχαμε υιοθετήσει τη φιλοσοφία των «αντικειμενικά ορθών λύσεων», θα είχαμε ήδη καταργήσει τις εκλογές και θα είχαμε αναθέσει σε σοφούς τεχνοκράτες που γνωρίζουν καλά τις ανάγκες του συστήματος να αποφανθούν αυθεντικά για τις αναγκαίες πολιτικές. Κάποιοι στην Ευρώπη – ίσως και στην Ελλάδα – εύχονται να έρθει επί τέλους ξανά η εποχή των αριστοκρατικών επιλογών. Μάλιστα ορισμένοι το δηλώνουν ανοιχτά, όταν υπαινίσσονται ότι αν μπορούσε να παρακαμφθεί η δημοκρατία στη Γαλλία, θα προχωρούσαν πιο γρήγορα οι μεταρρυθμίσεις, δηλαδή οι «αντικειμενικά ορθές» επιλογές που σκοντάφτουν, υποτίθεται, στον λαϊκισμό.
Σύμφωνα με την ίδια λογική, αυτό που χρειάζεται να κάνει η Ελλάδα δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης, διότι ο ορθός δρόμος είναι ένας, ο μονόδρομος της λιτότητας, της αποδόμησης του κοινωνικού κράτους, της εκποίησης της δημόσιας περιουσίας, της προώθησης των κοινωνικών ανισοτήτων, της κήρυξης του πολέμου εναντίον κάθε συλλογικού αγαθού.
Η διαπραγμάτευση αφορά το πώς, όχι το τι. Επομένως δεν ενδιαφέρει ποιο είναι το περιεχόμενο της βούλησης του ελληνικού λαού, παρά μόνον αν αυτό είναι συμβατό με τις «ορθές» λύσεις, τις ονομαζόμενες και «μεταρρυθμίσεις». Αν αυτό δεν προκύψει, τότε οι μεταρρυθμίσεις θα επιβληθούν με άλλα μέσα, προκειμένου να σωθεί η χώρα. Η αγάπη για την Ελλάδα είναι ενίοτε τέτοια, που τοποθετεί τη δημοκρατία σε δεύτερη και τρίτη μοίρα.
Ακριβώς απέναντι σε αυτή την ύβρι, για την ακρίβεια: την perfidia Francorum, χρειάζεται να εκφραστεί η βούληση κάθε Έλληνα πολίτη, είτε με τη μορφή της αποδοχής, είτε με τη μορφή της απόρριψης. Είναι πολύ σημαντικό να εκφραστεί. Αν οι εταίροι μας και δανειστές θεωρούν ότι οι Έλληνες πολίτες δεν δικαιούμαστε να έχουμε άποψη διαφορετική από τη δική τους για το παρόν και το μέλλον της χώρας, επειδή διαδοχικές ηγεσίες στο παρελθόν με πράξεις και παραλείψεις τους την κατέστησαν απολύτως εξαρτημένη, τότε ουσιαστικά θεωρούν ότι δεν μπορεί να λειτουργήσει η δημοκρατία σε μια υπερχρεωμένη χώρα. Είναι δυνατόν να συμφωνήσουμε με μια τέτοια λογική;
Η απάντηση είναι σαφώς αρνητική. Εμείς που ζούμε εδώ, και όχι οι τεχνοκράτες του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ευρωζώνης, θα αποφασίσουμε αν ο γκρεμός ή το ρέμα είναι προτιμότερο. Αν επιλέξουμε από φόβο το δρόμο της συμμόρφωσης στη βούληση των «αγορών» και των πολιτικών τους εκπροσώπων, ας το κάνουμε δημόσια και συνειδητά, αναλαμβάνοντας ακέραιη την ευθύνη για το μέλλον των γενεών που έρχονται. Αν πάλι επιλέξουμε τον δρόμο του αυτοκαθορισμού και της σχετικής ανεξαρτησίας, έναν δρόμο επίσης δύσκολο, πρέπει και εδώ να αναλάβουμε την ευθύνη για την επιλογή μας. Στο κρίσιμο σταυροδρόμι που έχουμε βρεθεί ας πούμε ο καθένας ξεχωριστά στην κάλπη του δημοψηφίσματος ποιο δρόμο είναι προτιμότερο να πάρουμε, αν οι δανειστές αγνοήσουν το αποτέλεσμα των πρόσφατων εθνικών εκλογών και επιχειρήσουν να το ακυρώσουν μέσω ενός οικονομικού εκβιασμού.
Πάντως να δεχθούμε μια έξωθεν «διόρθωση» του εκλογικού αποτελέσματος από τον κηδεμόνα, σαν να μην ήμασταν εμείς οι ίδιοι σε θέση να αξιολογήσουμε τι είναι καλό και τι κακό για τη χώρα, δεν περιποιεί τιμή σε κανέναν: ούτε σε εκείνους που ψήφισαν υπέρ της σημερινής κυβέρνησης, ούτε σε εκείνους που την καταψήφισαν.
O Έλληνας πρωθυπουργός, για δεύτερη φορά μέσα σε τρία χρόνια, αναφέρθηκε δημόσια αυτές τις μέρες στο ενδεχόμενο δημοψηφίσματος σε σχέση με τα «πακέτα σωτηρίας» από την Ευρώπη, δηλαδή με τους επαναλαμβανόμενους καταλόγους μέτρων μακράς διάρκειας που επιβάλλονται στη χώρα από τους εταίρους μας και συνοδεύουν νέα δάνεια για να αποπληρωθούν προηγούμενα δάνεια.
Την πρώτη φορά ο Γιώργος Παπανδρέου είχε προτείνει δημοψήφισμα ενόψει μιας οδυνηρής συμφωνίας, πρωτοβουλία που ο ίδιος ο Γιούργκεν Χάμπερμας, σφοδρός πολέμιος του υπαρκτού νεοφιλελευθερισμού, είχε χαιρετίσει, παρότι ήταν μια πρόταση για επιλογή ανάμεσα στη Σκύλλα και τη Χάρυβδη, θεωρώντας ότι η ευθύνη για μια τόσο κρίσιμη επιλογή πρέπει να ανήκει στους Έλληνες και όχι στα ενεργούμενα των «αγορών».
Σήμερα το ενδεχόμενο δημοψηφίσματος αφήνεται ανοιχτό από τον Αλέξη Τσίπρα, σε περίπτωση που η διαπραγμάτευση με τους δανειστές δεν καταλήξει σε κάποιον έντιμο συμβιβασμό. Το τι συνιστά έντιμο συμβιβασμό, βεβαίως, θα πρέπει να το κρίνει όχι ο κ. Ντάισελμπλουμ ή ο κ. Σόιμπλε – γι’ αυτούς έντιμος συμβιβασμός σημαίνει ακύρωση της βούλησης των Ελλήνων, όπως αυτή εκφράστηκε με τις πρόσφατες εκλογές, εν ονόματι του ρεαλισμού των «αγορών» – αλλά η εκλεγμένη ελληνική κυβέρνηση που έχει την ευθύνη των διαπραγματεύσεων.
Μόνον αφελείς κοινωνικοί παρατηρητές ή ιδιοτελείς δήθεν αναλυτές των ευρωπαϊκών δρώμενων μπορούν να υποστηρίζουν ότι μέχρι τώρα ένας τέτοιος έντιμος συμβιβασμός σκόνταψε στις λανθασμένες κινήσεις του Έλληνα υπουργού Οικονομικών. Το συνεχιζόμενο δράμα των διαπραγματεύσεων δεν σκοντάφτει σε πρόσωπα, αλλά σε συγκεκριμένες αντίρροπες βουλήσεις πρωταγωνιστών της ευρωπαϊκής πολιτικής. Και αυτές δεν αλλάζουν όταν εμφανιστούν νέα πρόσωπα στο προσκήνιο, αλλά όταν αλλάξουν οι συσχετισμοί ή όταν μπορεί κανείς να αντιτάξει στους φορείς τους μια πραγματική απειλή για τα συμφέροντα που εκπροσωπούν. Όλα τα υπόλοιπα, για τις γραβάτες, τις μοτοσυκλέτες, τις διαλέξεις και τα μεσαία δάκτυλα, είναι αστειότητες. Αν οι λύσεις ήταν θέμα στυλιστικό, θα είχαν βρεθεί ήδη προ πολλού. Δεν πρόκειται για μάχη επιχειρημάτων, αλλά για πόλεμο βουλήσεων.
Οι λόγοι που επιβάλλουν να τεθεί υπόψη των Ελλήνων πολιτών η έγκριση ενός πακέτου προτάσεων εκ μέρους των δανειστών – θερμή παράκληση να σταματήσει σύντομα η κακοποίηση της λέξης «θεσμοί» – είναι σοβαροί. Και είναι ακατανόητη η αντίδραση από ορισμένες πλευρές μιας προσφυγής στη γνώμη του πολίτη, ειδικά όταν αυτή συνοδεύεται από το επιχείρημα ότι κάτι τέτοιο θα εξόργιζε ακόμη περισσότερο τους δανειστές και θα περιέπλεκε τα πράγματα. Να υπενθυμίσω ότι στην πολιτισμένη Ελβετία έχουν γίνει δημοψηφίσματα για πολύ πιο ασήμαντα διλήμματα, όπως π.χ. το ύψος των μιναρέδων, χωρίς να εξοργιστεί κανείς με τους πολίτες της εν λόγω χώρας.
Ως πολίτης της Ελλάδας δεν θα ήθελα να αγνοηθώ, σε περίπτωση που η διαπραγμάτευση με τους δανειστές καταλήξει σε αρνητικό αποτέλεσμα, δηλαδή σε αποτέλεσμα που ακυρώνει την πρόσφατα εκφρασμένη βούληση των Ελλήνων. Το θέμα δεν είναι μόνο οικονομικό, αλλά πρωτίστως πολιτικό. Είναι ζήτημα ευθύνης απέναντι στο Πολίτευμα που υποστηρίζουμε ότι έχουμε, δηλαδή απέναντι στη Δημοκρατία. Διότι το ερώτημα πίσω από ένα τέτοιο δημοψήφισμα είναι αν λειτουργεί ακόμη η Δημοκρατία στην Ευρώπη, ή αν οι «αγορές» δικαιούνται να επιβάλουν τη δική τους βούληση στα ευρωπαϊκά έθνη, όταν αυτά είναι χρεωμένα.
Καλώς ή κακώς, και ανεξάρτητα από το τι ψήφισε κάθε Έλληνας στις πρόσφατες εκλογές, υπήρξε μια συγκεκριμένη πλειοψηφία και συγκροτήθηκε μια δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση από δύο κόμματα με ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα. Ορισμένοι από μας βρίσκουν το πρόγραμμα αυτό μη-ρεαλιστικό, επικίνδυνο για τη χώρα. Άλλοι το θεωρούν θετικό και χρήσιμο. Το τι είναι «πραγματικά» το πρόγραμμα αυτό δεν έχουμε τρόπο να το μάθουμε, με την έννοια ότι δεν έχουμε αναγορεύσει κάποιον ως κριτή πάνω από τη λαϊκή βούληση για να μας πει αυθεντικά και τελεσίδικα τι «όντως» είναι το κυβερνητικό πρόγραμμα.
Προφανώς και διαφωνούμε μεταξύ μας επί της αξίας της κυβερνητικής πολιτικής, αλλά γι’ αυτό έχουμε Δημοκρατία: για να μπορούμε να διαφωνούμε, σεβόμενοι ταυτόχρονα την υλοποίηση του κυβερνητικού προγράμματος, δηλαδή τη βούληση της πλειοψηφίας.
Μπορούμε να επιχειρήσουμε να το αλλάξουμε με μια νέα πλειοψηφία στο μέλλον, αλλά μέχρι τότε έχουμε υποχρέωση να το σεβαστούμε. Αν είχαμε υιοθετήσει τη φιλοσοφία των «αντικειμενικά ορθών λύσεων», θα είχαμε ήδη καταργήσει τις εκλογές και θα είχαμε αναθέσει σε σοφούς τεχνοκράτες που γνωρίζουν καλά τις ανάγκες του συστήματος να αποφανθούν αυθεντικά για τις αναγκαίες πολιτικές. Κάποιοι στην Ευρώπη – ίσως και στην Ελλάδα – εύχονται να έρθει επί τέλους ξανά η εποχή των αριστοκρατικών επιλογών. Μάλιστα ορισμένοι το δηλώνουν ανοιχτά, όταν υπαινίσσονται ότι αν μπορούσε να παρακαμφθεί η δημοκρατία στη Γαλλία, θα προχωρούσαν πιο γρήγορα οι μεταρρυθμίσεις, δηλαδή οι «αντικειμενικά ορθές» επιλογές που σκοντάφτουν, υποτίθεται, στον λαϊκισμό.
Σύμφωνα με την ίδια λογική, αυτό που χρειάζεται να κάνει η Ελλάδα δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης, διότι ο ορθός δρόμος είναι ένας, ο μονόδρομος της λιτότητας, της αποδόμησης του κοινωνικού κράτους, της εκποίησης της δημόσιας περιουσίας, της προώθησης των κοινωνικών ανισοτήτων, της κήρυξης του πολέμου εναντίον κάθε συλλογικού αγαθού.
Η διαπραγμάτευση αφορά το πώς, όχι το τι. Επομένως δεν ενδιαφέρει ποιο είναι το περιεχόμενο της βούλησης του ελληνικού λαού, παρά μόνον αν αυτό είναι συμβατό με τις «ορθές» λύσεις, τις ονομαζόμενες και «μεταρρυθμίσεις». Αν αυτό δεν προκύψει, τότε οι μεταρρυθμίσεις θα επιβληθούν με άλλα μέσα, προκειμένου να σωθεί η χώρα. Η αγάπη για την Ελλάδα είναι ενίοτε τέτοια, που τοποθετεί τη δημοκρατία σε δεύτερη και τρίτη μοίρα.
Ακριβώς απέναντι σε αυτή την ύβρι, για την ακρίβεια: την perfidia Francorum, χρειάζεται να εκφραστεί η βούληση κάθε Έλληνα πολίτη, είτε με τη μορφή της αποδοχής, είτε με τη μορφή της απόρριψης. Είναι πολύ σημαντικό να εκφραστεί. Αν οι εταίροι μας και δανειστές θεωρούν ότι οι Έλληνες πολίτες δεν δικαιούμαστε να έχουμε άποψη διαφορετική από τη δική τους για το παρόν και το μέλλον της χώρας, επειδή διαδοχικές ηγεσίες στο παρελθόν με πράξεις και παραλείψεις τους την κατέστησαν απολύτως εξαρτημένη, τότε ουσιαστικά θεωρούν ότι δεν μπορεί να λειτουργήσει η δημοκρατία σε μια υπερχρεωμένη χώρα. Είναι δυνατόν να συμφωνήσουμε με μια τέτοια λογική;
Η απάντηση είναι σαφώς αρνητική. Εμείς που ζούμε εδώ, και όχι οι τεχνοκράτες του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ευρωζώνης, θα αποφασίσουμε αν ο γκρεμός ή το ρέμα είναι προτιμότερο. Αν επιλέξουμε από φόβο το δρόμο της συμμόρφωσης στη βούληση των «αγορών» και των πολιτικών τους εκπροσώπων, ας το κάνουμε δημόσια και συνειδητά, αναλαμβάνοντας ακέραιη την ευθύνη για το μέλλον των γενεών που έρχονται. Αν πάλι επιλέξουμε τον δρόμο του αυτοκαθορισμού και της σχετικής ανεξαρτησίας, έναν δρόμο επίσης δύσκολο, πρέπει και εδώ να αναλάβουμε την ευθύνη για την επιλογή μας. Στο κρίσιμο σταυροδρόμι που έχουμε βρεθεί ας πούμε ο καθένας ξεχωριστά στην κάλπη του δημοψηφίσματος ποιο δρόμο είναι προτιμότερο να πάρουμε, αν οι δανειστές αγνοήσουν το αποτέλεσμα των πρόσφατων εθνικών εκλογών και επιχειρήσουν να το ακυρώσουν μέσω ενός οικονομικού εκβιασμού.
Πάντως να δεχθούμε μια έξωθεν «διόρθωση» του εκλογικού αποτελέσματος από τον κηδεμόνα, σαν να μην ήμασταν εμείς οι ίδιοι σε θέση να αξιολογήσουμε τι είναι καλό και τι κακό για τη χώρα, δεν περιποιεί τιμή σε κανέναν: ούτε σε εκείνους που ψήφισαν υπέρ της σημερινής κυβέρνησης, ούτε σε εκείνους που την καταψήφισαν.