Εφτασε πριν από λίγες ημέρες στην Ελλάδα, έχοντας συγκεντρώσει 35 κιλά φάρμακα και 600 ευρώ.
Είναι γιατρός με ειδικότητα στην αναισθησιολογία και την ανάνηψη. Την
ενδιαφέρουν όμως γενικότερα οι επιστήμες του ανθρώπου, τις οποίες επίσης
μελετά, και αυτό που τώρα την κάνει να έρχεται στη χώρα μας είναι
ακριβώς αυτή η επίθεση στο ανθρώπινο που τη βλέπει να διαπερνά τις
διάφορες πολιτικές συμμόρφωσης που επιβάλλονται στην Ελλάδα. Η Σάρα
θέλει να μάθει ιστορίες από τη χώρα μας, ιστορίες ανθρώπινες για να τις
μεταφέρει σε άλλους ανθρώπους και να τους ευαισθητοποιήσει για την
αδικία που διακρίνει και εναντίον της οποίας μάχεται.
Μιλάμε πάνω από πέντε ώρες χωρίς να το καταλάβουμε. Μπροστά μας λίγο κρασί και κάτι μικρά ψάρια σε έναν χώρο ταπεινό με εξαιρετική κουζίνα και πολιτισμό στα Εξάρχεια. Ακούει ιστορίες και κρατά σημειώσεις. Ρωτά λεπτομέρειες. Δεν της φτάνουν οι γενικές αποφάνσεις, ποτέ δεν φτάνουν αυτές, αν είναι να μιλήσει κανείς την αλήθεια. Οταν τη ρωτώ να μας πει και τη δική της ιστορία, αρχίζει από την αρχή. Από εκεί που αρχίζουν οι ιστορίες. Μιλά για τη μητέρα της, κόρη ψαράδων, από αυτούς που ταξιδεύουν μακριά για να πιάσουν μπακαλιάρους, που μετρά νεκρούς στη θάλασσα και που έγινε νοσοκόμα στα επείγοντα περιστατικά, για να βοηθάει ανθρώπους. Ετσι γνώρισε τον πατέρα της Σάρας, πρόσφυγα από τη Συρία, στο νοσοκομείο όπου δούλευε. Εκείνος είχε φτάσει εκεί νέος τη δεκαετία του ’80. Κάποια συνθήματα για την ελευθερία γραμμένα στον τοίχο τού στοίχισαν τη δική του ελευθερία για λίγο, ενώ σε έναν φίλο του, με τον οποίο τα έγραφαν μαζί, την ίδια τη ζωή του.
Γιος πλούσιας μουσουλμανικής οικογένειας, που χαιρετίζει την κοινωνική επανάσταση στη Συρία μέχρι να δει τα πρώτα σημάδια αυταρχισμού σ’ αυτήν και να βρεθεί απέναντί της, μετά την έξοδό του από τη φυλακή αντιμετωπίζει την απομόνωση και τον αποκλεισμό από τους ίδιους τους φίλους του. Τότε είναι που αρχίζει να ψάχνει την απόδειξη του Θεού, ακολουθώντας τα λόγια από το Κοράνι που λένε δεν πρέπει να πιστεύεις απλώς, αλλά να βρίσκεις ο ίδιος την απόδειξη. Εψαξε αλλά δεν την βρήκε. Τέλος, έπαψε να την ψάχνει. Στη Γερμανία και μετά στη Γαλλία φτάνει με ένα πουκάμισο και μια μικρή βαλίτσα με τα ελάχιστα που πήρε μαζί του. Αρχίζει να δουλεύει ως βοηθός χειρουργού και μετά ως εσωτερικός χειρουργός σε νοσοκομείο. Εκεί αντιμετωπίζει τον ρατσισμό και, έπειτα από συμβουλές μιας φίλης του, διαλέγει να γίνει αναισθησιολόγος και ειδικός στην ανάνηψη. Τα καταφέρνει να προχωρήσει και φτάνει να γίνει διευθυντής. Λίγο πριν ξεσπάσει η νέα αιματηρή σύγκρουση στη Συρία παίρνει ειδική άδεια για να την επισκεφθεί για λίγο. Εκεί νιώθει ότι κάτι έρχεται, όταν βλέπει πόσο οριοθετημένοι είναι οι άνθρωποι σε σχέση με την ταυτότητά τους. Ωστόσο, ξαναπάει κρυφά μέσα στις συγκρούσεις για να βοηθήσει αρρώστους στα ερημωμένα νοσοκομεία.
Η Σάρα μαζί με τα φάρμακα και τα χρήματα μας χάρισε εκεί στην ταβέρνα το πιο πολύτιμο, την ιστορία της. Η αλληλεγγύη, οι κοινότητες που ονειρευόμαστε σε μια άλλη Ευρώπη, όχι αυτήν που σαν τον Κρόνο τρώει τα παιδιά της, περνούν μέσα από την εξιστόρηση και την κατανόηση του τραύματος, μέσα από την απόφαση να προχωρήσουμε μαζί πέρα από τα χρηματοπιστωτικά στερεότυπα.
Μιλάμε πάνω από πέντε ώρες χωρίς να το καταλάβουμε. Μπροστά μας λίγο κρασί και κάτι μικρά ψάρια σε έναν χώρο ταπεινό με εξαιρετική κουζίνα και πολιτισμό στα Εξάρχεια. Ακούει ιστορίες και κρατά σημειώσεις. Ρωτά λεπτομέρειες. Δεν της φτάνουν οι γενικές αποφάνσεις, ποτέ δεν φτάνουν αυτές, αν είναι να μιλήσει κανείς την αλήθεια. Οταν τη ρωτώ να μας πει και τη δική της ιστορία, αρχίζει από την αρχή. Από εκεί που αρχίζουν οι ιστορίες. Μιλά για τη μητέρα της, κόρη ψαράδων, από αυτούς που ταξιδεύουν μακριά για να πιάσουν μπακαλιάρους, που μετρά νεκρούς στη θάλασσα και που έγινε νοσοκόμα στα επείγοντα περιστατικά, για να βοηθάει ανθρώπους. Ετσι γνώρισε τον πατέρα της Σάρας, πρόσφυγα από τη Συρία, στο νοσοκομείο όπου δούλευε. Εκείνος είχε φτάσει εκεί νέος τη δεκαετία του ’80. Κάποια συνθήματα για την ελευθερία γραμμένα στον τοίχο τού στοίχισαν τη δική του ελευθερία για λίγο, ενώ σε έναν φίλο του, με τον οποίο τα έγραφαν μαζί, την ίδια τη ζωή του.
Γιος πλούσιας μουσουλμανικής οικογένειας, που χαιρετίζει την κοινωνική επανάσταση στη Συρία μέχρι να δει τα πρώτα σημάδια αυταρχισμού σ’ αυτήν και να βρεθεί απέναντί της, μετά την έξοδό του από τη φυλακή αντιμετωπίζει την απομόνωση και τον αποκλεισμό από τους ίδιους τους φίλους του. Τότε είναι που αρχίζει να ψάχνει την απόδειξη του Θεού, ακολουθώντας τα λόγια από το Κοράνι που λένε δεν πρέπει να πιστεύεις απλώς, αλλά να βρίσκεις ο ίδιος την απόδειξη. Εψαξε αλλά δεν την βρήκε. Τέλος, έπαψε να την ψάχνει. Στη Γερμανία και μετά στη Γαλλία φτάνει με ένα πουκάμισο και μια μικρή βαλίτσα με τα ελάχιστα που πήρε μαζί του. Αρχίζει να δουλεύει ως βοηθός χειρουργού και μετά ως εσωτερικός χειρουργός σε νοσοκομείο. Εκεί αντιμετωπίζει τον ρατσισμό και, έπειτα από συμβουλές μιας φίλης του, διαλέγει να γίνει αναισθησιολόγος και ειδικός στην ανάνηψη. Τα καταφέρνει να προχωρήσει και φτάνει να γίνει διευθυντής. Λίγο πριν ξεσπάσει η νέα αιματηρή σύγκρουση στη Συρία παίρνει ειδική άδεια για να την επισκεφθεί για λίγο. Εκεί νιώθει ότι κάτι έρχεται, όταν βλέπει πόσο οριοθετημένοι είναι οι άνθρωποι σε σχέση με την ταυτότητά τους. Ωστόσο, ξαναπάει κρυφά μέσα στις συγκρούσεις για να βοηθήσει αρρώστους στα ερημωμένα νοσοκομεία.
Η Σάρα μαζί με τα φάρμακα και τα χρήματα μας χάρισε εκεί στην ταβέρνα το πιο πολύτιμο, την ιστορία της. Η αλληλεγγύη, οι κοινότητες που ονειρευόμαστε σε μια άλλη Ευρώπη, όχι αυτήν που σαν τον Κρόνο τρώει τα παιδιά της, περνούν μέσα από την εξιστόρηση και την κατανόηση του τραύματος, μέσα από την απόφαση να προχωρήσουμε μαζί πέρα από τα χρηματοπιστωτικά στερεότυπα.