17 Απριλίου 2015

Σε λίγο θα πουν βλακώδεις και τις εκδηλώσεις για τις σφαγές των ναζί


hitler-walking-up-steps-at-nazi-rally
Ο Ζίγκμαρ Γκάμπριελ είναι Σοσιαλδημοκράτης, ηγέτης του ομώνυμου κόμματος στη Γερμανία. Ο ίδιος ανήκει στη μεταπολεμική γενιά, δεν συμμετείχε στον πόλεμο και δεν ήταν ποτέ στην κατεχόμενη Ελλάδα, ίσως όμως να ήταν κάποιος από την οικογένειά του ή τον κύκλο των γνωστών και των φίλων. Από αυτούς θα έπρεπε να είχε μάθει ότι αποτελεί απρέπεια – για να μην χρησιμοποιήσω τη λέξη που αποδίδει στην κυριολεξία τον τύπο της συμπεριφοράς αυτής – ό,τι είπε πριν από λίγες μέρες σχολιάζοντας την ανακοίνωση Έλληνα κυβερνητικού παράγοντα για το ύψος των αποζημιώσεων, όπως αυτές υπολογίστηκαν από ειδική επιτροπή του Γενικού Λογιστηρίου.

Χρησιμοποίησε τη λέξη «βλακώδες» (ή ανόητο) για να χαρακτηρίσει τη σύνδεση του αιτήματος για τις αποζημιώσεις με τη συζήτηση για την «ανόρθωση» της ελληνικής οικονομίας, δηλαδή τη συζήτηση για τις απαιτήσεις των δανειστών προκειμένου να καταβληθούν οι δόσεις του προηγούμενου δανείου που ενέκριναν για την Ελλάδα. Αρκετοί, καθώς φαίνεται, Γερμανοί αξιωματούχοι έχουν πλέον εθισθεί τόσο πολύ με τα υπεροπτικά και ταπεινωτικά σχόλια για την Ελλάδα και για ό,τι σχετίζεται με ελληνικές θέσεις, ώστε να μην μπορούν να ελέγξουν αν οι εκφράσεις τους προσβάλλουν και πληγώνουν συγγενείς των θυμάτων από μαζικές σφαγές και μαζικές δηλητηριάσεις που προκάλεσαν όργανα του γερμανικού κράτους στην Ελλάδα και την Πολωνία της Κατοχής. Η χειρότερη εκδοχή, βεβαίως, είναι ότι ούτε καν ενδιαφέρονται για το αν πληγώνεται κάποιος ή όχι, αλλά ελπίζω να μην έχουν φτάσει μέχρι εκεί.

Αξίζει ίσως τον κόπο να εκφράσουμε λίγες σκέψεις γι’ αυτή την εξέλιξη των ιδεών μέσα στην κατεστημένη γερμανική πολιτική ελίτ – δεν μιλάμε για το πώς σκέφτονται πάνω στο ίδιο θέμα οι επανερχόμενοι στο προσκήνιο με διάφορα προσωπεία Νεοναζί ή η πέραν της παραδοσιακής  Δεξιάς, γερμανική Νεοδεξιά.

Το πρώτο μήνυμα που εκπέμπουν συμπεριφορές όπως αυτή του αντικαγκελαρίου είναι ότι η γερμανική πολιτική τάξη, με εξαίρεση μέρους της Αριστεράς και των Πρασίνων, επιθυμεί να ξεχαστεί το παρελθόν και πιέζει ώστε αυτό πλέον να μπει στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας. Μερικές φορές το λένε ανοιχτά: Γυρίσαμε σελίδα μετά το 1990, πάρτε το χαμπάρι.

Το δεύτερο μήνυμα είναι ότι πλέον είναι πολύ αργά για την όποια διευθέτηση εκκρεμοτήτων μετά από τόσα χρόνια. Πολύ πριν από τον Γκάμπριελ το είχε πει δημόσια ο Γκένσερ στην Αθήνα.

Το τρίτο μήνυμα είναι ότι αποτελεί ντροπή να ζητάτε πάλι αποζημιώσεις, ενώ τις έχετε πάρει ήδη εδώ και πενήντα πέντε χρόνια. Πρόκειται για το πάγιο ψέμα της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής που αντανακλάται στη συνείδηση του μέσου μη επαρκώς ενημερωμένου γερμανού πολίτη: οι άπληστοι Έλληνες θέλουν κι άλλα, ενώ εμείς τους εξοφλήσαμε έγκαιρα και με το παραπάνω.

Το τέταρτο μήνυμα είναι ότι η ανακίνηση του ζητήματος των αποζημιώσεων, και μάλιστα από επίσημα χείλη και όχι σε συνέδρια κοινωνιολόγων και ιστορικών,  μας εκνευρίζει. Με όλες τις προηγούμενες κυβερνήσεις είχαμε συνηθίσει αλλιώς.

Το τελευταίο, άφατο όμως, μήνυμα αυτών των αξιωματούχων είναι ολωσδιόλου κυνικό:
«Η Γερμανία όντως οφείλει στην Ελλάδα την καταβολή αποζημιώσεων για ζημίες, δολοφονίες, καταστροφές και κατοχικό δάνειο, αλλά κατάφερε να «καθαρίσει» με τα 115 εκατομμύρια μάρκα το 1960 με τη συμφωνία Καραμανλή-Αντενάουερ και αργότερα το 1990 με τη Συνθήκη 2+4 που, ενώ στην ουσία είναι Συνθήκη Ειρήνης, δεν ονομάστηκε έτσι για να μην εγερθούν ζητήματα επανορθώσεων και αποζημιώσεων. Δεν αναγνωρίζουμε καμία άλλη υποχρέωση απέναντι στη χώρα σας και επειδή είμαστε ισχυροί, δεν μπορείτε να μας υποχρεώσετε σε πολιτική διευθέτηση του ζητήματος. Αν θέλετε, πηγαίνετε στα Ευρωπαϊκά και Διεθνή Δικαστήρια. Αυτά θα αποφασίσουν υπέρ της Γερμανίας, είμαστε βέβαιοι.»

Ούτως εχόντων των πραγμάτων – και ας μην αμφιβάλει κανείς ότι όντως έτσι έχουν τα πράγματα – το μόνο που μένει στην ελληνική κυβέρνηση είναι να θέτει συστηματικά το θέμα και να εισπράττει από την άλλη πλευρά συστηματικά την άρνηση. Ποιο είναι το όφελος μιας τέτοιας τακτικής; Εδώ οι γνώμες διίστανται. Ένα ελάχιστο όφελος, πάντως, υπάρχει: πίσω από τις (υποχρεωτικές) δημόσιες αρνήσεις των πολιτικών του εκπροσώπων ο μέσος Γερμανός πολίτης πληροφορείται (ίσως για πρώτη φορά) ότι όργανα του γερμανικού κράτους διέπραξαν εγκλήματα και προκάλεσαν καταστροφές στην Ελλάδα από το 1941 μέχρι το 1944. Καιρός ήταν να το μάθει. Κάλλιο αργά παρά ποτέ. Ίσως αυτό μετριάσει κάπως τον επιθετικό ανθελληνισμό που μαζί με την ισλαμοφοβία και τον αντισημιτισμό κερδίζουν, δυστυχώς, έδαφος στη γερμανική κοινή γνώμη την τελευταία πενταετία.

Φυσικά δεν είναι μόνο ο ηγέτης της γερμανικής Σοσιαλδημοκρατίας που βρίσκει «βλακώδη» την ανακίνηση του ζητήματος για τις αποζημιώσεις, ειδικά τώρα που η ελληνική κυβέρνηση εξαρτάται από την καλή προαίρεση της γερμανικής κυβέρνησης για μια λύση στο οικονομικό ζήτημα, λύση που δεν μπορεί να δοθεί, αν η γερμανική κοινή γνώμη «θυμώσει» με τις ελληνικές απαιτήσεις. Από το 1950 μέχρι σήμερα όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις υπολόγιζαν περισσότερο τη γερμανική κοινή γνώμη, που μπορεί να εξοργιστεί με τέτοιες αξιώσεις, παρά την ελληνική κοινή γνώμη που τα «χωνεύει» όλα γρήγορα και ξεχνά εύκολα, όπως έγραφε και ένας Γερμανός πρέσβης προς την προϊσταμένη του αρχή στη δεκαετία του ’60. Αλλά γιατί να πάμε τόσο πίσω; Αφού ακόμη και σήμερα υπάρχουν στη χώρα πολιτικοί και κόμματα που ενοχλούνται από μια τέτοια συζήτηση, όπως ακριβώς ενοχλείται και ο κ. Γκάμπριελ.

Στον σουρεαλιστικό κόσμο που ζούμε δεν αποκλείω καθόλου να προλάβω εν ζωή ακόμη και μια πιο προωθημένη κατάσταση, δηλαδή Γερμανούς Σοσιαλδημοκράτες και Έλληνες ομοϊδεάτες τους να χαρακτηρίζουν «βλακώδεις» τις εκδηλώσεις μνήμης για τα θύματα των γερμανικών κατοχικών στρατευμάτων. Με το σκεπτικό ότι η κοινή μας ευρωπαϊκή προοπτική επιβάλλει να αναζητηθεί η ευθύνη για τις σφαγές κυρίως στους «συμμορίτες» της εποχής, δηλαδή στις αντιστασιακές οργανώσεις που προκαλούσαν με τη συμπεριφορά τους και εξανάγκαζαν  τις γερμανικές αρχές σε αντίποινα.

Μέχρι τώρα είχα την εντύπωση ότι αυτή ήταν η άποψη των δωσιλογικών κυβερνήσεων της Κατοχής. Δεν θεωρώ όμως απίθανη μια μοντέρνα εκδοχή της ίδιας αφήγησης από δήθεν ευρωπαϊστές της δικής μας εποχής. Είπαμε, μένουμε στο ευρώ με κάθε κόστος, ακόμη και αν αυτό αφορά την ιστορική αλήθεια. Ούτως ή άλλως η Ιστορία γράφεται και ξαναγράφεται, θα μας πουν. Σημασία έχει τι κερδίζεις από τη γραφή, και όχι η ίδια η γραφή…