Μια νέα δυναμική στρατηγικών ανακατατάξεων φαίνεται να παρατηρείται στη Μέση Ανατολή τους τελευταίους δύο περίπου μήνες.
Κινητήριος
δύναμη των πρόσφατων διεργασιών στην περιφέρεια ήταν η αλλαγή «φρουράς»
στη Σαουδική Αραβία, περί τα τέλη του περασμένου Ιανουαρίου, με το
θάνατο του βασιλιά Αμπντάλα και την αντικατάστασή του από τον αδελφό του
Σαλμάν. Παρόλο που ο νέος βασιλιάς δεσμεύτηκε να συνεχίσει τη
«μεταρρυθμιστική» πολιτική του προκάτοχού του, παρατηρείται μια
συγκεκριμένη στροφή στο εσωτερικό του βασιλείου που θέλει τον οίκο των
Σαούντ να ενισχύει τις σχέσεις του με το θρησκευτικό-ουαχαμπιτικό
κατεστημένο σε μια προσπάθεια να θωρακίσει την εξουσία του από την
ισλαμιστική έξαρση που παρατηρείται στην περιοχή και πιθανές εστίες
συναφούς αναταραχής στο εσωτερικό.
Έτσι,
το θρησκευτικό στοιχείο του σκληροπυρηνικού ουαχαμπιτικού Ισλάμ
ενισχύθηκε στην εσωτερική και εξωτερική πολιτική της Σαουδικής Αραβίας,
με αποτέλεσμα αφενός τη μερική χαλάρωση της σκληρής στάσης που
διατηρούσε το καθεστώς κατά της Μουσουλμανικής Αδελφότητας και αφετέρου
την υιοθέτηση μιας πιο σεχταριστικής πολιτικής προσέγγισης. Το τελευταίο
σημαίνει ότι η σουνιτική-ισλαμική ταυτότητα παίζει πλέον σημαντικό ρόλο
στις διεθνείς σχέσεις του βασιλείου όπως φαίνεται και από την
προσπάθειά του να παίξει διαμεσολαβητικό ρόλο για την επίλυση
προβλημάτων που υπάρχουν μεταξύ σουνιτικών κρατών της περιοχής και
συγκεκριμένα στις περιπτώσεις Αιγύπτου-Κατάρ και Τουρκίας-Αιγύπτου. Ο
λόγος βέβαια έγκειται στην αυξανόμενη επιρροή και επιχειρησιακή εξάπλωση
του σιιτικού Ιράν μέσω αντιπροσώπων του στη Συρία, το Ιράκ και την
Υεμένη – όπου πρόσφατα οι υποστηριζόμενοι από το Ιράν Χούτις ανέτρεψαν
τη σουνιτική κυβέρνηση. Ταυτόχρονα, το πάρε-δώσε Ιράν-Δύσης σχετικά με
το πυρηνικό πρόγραμμα του πρώτου αλλά και η άτυπη συνεργασία των δύο
κατά του «Ισλαμικού Κράτους» ανησυχεί τη Σαουδική Αραβία καθότι ο ρόλος
της ίδιας μειώνεται ενώ το Ιράν φαίνεται να βγαίνει σταδιακά από το
περιθώριο της διεθνούς πολιτικής.
Αυτό
το αναδυόμενο μοτίβο εκφράζει και μια γενικότερη μεταβολή που
συντελείται στο διεθνές σύστημα που θέλει τις παγκόσμιες σχέσεις
ανταγωνισμού ισχύος (βλ. Ψυχρός Πόλεμος) να μεταφέρονται βαθμιαία σε
περιφερειακό επίπεδο. Στην περίπτωση της Μέσης Ανατολής ξεκίνησε
τουλάχιστον από την περασμένη δεκαετία με τη ρήξη των τουρκο-ισραηλινών
σχέσεων, τον ανταγωνισμό Σαουδικής Αραβίας-Ιράν και πιο πρόσφατα με τη
ρήξη των τουρκο-αιγυπτιακών σχέσεων και την τριβή Τουρκίας-Ιράν με
αφορμή το Ιράκ και τον συριακό εμφύλιο. Η Τουρκία, όπως και η Σαουδική
Αραβία, βρίσκεται αντιμέτωπη τόσο με τις αυξανόμενες σχέσεις Δύσης-Ιράν
και την ιρανική-σιιτική επιρροή, όσο και με τη ψύχρανση των δικών της
σχέσεων με τη Δύση τουλάχιστον σε κάποια επίπεδα. Έτσι, η νέα δυναμική
που πηγάζει από τις αλλαγές που επιτελούνται στη Σαουδική Αραβία μπορεί
να αποτελέσει στρατηγική διέξοδο για την Άγκυρα η οποία προσπαθεί να
διαχειριστεί τα διπλωματικά της αδιέξοδα στην Ανατολική Μεσόγειο και τα
λοιπά ανταγωνιστικά της μέτωπα. Πάντα και ως όχημα των δικών της
επιδιώξεων.
Από
τη σουνιτική (μερική) σύμπραξη Ριάντ-Άγκυρας και Ριάντ-Καΐρου, που
περιλαμβάνει τη μετ’ εμποδίων και από το Ριάντ υποστηριζόμενη
επαναπροσεγγιστική διαδικασία Κατάρ-Αιγύπτου, λείπει μόνο η συμφιλίωση
Τουρκίας-Αιγύπτου. Το Ριαντ, γνωρίζοντας ότι «σουντικός άξονας» χωρίς
την Αίγυπτο και την Τουρκία δεν μπορεί να υπάρξει, πήρε πρωτοβουλίες για
επανόρθωση των σχέσεων των δύο χωρών. Ως αποτέλεσμα, παρόλο που
αναθέρμανση δεν επετεύχθη ούτε ξεκίνησε προς το παρόν, ο Τούρκος
πρωθυπουργός, Αχμέτ Νταβούτογλου, έκανε δηλώσεις με σημαντική συμβολική
αξία όπου αναγνώρισε το ρόλο της Αιγύπτου για την περιφερειακή
σταθερότητα παρά τις διαφωνίες του με την αιγυπτιακή κυβέρνηση του αλ
Σίσι. Παρόμοιες δηλώσεις έκανε και ο Τούρκος πρόεδρος, Ταγίπ Έρντογαν,
μετά την επίσκεψή του στο Ριάντ. Παρά της εμμένουσες διαφωνίες της
Τουρκίας, η διπλωματική γλώσσα των δηλώσεων εμπεριέχει μια τάση και
θέληση για μείωση των εντάσεων με την Αίγυπτο. Πράγμα απόλυτα λογικό
δεδομένων και των συνεργασιών που αναπτύσσονται στην Ανατολική Μεσόγειο.
Αυτό
σημαίνει ότι οι ανησυχίες της Άγκυρας για το Ιράν και τις σχέσεις της
με τη Δύση, μεταξύ άλλων, τείνει να εκφραστεί και σε επίπεδο ανοικτών
διακρατικών συνεργασιών (π.χ. με το Ριάντ). Ταυτόχρονα, η μερική ρήξη
ΗΠΑ-Ισραήλ επιβεβαιώνει την αύξηση της σημασίας και του ρόλου των
περιφερειακών παικτών αλλά και τη μείωση της αμερικανικής επιρροής στην
περιοχή. Στην ουσία, η υπό δημιουργία δυναμική ευνοεί μια νέα
γεωστρατηγική ισορροπία με τη Σαουδική Αραβία να διαδραματίζει ρόλο
συνδετικού κρίκου μεταξύ Τουρκίας, Κατάρ, Αιγύπτου, αλλά και Ισραήλ το
οποίο φυσικά δεν είναι σουνιτικό αλλά, υπό τις περιστάσεις, στρατηγικής
σημασίας. Αυτό δεν προϋποθέτει βελτίωση μόνο στις τουρκο-αιγυπτιακές
σχέσεις άλλα και στις αντίστοιχες τουρκο-ισραηλινές. Κοινά δε σημεία
επαφής των συμφερόντων/ανασφαλειών αυτών των παικτών είναι το Ιράν, ο
συριακός εμφύλιος, το «Ισλαμικό Κράτος» και η σιιτική επιρροή τόσο στο
Ιράκ και τη Συρία όσο και στην Υεμένη αλλά και σε άλλα κράτη της
Αραβικής Χερσονήσου.
Η
ευόδωση των προσπαθειών κυρίως της Σαουδικής Αραβίας για ένα συνεκτικό
σουνιτικό μέτωπο κατά του Ιράν θα άλλαζε άρδην τα δεδομένα. Βέβαια,
παρόλο που οι εν λόγω πιθανότητες πρέπει να ανιχνεύονται και να
αναλύονται έγκαιρα, δεν πρέπει να υπερβάλλονται καθώς υπάρχουν ακόμα
σημαντικά άλυτα ζητήματα μεταξύ Ριάντ και Άγκυρας ενώ οι σχέσεις
Κατάρ-Αιγύπτου, Τουρκίας-Ισραήλ και Τουρκίας-Αιγύπτου βρίσκονται από
αρκετά έως πολύ μακριά από τη συμφιλίωση. Τέλος, το υπό διαμόρφωση
σκηνικό συνδέεται άμεσα με τη θέση και την εξωτερική πολιτική της
Κύπρου. Το ελάχιστο που θα μπορούσε να πράξει η Κυπριακή Δημοκρατία
είναι η επιδίωξη της ενίσχυσης και δη της θεσμοποίησης των στρατηγικών
δεσμών που έχει αναπτύξει με Ισραήλ, Αίγυπτο και Ελλάδα, η επέκταση της
διπλωματικής δραστηριότητας και προς άλλους δρώντες και η διατήρηση
ισοζυγισμένης επικοινωνιακής πολιτικής στις διεθνείς της σχέσεις.
Γράφει: Ζήνωνας Τζιάρρας