«Εκρηξη» της «φθηνής» εργασίας με αύξηση κατά 56,6% των απασχολουμένων με μερική απασχόληση και κατά 46,1% των χαμηλά αμειβομένων νέων ηλικίας κάτω 25 ετών, κατέγραψε το ΙΚΑ την περίοδο εφαρμογής (λόγω των Μνημονίων) των μειωμένων μισθών που η ηγεσία του υπουργείου Εργασίας έχει αποφασίσει σταδιακά να «αποκαταστήσει».Οι δύο συγκεκριμένες κατηγορίες εργαζομένων, με βάση επίσημα στοιχεία που αποκαλύπτει η «Ημερησία», αποτέλεσαν την κύρια «δεξαμενή» των νέων προσλήψεων φτάνοντας, συνολικά, τους 226.430 ή, σε ποσοστό, το 95,33% των νέων ασφαλισμένων που προστέθηκαν στους καταλόγους του ΙΚΑ στη διετία!
Τα στοιχεία
Τη μεγάλη αύξηση του αριθμού των εργαζομένων «χαμηλού κόστους» στις επιχειρήσεις ολόκληρης της χώρας, αποτυπώνουν τα συγκριτικά στοιχεία του αριθμού των ασφαλισμένων του ΙΚΑ, ανά είδος απασχόλησης και ανά ηλικία, μεταξύ του Ιουλίου '12 και του Ιουλίου '14. Δηλαδή μέσα στην περίοδο κατά την οποία μειώθηκαν τα κατώτατα όρια μισθών και ημερομισθίων από τα 751 ευρώ στα 586 ευρώ για τους άνω των 25 ετών και στα 510,95 ευρώ για εργαζόμενους ηλικίας κάτω των 25 ετών. Στο διάστημα της διετίας:
Οι εργαζόμενοι, επίσημα καταγεγραμμένοι - ασφαλισμένοι στο ΙΚΑ, αυξήθηκαν κατά 237.514 άτομα και έφτασαν τα 1.811.164 άτομα, από 1.573.650. Ωστόσο, οι 226.430 προήλθαν είτε από νέες θέσεις εργασίας με καθεστώς μερικής απασχόλησης (+167.727) και αντίστοιχα μειωμένο μισθό, είτε από την αύξηση των θέσεων εργασίας εργαζομένων ηλικίας έως 25 ετών (+58.703). Το ποσοστό συμμετοχής των νέων ηλικίας κάτω των 25 ετών στο σύνολο των ασφαλισμένων του ΙΚΑ, λόγω των χαμηλών ορίων μισθών και ημερομισθίων τους, αυξήθηκε περισσότερο σε σχέση με όλες τις άλλες ηλικιακές ομάδες και έφτασε στο 10,3% από 8%.
Η αύξηση των θέσεων εργασίας με πλήρη μισθό και πλήρες ωράριο ήταν μόλις 8,7% (+109.812 άτομα) καθώς οι οριζόντιες μειώσεις των μισθών που έγιναν νομοθετικά έκαναν ακόμη πιο συμφέρουσα για τις επιχειρήσεις σε καθεστώς ύφεσης, την πρόσληψη εργαζομένων με μειωμένα ωράρια (που ελέγχονται μόνο... δειγματοληπτικά) και αντίστοιχα μειωμένες αποδοχές.
Ο αριθμός των εργαζομένων για 4 ή και λιγότερες ώρες, αυξήθηκε κατά 56,6% (+167.727 άτομα) ενώ την ίδια περίοδο ο μέσος μισθός για τους μερικώς απασχολούμενους μειώθηκε κατά 25,2% (στα 442,37 ευρώ μεικτά από 591,48 ευρώ) σε αντιδιαστολή με το μέσο μισθό των πλήρως απασχολουμένων που μειώθηκε κατά 8,7% (στα 1.233 ευρώ μεικτά από 1.351,93 ευρώ).
Κίνδυνοι
«Η διαδικασία επαναφοράς των μισθών, με βάση την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και των επιχειρήσεων, κρύβει κινδύνους όπως... απολύσεις και διεύρυνση της μαύρης εργασίας αν δεν προβλεφθούν αντισταθμίσματα για την κάλυψη του κόστους», προειδοποιεί ο πρόεδρος της ΓΣΕΒΕΕ Γ. Καββαθάς.Μολονότι ο πρόεδρος της ΓΣΕΒΕΕ χαρακτηρίζει ως «απολύτως αναγκαία» την κατάργηση της μισθολογικής διάκρισης που υπάρχει ειδικά σε βάρος των νέων σε ηλικία εργαζομένων, τονίζει ότι για να διατηρηθούν οι υφιστάμενες θέσεις εργασίας και να αποτραπούν οι παραπάνω κίνδυνοι, θα πρέπει να «ελαφρυνθεί» το πρόσθετο κόστος κυρίως μέσω της επιδότησης των ασφαλιστικών εισφορών.Το ίδιο έχουν ζητήσει από την ηγεσία του υπουργείου Εργασίας και οι άλλες εργοδοτικές οργανώσεις διεκδικώντας, επιπλέον, την αποκατάσταση όχι των κατώτατων μισθών και ημερομισθίων (που έχει δρομολογήσει η κυβέρνηση), αλλά, του θεσμού των συλλογικών συμβάσεων ώστε να διαπραγματευτούν με τη ΓΣΕΕ το εύρος και το χρονοδιάγραμμα των αυξήσεων και, «ό,τι συμφωνηθεί», να έχει υποχρεωτική ισχύ.
Νόμος
«Οι εργοδοτικές οργανώσεις δύσκολα θα συμφωνούσαν με τη ΓΣΕΕ στην... αύξηση των μισθών» απαντούν κορυφαία στελέχη του υπουργείου Εργασίας επαναβεβαιώνοντας την απόφαση που έχει «κλειδώσει» η κυβέρνηση για την επαναφορά - δια νόμου, υποχρεωτικού ακόμη και για όσες επιχειρησιακές συμβάσεις προβλέπουν ρήτρα αμοιβής με τον εκάστοτε νομοθετημένο μισθό - των κατώτατων ορίων σε δύο δόσεις (την 1η Οκτωβρίου του '15 και στο β'΄εξάμηνο του '16) και, παράλληλα, πριν από τη λήξη ισχύος της ΕΓΣΣΕ (έως τα τέλη Ιουνίου) του θεσμού των συλλογικών συμβάσεων. Τα ίδια στελέχη «υπόσχονται», πάντως, ότι θα γίνει διάλογος για τα «αντισταθμίσματα» που, όπως διευκρινίζουν, θα πρέπει να δοθούν κυρίως σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις.