Του ΜΑΡΙΟΥ ΕΥΡΥΒΙΑΔΗ
Κάποιος που γνωρίζει στοιχειώδες τις νοοτροπίες της εξουσιαστικής πολιτικό-οικονομικής νομενκλατούρας στην Κύπρο και την οποίαν εκφράζουν απόλυτα τα δυό μεγάλα κόμματα εξουσίας, το ΔΥΣΗ (της αμερικανικής δεξιάς) και το ΑΚΕΛ (της αμερικανικής αριστεράς), ξέρει πως η ελίτ αυτή υπήρξε κάθετα αντίθετη με την “διακοπή” ή “αναστολή” των λεγόμενων “κυπριακής ιδιοκτησίας” συνομιλιών και πως συνεχώς αναζητεί χίλιες και μια εκλογικευμένες δικαιολογίες ώστε οι συνομιλίες αυτές να “επαναρχίσουν” απο εκεί που σταμάτησαν και πάντοτε υπο την αιγίδα των “καλών υπηρεσιών” του Γ.Γ. του ΟΗΕ. Ο τελευταίος και ο εκπρόσωπος του στην Κύπρο δεν λειτουργούν αυτεξούσια αλλά ως εντολοδόχοι του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού, κάτι που η δική μας πλευρά σε ελάχιστες μόνο περιπτώσεις και πάντοτε όταν ο κόμβος έφτανε στο χτένι, έχει χρησιμοποιήσει ως διαπραγματευτικό επιχείρημα και όπλο.
Κάποιος που γνωρίζει στοιχειώδες τις νοοτροπίες της εξουσιαστικής πολιτικό-οικονομικής νομενκλατούρας στην Κύπρο και την οποίαν εκφράζουν απόλυτα τα δυό μεγάλα κόμματα εξουσίας, το ΔΥΣΗ (της αμερικανικής δεξιάς) και το ΑΚΕΛ (της αμερικανικής αριστεράς), ξέρει πως η ελίτ αυτή υπήρξε κάθετα αντίθετη με την “διακοπή” ή “αναστολή” των λεγόμενων “κυπριακής ιδιοκτησίας” συνομιλιών και πως συνεχώς αναζητεί χίλιες και μια εκλογικευμένες δικαιολογίες ώστε οι συνομιλίες αυτές να “επαναρχίσουν” απο εκεί που σταμάτησαν και πάντοτε υπο την αιγίδα των “καλών υπηρεσιών” του Γ.Γ. του ΟΗΕ. Ο τελευταίος και ο εκπρόσωπος του στην Κύπρο δεν λειτουργούν αυτεξούσια αλλά ως εντολοδόχοι του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού, κάτι που η δική μας πλευρά σε ελάχιστες μόνο περιπτώσεις και πάντοτε όταν ο κόμβος έφτανε στο χτένι, έχει χρησιμοποιήσει ως διαπραγματευτικό επιχείρημα και όπλο.
Η εξουσιαστική νομενκλατούρα του τόπου έχει εγκλωβιστεί σε αυτή την
διεθνώς θεσμοθετημένη “διαδικασία των συνομιλών” ( “negotiating
process”), “τσιμεντωμένη” θα την έλεγε ο τ. Πρόεδρος Χριστόφιας, και
αδυνατεί να σκεφτεί, να προβληματιστεί και να αναζητήσει εναλλακτικές
στρατηγικές. Κατά την εξουσιαστική ελίτ “εναλλακτικές ” πολιτικές και
στρατηγικές δεν υπάρχουν πέραν της υφιστάμενης που ακολουθείται. Και
προχωρούν παραπέρα και κατηγόρουν άμεσα ή έμμεσα όσους
επιχειρηματολογούν υπέρ αναθεώρησης της υφιστάμενης “στρατηγικής”, ( αν
θα μπορούσε κάν να ονομασθεί ως τέτοια ) ως “εθνικιστές”, ως
“ακροδεξιούς/φασιστες” ακόμη και ως “πολεμοχαρείς”. Και το χειρότερο για
τα κυπριακά δεδομένα, τους κατηγορούν πως με τις μή “ρεαλιστικές”
τους, τάχατες, θέσεις και εισηγήσεις ρίχνουν νερό στον μύλο της “τελικής
διχοτόμησης”.
Ο παμπούλας της “διχοτόμησης” παραμένει η αγαπημένη επωδός της
εξουσιαστικής νομενκλατούρας. Η επίκληση του γίνεται κάθε φορά που η
αναποτελεσματική πολιτική των ταγών συγκρούεται με τα πράγματα. Και τα
πράγματα είναι η φασιστική επιμονή της ´Αγκυρας, την οποία συνεπικουρούν
οι Δυτικοί πάτρωνές της, να επιβάλει μια “Τουρκική ειρήνη” στην Κύπρο,
όπου δεν θα υπάρχει και δεν θα λειτουγεί συκροτημένο και αυτεξούσιο
κράτος παρά ένα ενεργούμενο απο την ´Αγκυρα πολιτικό μόρφωμα. Εξ´ορισμού
η “Τουρκική ειρήνη” συνεπάγεται την κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Εξυπακούεται πως κάτι τέτοιο δεν μπορεί να υλοποιηθεί, χίλια χρόνια
τουρκικά και να περάσουν, αν δεν συναινέση η μεγάλη πλειοψηφία του
κυπριακού λαού. Με το πέρασμα και μόνο του χρόνου κανένα διεθνές
πρόβλημα δεν επιλύεται. Όσοι έχουν αντίθετη άποψη ας κάνουν μια
αναδρομή στα γεγονότα και προβλήματα του μεταπολέμου.
Ανακινώντας και επαναφέροντας συνεχώς το ζήτημα της “τελικής
διχοτόμησης”, υπογραμμίζοντας πάντοτε το “τελική”, ως εάν η υφιστάμενη
κατάσταση θα αναιρεθεί, η εξουσιαστική ελίτ εκμεταλλεύεται μια βαθειά
ριζωμένη ψύχωση του λαού κατά της διχοτόμησης της πατρίδας του. Το
επιχείρημα της επαπειλούμενης διχοτόμησης είναι, ήταν και παραμένει
έωλο. Και στην ουσία λειτουργεί ως σλόγκαν και, χειρότερα, γίνεται
υποκατάστατο της κριτικής σκέψης. Σε πρώτο επίπεδο, η Κύπρος είναι ήδη
ντε φάκτο διχοτομημένη λόγω της τουρκικής επιδρομής του 1974 (όχι απο το
1964 όπως ισχυρίζονται μερικοί, διότι οι λιγοστοί τουρκικοί θύλακες δεν
είχαν απολύτως καμιά πολιτική σημασία και οι οποίοι, παραμονές του
προδοτικού πραξικοπήματος, βρίσκονταν υπο κατάρρευση) και καμιά αλλαγή
στην κατάσταση αυτή δεν καταγράφεται, ανεξάρτητα απο τα καθημερινά
πανηγύρια των “πλατφορμιστών” και πάρα πολλών άλλων που έχουν
μετατρέψει την “επαναπροσέγγιση” σε βιοποριστικό επάγγελμα. Η
“επανένωση” που θα προκύψει, αν ευθυγραμμιστούν ποτέ τα άστρα όπως
κάποιοι επιδιώκουν και οραματίζονται, θα είναι πλέον η διεθνώς
νομιμοποιημένη διχοτόμηση και μάλιστα δομημένη με ρατσιστικά κριτηρία.
Είναι τότε που θα υπάρχει “τελική” διχοτόμηση και η λέξη “επανενωποίηση”
θα αποκτήσει το παραγματικό οργουελιανό της νόημα.
Σε δεύτερο επίπεδο, αλλά πιο σημαντικό, η ´Αγκυρα έχει απο το 1964
εγκαταλείψει την διχοτόμηση ως στρατηγικό της ζητούμενο. Εδώ και μισό
αιώνα οι Τούρκοι έχουν κατανοήσει και εμπέδωσει πως μια πραγματικά
διχοτομημένη Κύπρος όχι μόνο δεν τους επιλύει το, κατά την δική τους
αντίληψη “δίλημα ασφάλειας” η “ανασφάλειας”, αλλά αντίθετα το
επιδεινώνει. Εάν η Άγκυρα επικαλείται και αυτή την “τελική διχοτόμηση”,
το πράττει ως μέρος μιας στρατηγικής ψυχολογικού πολέμου εκμεταλλευόμενη
την ψύχωση του κυπριακού λαού εναντίον της. Εάν η δική μας πλευρά δεν
έχει, μετά απο πενήντα χρόνια, κατανοήσει τί επιδιώκει η Άγκυρα και
λειτουργεί με βάση την παραδοχή της διχοτόμησης, λειτουργεί σε ένα
σουρρεαλιστικό κόσμο και συνεπώς δεν μπορεί να ανάπτυξει στρατηγικές
αποτελεσματικής διαπραγμάτευσης με την άλλη πλευρά. Ούτε διχοτόμηση
επιδιώκει η Τουρκία στην Κύπρο, ούτε το λογικό της επακόλουθο που είναι
τα “δυό κράτη”. Ένα κράτος θέλει η ´ Αγκυρα – ένα κράτος “μαϊμού”,
αλλιώς έαν κράτος “μασκαραλίκι”.
Αναζητώντας εναλλακτικές στρατηγικές για την αντιμετώπιση της
τουρκικής βουλιμίας και των φασιστικών νοοτροπίων της ´Αγκυρας, οι ταγοί
του τόπου πρέπει να ξεπεράσουν και μια άλλη βαθειά εμπεδωμένη αντίληψη
που δεν περιορίζεται μόνο σε αυτούς αλλά χαρακτηρίζει και μια ευρύτερη
σχολή σκέψης. Αυτή είναι η ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση ή ορθότερα
“συμβατική σοφία”, πως σε μια διαπραγμάτευση η άλλη πλευρά θα
“υποχώρησει” εφόσον γίνει απογορευτικό το κόστος της συμπεριφοράς της.
Θεωρητικά αυτό μπορεί να ισχύει. Και η γενική παραδοχή ως προς την
συμπεριφορά των κρατών στη διεθνή πολιτική είναι πως τα κράτη είναι
“ορθολογικοί δρώντες” και πως αυτά πάντοτε εξυπηρετούν το καλώς νοούμενο
συμφέρον τους. Πέραν όμως περιπτώσεων υπαρξιακών απειλών και διλημμάτων
ασφαλείας, το κράτη δεν συμπεριφέρονται “ορθολογιστικά”.
Και δεν
αλλάζουν πολιτικές επειδη αυτές συνεπάγονται κόστη. Αντίθετα μάλιστα
είναι τα πάθη, εθνικά και μή, που κυριαρχούν στην διαδικασία λήψης
αποφάσεων. Τα παραδείγματα είναι πάμπολλα με πιό πρόσφατο παράδειγμα την
“τιμωρητική” πολιτική του Βερολίνου έναντι στην Αθήνα.
Η “πρεμούρα” της εξουσιαστικής ελίτ για επανέναρξη των συνομιλιών
δυναμιτίζει εκ προοιμίου την διαπραγματευτική θέση της Κύπρου έναντι στη
´Αγκυρα αλλά και έναντι της Γραμματείας του ΟΗΕ και του εκπρόσωπου της
´Εσπεν Μπαρθ ´Αιντα. Η δεύσμευση στη βάση της “Δικοινοτικής Διζωνικής
Ομοσπονδίας” σημαίνει πως με τον “επιτυχή” τερματισμό τους, η Κυπριακή
Δημοκρατία θα παύσει να υφίσταται. Με τα υφιστάμενα δεδομένα κανένα αλλο
αποτέλεσμα δεν μπορεί να προκύψει παρά αυτό. Η κατάλυση του κράτους του
1960 είναι το στρατηγικο ζητούμενο για την Άγκυρα και των ενεργούμενων
της στην Κύπρο και όχι μόνο. Και γι’αυτό κόπτονται για την επανέναρξη
τους. Διότι γνωρίζουν εκ των προτέρων το αποτέλεσμα. Επιπλέον τούτη την
φορά ο ´Εσπεν Μπαρθ Άιντα και η λεγόμενη “Διεθνής Κοινότητα” που
εκπροσωπεί, σχεδιάζουν με βάση την εμπειρία του παρελθόντος και
επεξεργάζονται την εξουδετέρωση κάθε μορφής αποτελεσματικής αντίδρασης
εκ μέρους της Λευκωσίας , ώστε η τελευταία να μην έχει “οξυγόνο”να
αναπνεύσει. Έστι η Λευκωσία θα υποκύψει ή θα θεωρηθεί υπαίτιος για ένα
ακόμη φιάσκο με ότι αυτό συνεπάγεται.
Η Τουρκία μπορεί να αντιμετωπισθεί αποτελεσματικά όχι με την λογική
της “αύξησης του κόστους της αδιαλλαξίας της” και για την οποία
“λογική” δεν έχει, δυστυχώς, συμμάχους η Λευκωσία, αλλά μέσω μια
εναλλακτικης στρατηγικής γνωστής και ως “στρατηγική της έμμεσης
προσέγγισης” ( “indirect approach/strategy”). Η Κύπρος δεν είναι “μικρό”
κράτος. Κάθε άλλο. Είναι όμως αδύναμο κράτος.Την αδυναμία της αυτή
μπορεί να την θεράπευσει εκμεταλλευόμενη την ισοτιμία της μεσα στο
διακρατικό σύστημα.
Ως ισότιμος δρών , δηλαδή ισότιμος παίκτης του συστήματος, η
Κύπρος έχει μια μεγάλη γκάμα επιλογών που της επιτρέπουν να αύξησει την
διαπραγματευτική της ικανότητα έναντι τρίτων. Τα πεδία δράσης είναι
πολλά αλλά το πιό αποτελεσματικό είναι αυτό της ισότιμης συμμετοχής της
στην Ευρωπαϊκή ´Ενωση και η ανάγκη της Τουρκίας να ενταχθεί σε αυτή.
Όσοι επιχειρηματολογούν πως η ´ Αγκυρα δεν επιθυμεί ένταξη στην ΕΕ,
είναι βαθειά , πολύ βαθειά νυχτωμένοι.
Δεν γνωρίζω αν στην Λευκωσία έχουν καταλάβει πως η “επανέναρξη” των
συνομιλίων , που τοποθέτειται κάπου τον Μάιο, είναι άμεσα
διασυνδεδεμένη με μια πολύ καλά οργανωμένη προσπαθεία των δυνάμεων των
Ευρωατλαντιστών για να αρθούν τα οποία “εμπόδια” για ομαλή και επιτυχή
εξέλιξη των διραγματεύσεων Άγκυρας-Βρυξελλών. Και τα εμπόδια είναι
ουσιαστικά ένα. Η Κύπρος. Μια σύγκριση στα “χρονοδιαγράμματα” για την
“επανέναρξη” των συνομιλιών για το κυπριακό και αυτών των Βρυξέλλων με
την ´Αγκυρα, θα καταδείξει την ύπαρξη αλληλουχίας και συνεπώς και
διασύνδεσης ( “linkage “). Κάτι τέτοιο επιτρέπει στη Λευκωσία να
αναπτύξει και να εφαρμόσει μια έμμεση στρατηγική έναντι της ´Αγκυρας και
των υποστηρικτών. Η στρατηγική αυτή θα αύξηση κάθετα την
διαπραγματευτική δύναμη της Λευκωσίας και ταυτόχρονα θα δημιουργήσει
πολλά διλήμματα πολιτικής στην Τουρκία και το “ευρωατλαντικό”της λόμπι.
Ποιός όμως και ποιές πολιτικές δυνάμεις θα επεξεργασθουν και θα
εφαρμόσουν μια τέτοια στρατηγική έμμεσης προσεγγίσης; Αυτοί που
“καίγονται” για την επανέναρξη των συνομιλίων για να αποφευχθεί τάχατες η
“τελική διχοτόμηση” της Κύπρου; Αν υπάρχει κυπριακό κράτος μέχρι τις
βουλευτικές εκλογές του 2016 ίσως, ίσως λέω, να επιβιώσει το κράτος και
πάρα πέρα. Και μαζί του και οι πολίτες του. Φοβάμαι όμως το αντίθετο.
Και να φανταστείται πως υπάρχουν και πολιτικές δυνάμεις που κάνουν
σχεδιασμούς ακόμη και για τις προεδρικές του 2018! Εκτός και αν εγώ δεν
έχω καταλάβει και οι σχεδιασμοί αφορούν στην διεκδίκηση της “εκ
περιτροπής προεδρίας” της ΔΔΟ!