Του Κώστα Ράπτη
Είναι δύσκολο να ικανοποιήσει κανείς τον Tayyip Erdoğan. Πόσω μάλλον που
ο Τούρκος πρόεδρος, πάντοτε έτοιμος για μάχη, αρέσκεται να ανακαλύπτει
εχθρούς. Και μέχρι τώρα καταφέρνει να τους συντρίβει – είτε πρόκειται
για το “βαθύ κράτος” των στρατηγών, είτε για τους “υποκινούμενους”
αντικυβερνητικούς διαδηλωτές, είτε, όπως στις μέρες μας, για το
“παράλληλο κράτος” του πρώην συμμάχου του Fethullah Gülen. Μένει να
κριθεί αν θα τα καταφέρει και με τον κεντρικό τραπεζίτη της Τουρκίας
Erdem Başçı.
Είναι παράδοξο, αλλά ο Başçı διορίσθηκε στη διοίκηση της κεντρικής
τράπεζας κατόπιν επιμονής του Erdoğan – και αφού εγκατέλειψε την
προεδρία της Δημοκρατίας ο κεμαλιστής Ahmet Necdet Sezer ο οποίος έθετε
βέτο στη συγκεκριμένη υποψηφιότητα. Όμως το τελευταίο διάστημα ο Başçı
αποτελεί στόχο σχεδόν καθημερινών φραστικών επιθέσεων του Erdoğan και
όλων των μεγαλόσχημων του κυβερνώντος κόμματος.
Ο λόγος; Το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης διακρίνεται από μία εμμονή με τα χαμηλά επιτόκια – όχι τόσο για λόγους ισλαμικής ευσέβειας, όσο από την ανάγκη να διαιωνίζεται η εικόνα της (κατά ένα μέρος πλαστής) ευημερίας που εξασφάλισαν οι κυβερνώντες στη σημερινή Τουρκία. Ανάγκη, που γίνεται βεβαίως επιτακτική πέντε μήνες πριν από τις βουλευτικές εκλογές, όπου ο Ahmet Davutoğlu, στην πρώτη του αναμέτρηση ως πρωθυπουργός, θα πρέπει να φέρει στον Erdoğan το τρόπαιο μιας αυξημένης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας δύο τρίτων, ώστε το πολίτευμα να μετατραπεί και de jure, μέσω συνταγματικής αναθεώρησης, σε προεδρικό.
Πολύ περισσότερο, όταν ο ρυθμός ανάπτυξης του τρίτου τριμήνου του 2014 διαμορφώθηκε στο 1,7% (σε χαμηλό διετίας), αρκετά κάτω από την πρόβλεψη του Reuters για 3% και τον στόχο της κυβέρνησης για 4% καθ΄ όλο το έτος.
Όμως, ο Başçı επιμένει να κινείται με τεχνοκρατικά κριτήρια. Μάλιστα, τον Ιανουάριο του 2014 υπερδιπλασίασε το βασικό επιτόκιο στο 10%, προκειμένου να στηρίξει τη λίρα, εν μέσω των κλυδωνισμών που επέφερε η ανακοίνωση του τερματισμού της “ποσοτικής διευκόλυνσης” από την Fed. Από τον Ιούνιο και μετά, ακολούθησαν τρεις διαδοχικές αποφάσεις αποκλιμάκωσης των επιτοκίων – όμως η νομισματική πολιτική παρέμεινε έκτοτε αμετάβλητη για έξι μήνες, εντείνοντας τον εκνευρισμό των κυβερνώντων.
Χαρακτηριστικά, σε συνάντηση με νέους επιχειρηματίες στις 16 Ιανουαρίου ο Erdoğan εξαπέλυσε και πάλι μύδρους κατά της κεντρικής τράπεζας, προειδοποιώντας ότι θα καλέσει ενώπιόν του τη διοίκησή της, για να δώσει εξηγήσεις για τις επιλογές της.
Ο Başçı έδειξε να κάμπτεται: στη συνεδρίαση της 20ης Ιανουαρίου η διοίκηση της Τράπεζας της Τουρκίας μείωσε κατά 50 μονάδες βάσης το βασικό της επιτόκιο (των εβδομαδιαίων πράξεων επαναγοράς) από το 8,25% στο 7,75%. Επιχειρήματα για να δικαιολογήσει αυτή την απόφαση είχε αρκετά, καθώς ο ονομαστικός πληθωρισμός υποχώρησε τον Δεκέμβριο στο 8,17% από 9,15% τον προηγούμενο μήνα, ενώ η ραγδαία υποχώρηση της τιμής του πετρελαίου περιορίζει το τουρκικό έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών. Επιπλέον, σε μια κίνηση αυτο-δικαίωσης, ο Başçı απέδωσε την μείωση των επιτοκίων στην “αποτελεσματικότητα” της περιοριστικής πολιτικής που ακολουθήθηκε το προηγούμενο διάστημα.
Ωστόσο, με δεδομένο ότι ο πληθωρισμός πολύ απέχει ακόμη από τον επίσημο στόχο της κεντρικής τράπεζας που ορίζεται στο 5%, οποιαδήποτε στροφή στο φτηνό χρήμα φαντάζει εξαιρετικά πρόωρη – ιδίως δύο ημέρες πριν τις εξαγγελίες της κεντρικής τράπεζας της ευρωζώνης (υπ΄ αριθμόν ένα εμπορικού εταίρου της Τουρκίας) και την ακριβή στάθμιση του αντίκτυπου τους. Εξ ού και η κίνηση του Başçı υπήρξε ημιτελής: ο “επιτοκιακός διάδρομος” του ημερήσιου δανεισμού (χορηγήσεων 11,25%, καταθέσεων 7,5%), στον οποίο κατεξοχήν δίνουν προσοχή οι αγορές, έμεινε άθικτος.
Το άμεσο αποτέλεσμα των ανακοινώσεων της κεντρικής τράπεζας ήταν η ενίσχυση των κρατικών τίτλων, με την απόδοση των διετών ομολόγων να υποχωρεί από το 7,27% στο 7,18%. Δεν πέρασε όμως πολλή ώρα και ακολούθησε ομοβροντία επικριτικών δηλώσεων από κυβερνητικά στελέχη όπως ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Numan Kurtulmuş, ο υπουργός Οικονομίας Nihat Zeybekci κ.ά., που κατέστησαν σαφές ότι θα προτιμούσαν μια μείωση του επιτοκίου της τάξης των 2 ποσοστιαίων μονάδων και κατήγγειλαν την “ασυμβατότητα” της πολιτικής της κεντρικής τράπεζας με το “αναπτυξιακό έργο” της κυβέρνησης. Κατόπιν αυτού, η λίρα υποχώρησε στο χαμηλό 15ημέρου.
Το αν η Τουρκία έχει την πολυτέλεια να υπονομεύει την αξιοπιστία της κεντρικής τράπεζας είναι κάτι που θα απαντηθεί σύντομα, άπαξ και οι επενδυτές παγιώσουν την πεποίθηση ότι ο ρόλος του Başçı δεν είναι να “διαπλάθει” το κλίμα, αλλά να διαπλάθεται...
Ο λόγος; Το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης διακρίνεται από μία εμμονή με τα χαμηλά επιτόκια – όχι τόσο για λόγους ισλαμικής ευσέβειας, όσο από την ανάγκη να διαιωνίζεται η εικόνα της (κατά ένα μέρος πλαστής) ευημερίας που εξασφάλισαν οι κυβερνώντες στη σημερινή Τουρκία. Ανάγκη, που γίνεται βεβαίως επιτακτική πέντε μήνες πριν από τις βουλευτικές εκλογές, όπου ο Ahmet Davutoğlu, στην πρώτη του αναμέτρηση ως πρωθυπουργός, θα πρέπει να φέρει στον Erdoğan το τρόπαιο μιας αυξημένης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας δύο τρίτων, ώστε το πολίτευμα να μετατραπεί και de jure, μέσω συνταγματικής αναθεώρησης, σε προεδρικό.
Πολύ περισσότερο, όταν ο ρυθμός ανάπτυξης του τρίτου τριμήνου του 2014 διαμορφώθηκε στο 1,7% (σε χαμηλό διετίας), αρκετά κάτω από την πρόβλεψη του Reuters για 3% και τον στόχο της κυβέρνησης για 4% καθ΄ όλο το έτος.
Όμως, ο Başçı επιμένει να κινείται με τεχνοκρατικά κριτήρια. Μάλιστα, τον Ιανουάριο του 2014 υπερδιπλασίασε το βασικό επιτόκιο στο 10%, προκειμένου να στηρίξει τη λίρα, εν μέσω των κλυδωνισμών που επέφερε η ανακοίνωση του τερματισμού της “ποσοτικής διευκόλυνσης” από την Fed. Από τον Ιούνιο και μετά, ακολούθησαν τρεις διαδοχικές αποφάσεις αποκλιμάκωσης των επιτοκίων – όμως η νομισματική πολιτική παρέμεινε έκτοτε αμετάβλητη για έξι μήνες, εντείνοντας τον εκνευρισμό των κυβερνώντων.
Χαρακτηριστικά, σε συνάντηση με νέους επιχειρηματίες στις 16 Ιανουαρίου ο Erdoğan εξαπέλυσε και πάλι μύδρους κατά της κεντρικής τράπεζας, προειδοποιώντας ότι θα καλέσει ενώπιόν του τη διοίκησή της, για να δώσει εξηγήσεις για τις επιλογές της.
Ο Başçı έδειξε να κάμπτεται: στη συνεδρίαση της 20ης Ιανουαρίου η διοίκηση της Τράπεζας της Τουρκίας μείωσε κατά 50 μονάδες βάσης το βασικό της επιτόκιο (των εβδομαδιαίων πράξεων επαναγοράς) από το 8,25% στο 7,75%. Επιχειρήματα για να δικαιολογήσει αυτή την απόφαση είχε αρκετά, καθώς ο ονομαστικός πληθωρισμός υποχώρησε τον Δεκέμβριο στο 8,17% από 9,15% τον προηγούμενο μήνα, ενώ η ραγδαία υποχώρηση της τιμής του πετρελαίου περιορίζει το τουρκικό έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών. Επιπλέον, σε μια κίνηση αυτο-δικαίωσης, ο Başçı απέδωσε την μείωση των επιτοκίων στην “αποτελεσματικότητα” της περιοριστικής πολιτικής που ακολουθήθηκε το προηγούμενο διάστημα.
Ωστόσο, με δεδομένο ότι ο πληθωρισμός πολύ απέχει ακόμη από τον επίσημο στόχο της κεντρικής τράπεζας που ορίζεται στο 5%, οποιαδήποτε στροφή στο φτηνό χρήμα φαντάζει εξαιρετικά πρόωρη – ιδίως δύο ημέρες πριν τις εξαγγελίες της κεντρικής τράπεζας της ευρωζώνης (υπ΄ αριθμόν ένα εμπορικού εταίρου της Τουρκίας) και την ακριβή στάθμιση του αντίκτυπου τους. Εξ ού και η κίνηση του Başçı υπήρξε ημιτελής: ο “επιτοκιακός διάδρομος” του ημερήσιου δανεισμού (χορηγήσεων 11,25%, καταθέσεων 7,5%), στον οποίο κατεξοχήν δίνουν προσοχή οι αγορές, έμεινε άθικτος.
Το άμεσο αποτέλεσμα των ανακοινώσεων της κεντρικής τράπεζας ήταν η ενίσχυση των κρατικών τίτλων, με την απόδοση των διετών ομολόγων να υποχωρεί από το 7,27% στο 7,18%. Δεν πέρασε όμως πολλή ώρα και ακολούθησε ομοβροντία επικριτικών δηλώσεων από κυβερνητικά στελέχη όπως ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Numan Kurtulmuş, ο υπουργός Οικονομίας Nihat Zeybekci κ.ά., που κατέστησαν σαφές ότι θα προτιμούσαν μια μείωση του επιτοκίου της τάξης των 2 ποσοστιαίων μονάδων και κατήγγειλαν την “ασυμβατότητα” της πολιτικής της κεντρικής τράπεζας με το “αναπτυξιακό έργο” της κυβέρνησης. Κατόπιν αυτού, η λίρα υποχώρησε στο χαμηλό 15ημέρου.
Το αν η Τουρκία έχει την πολυτέλεια να υπονομεύει την αξιοπιστία της κεντρικής τράπεζας είναι κάτι που θα απαντηθεί σύντομα, άπαξ και οι επενδυτές παγιώσουν την πεποίθηση ότι ο ρόλος του Başçı δεν είναι να “διαπλάθει” το κλίμα, αλλά να διαπλάθεται...