Σπύρος Λίτσας Τι προσέφερε τελικώς η επίσκεψη του Τούρκου πρωθυπουργού; Το
απόλυτο τίποτα! Ηταν άκρως απογοητευτικό -στην αγγλική θα αποδιδόταν ως
the absolute waste of time- να ακούς Τούρκους αξιωματούχους να καλούν
την ελληνική πλευρά να δημιουργήσουν κάτι μαζί, «αφού έχουν τα αβγά, το
βούτυρο και το ζυμάρι», ενώ «Ελλάδα και Τουρκία μπορούν να ακολουθήσουν
το παράδειγμα των πουλιών και των ψαριών του Αιγαίου»! Κι όλα αυτά με το
«Barbaros» να κόβει βόλτες στον εθνικό θαλάσσιο χώρο της Κυπριακής
Δημοκρατίας. Μηδέν από μηδέν μηδέν και εις το πηλίκο τίποτα.Τι περιμέναμε, αλήθεια, από αυτήν την επίσκεψη, όταν α) η Τουρκία
έχει κλιμακώσει τις προκλήσεις της απέναντι σε Ελλάδα και Κύπρο σε
ιστορικά επίπεδα ανορθολογισμού, β) η τουρκική εξωτερική πολιτική βιώνει
μια παρατεταμένη κρίση μεγαλείου, γ) όταν ακόμα και οι πλέον θετικά
διακείμενοι προς την Τουρκία πολιτικοί παράγοντες στις δυτικές
πρωτεύουσες εκφράζουν ανοικτά πλέον την ανησυχία τους με τις ποιοτικές
επιλογές που εφαρμόζει η Αγκυρα στην αντιμετώπιση του ISIL ή στη στήριξη
του κουρδικού παράγοντα.
Επρεπε λοιπόν η ελληνική πλευρά να αρνηθεί την επίσκεψη του Τούρκου πρωθυπουργού στην Αθήνα σε μια τόσο φορτισμένη στιγμή; Σε καμία των περιπτώσεων. Η ελληνική Πολιτεία από το 1974 και μετά έχει επενδύσει στην ποιοτική διαφοροποίησή της από την τουρκική συμπεριφορά. Η Ελλάδα είναι δύναμη ευθύνης και ειρήνης στην ανατολική Μεσόγειο. Δεν ρίχνει λάδι στη φωτιά και σε κάθε ευκαιρία επιδιώκει να αποκλιμακώνει την υπερσυσσώρευση αρνητικών φορτίων που προκαλούνται από τον μαξιμαλισμό της Αγκυρας. Η στάση αυτή έχει πετύχει κανείς σήμερα στο διεθνές σύστημα να μην είναι σε θέση να κατηγορήσει την Ελλάδα για επιθετικότητα, μη ευελιξία και συγκρουσιακή διάθεση. Είναι αυτό αρκετό από μόνο του να ενισχύσει τα εθνικά μας συμφέροντα; Σε καμία περίπτωση, αλλά δίνει τη δυνατότητα στην Αθήνα να διαφοροποιείται από τις αδιέξοδες τακτικές του προβληματικού γείτονα. Ορθά λοιπόν η ελληνική πλευρά δέχθηκε την τουρκική αποστολή στην Αθήνα -αν και θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί οι γνωστές υπερβολές μετατροπής του κέντρου των Αθηνών σε non go area- για να προβάλει ξανά τον διπολισμό της Αγκυρας, που, ενώ μιλά για «ψάρια, πουλιά, βούτυρα, αβγά και ζύμες», προσποιούμενη τον αγαθό Ανατολίτη, ταυτοχρόνως λειτουργεί ως ταύρος εν υαλοπωλείο, αποζητώντας ρήξεις, συγκρούσεις και θερμά επεισόδια.
Μπορεί να μας οδηγήσει σε κάποιο σημείο η στάση αυτή που κρατά η ελληνική πλευρά από το 1974 και μετά απέναντι στην Τουρκία; Ναι, υπό προϋποθέσεις. Να μπορέσει η Ελλάδα να εκμεταλλευτεί υπέρ της την έλλειψη εμπιστοσύνης που οι ΗΠΑ δείχνουν απέναντι στην Τουρκία, να ενισχύσει σε επίπεδο ενεργητικής διπλωματικής αποτροπής τις στενές σχέσεις με Ισραήλ και Αίγυπτο και, βέβαια, να τονώσει τους πυλώνες των πολιτικών αυτοβοήθειας στο εσωτερικό του κράτους, που θα μας επιτρέψουν να ενισχύσουμε τους αποτρεπτικούς μηχανισμούς σκληρής ισχύος μας.
Μπορούμε να ζήσουμε ειρηνικά με την Τουρκία; Αυτός είναι ο στόχος της ελληνικής πλευράς διαχρονικά, από τη Μικρασιατική Καταστροφή και μετά, αλλά οι πολύχρονες πολιτικές του κατευνασμού πλέον έχουν δυσχεράνει την προοπτική αυτή. Η διαιώνιση της έντασης στην ανατολική Μεσόγειο έχει υπαίτιο. Είναι η τουρκική εξωτερική πολιτική, η συνέχιση της κατοχής της βόρειας Κύπρου, η αμφισβήτηση της εθνικής κυριαρχίας μας στο Αιγαίο και η τεχνητή ένταση που η Αγκυρα επιδιώκει να παράγει στη Θράκη. Πώς μπορεί αυτό να αλλάξει; Πατώντας δυνατά στα πόδια μας, από τη μία, και, από την άλλη, εξηγώντας με σαφήνεια στους Δυτικούς συμμάχους μας τα αδιέξοδα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, που θα αρχίσουν να γίνονται ακόμα πιο εμφανή στο αμέσως προσεχές διάστημα, κυρίως όταν η ενεργειακή συνεργασία μεταξύ Αγκυρας και Μόσχας αρχίσει να παίρνει σάρκα και οστά. Κανείς δεν πλήττει σε αυτήν τη γωνιά του πλανήτη. Αυτό είναι το μόνο σίγουρο.
Σπύρος Ν. Λίτσας