Λευκωσία: Σε τουρκικό σχέδιο, ημερομηνίας 14
Σεπτεμβρίου 1963, το οποίο φέρει την υπογραφή του αντιπροέδρου της
Κυπριακής Δημοκρατίας δρα Φαζίλ Κουτσιούκ και του προέδρου της Τουρκικής
Κοινοτικής Συνέλευσης Ραούφ Ντενκτάς προαναγγέλλεται στην ουσία η
ανακήρυξη του ψευδοκράτους.Αξιολογώντας την πορεία της Κυπριακής Δημοκρατίας, τρία χρόνια μετά την
ανακήρυξή της και λίγους μήνες πριν την τουρκανταρσία, στο συγκεκριμένο
έγγραφο υποστηρίζεται: «Κατά τη γνώμη μας το έτος 1964 είναι το
κατεξοχήν έτος του Μακαρίου. Θα είναι αποφασιστικόν έτος εις το ζήτημα
της τροποποιήσεως του συντάγματος και μετά από τας σχετικάς δηλώσεις του
η Τουρκική κοινότης πλέον θα ευρίσκεται αντιμέτωπος με την υποχρέωσιν
να ακολουθήση κατά πόδας ακόμη πιο δραστήρια πολιτικήν. Ο βασικός στόχος
μιας τέτοιας δραστηριότητας πολιτικής, τι πρέπει να είναι; Η απάντησις
εις αυτήν την ερώτηση θα πρέπει να δοθή χωριστά αναλόγως των δυο
πιθανοτήτων τας οποίας θα ακολουθήσουν οι Ρωμηοί.
1. Η υπό των Ρωμηών επισήμως ακύρωσις ή προσπάθεια προς ακύρωσιν των συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου και του συντάγματος.
2. Να προχωρήσουν εις την από τριετίας συνεχιζόμενην ‘‘προσαρμογήν πράξεων’’ εις τρόπον ώστε να μην εφαρμόζεται το σύνταγμα και να φέρουν εν τη πράξει τους Τούρκους εις πραγματικήν μειονεκτική θέσιν (κατάστασιν μειονότητος).
Εις περίπτωσιν ακυρώσεως επισήμως του συντάγματος υπό των Ρωμηών ή και της προσπάθειας αυτών προς τροποποίησιν του συντάγματος, κατά την γνώμην μας ένα μόνο πράγμα υπάρχει το οποίον θα γίνη υπό της Τουρκικής Κοινότητος: να πάρη εις τα ίδια της τα χέρια τα ιδικά της πεπρωμένα και να ιδρύση μίαν Κυπριακή Δημοκρατία η οποία θα μείνη έξω από τις συμφωνίες της Ζυρίχης σύμφωνα με το θεώρημα ‘‘όταν εξαλειφθή το εμπόδιον επανέρχεται το απαγορευμένον’’... Τω όντι, σύμφωνα με τις υπάρχουσες συμφωνίες εγγυήσεων, η Μητέρα Πατρίς μπορεί να επέμβη μόνη της, εις περίπτωσιν καταργήσεως του συντάγματος επισήμως».
Το έγγραφο αυτό, που σημειώνει επίσης, ότι «όταν αρχίση ο αγώνας, η Τουρκική Κοινότης η οποία είναι διασπαρμένη εις όλην την Νήσο, να μαζευθή εις μιαν ζώνην διά της βίας και να είναι υποχρεωμένη όπως κρατήση εκείνην την ζώνην, αυτό θα εξαρτηθή από το στρατηγικόν σχέδιον το οποίον θα ετοιμάσουν οι ειδικοί», επιβεβαιώνει πλήρως τους τουρκικούς σχεδιασμούς (αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών).
Σε συνέχεια των τουρκικών σχεδίων του 1963, καθοριστικό βήμα προς την παράνομη ανακήρυξη του ψευδοκράτους του 1983, έγινε σχεδόν αμέσως μετά από την τουρκική εισβολή του 1974. Πιο συγκεκριμένα, στις 13 Φλεβάρη του 1975 ο ηγέτης της τουρκοκυπριακής κοινότητας Ραούφ Ντενκτάς ανακοίνωσε την ανακήρυξη «Τουρκικού Ομόσπονδου Κράτους της Κύπρου».
Ο κατοχικός ηγέτης επικαλέσθηκε τότε την οικονομική ασφυξία της «Βόρειας Κύπρου» και το αμερικανικό εμπάργκο που είχε επιβληθεί στην Τουρκία από το Κογκρέσο, λόγω της χρήσης αμερικανικού εξοπλισμού κατά τη διάρκεια της εισβολής στην Κύπρο. Η απόφαση λοιπόν της Άγκυρας ήταν προ πολλού ειλημμένη και αποτελούσε βήμα για εδραίωση των κατοχικών δεδομένων.
Παράλληλα, με την ενέργειά της αυτή η Τουρκία επιχειρούσε να καταγράψει τις διεθνείς αντιδράσεις για το ενδεχόμενο κλιμάκωσης παρόμοιων ενεργειών. Αντιδρώντας στην ενέργεια της Άγκυρας, το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών με ψήφισμά του τότε εξέφραζε «τη λύπη του για τη μονομερή ενέργεια της τουρκοκυπριακής πλευράς».
Το 1983, ο Πρόεδρος Κυπριανού επιδίωξε συζήτηση του Κυπριακού στα Ηνωμένα Έθνη, με στόχο να εξασφαλίσει απόφαση για σταδιακή απόσυρση των κατοχικών στρατευμάτων. Αρχικά εξασφάλισε ένα ισχυρό ψήφισμα στο πλαίσιο της συνόδου κορυφής των Αδεσμεύτων, που συνήλθε στις 12 Μαρτίου 1983. Οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων εξέφρασαν τη βαθιά τους ανησυχία για τη συνεχιζόμενη κατοχή και ζήτησαν την άμεση απόσυρση των στρατευμάτων κατοχής. Ο Κυπριανού σε συνεννόηση με την Αθήνα προώθησε τους σχεδιασμούς του για συζήτηση του Κυπριακού στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών. Δεν μπορεί να λεχθεί με σιγουριά, αν η Λευκωσία επιδίωκε, προσφεύγοντας στα Ηνωμένα Έθνη, να εκμεταλλευθεί το γεγονός ότι η Τουρκία αντιμετώπιζε εσωτερικά προβλήματα και το τουρκικό στρατιωτικό καθεστώς ασχολείτο με τις προγραμματισμένες για τις 6 Νοεμβρίου 1983 βουλευτικές εκλογές (Παύλος Τζερμιάς, Ιστορία της Κυπριακής Δημοκρατίας, τόμος Β, σ. 876).
Εν τω μεταξύ η επιδιωχθείσα συζήτηση για το Κυπριακό πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της 37ης τακτικής συνόδου της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ την περίοδο 10 με 13 Μαΐου 1983.
Αποτέλεσμα της συζήτησης ήταν η υιοθέτηση του ψηφίσματος 37/253 της 13ης Μαΐου, με το οποίο η Γενική Συνέλευση ζήτησε την άμεση απόσυρση όλων των ξένων στρατευμάτων κατοχής από την Κυπριακή Δημοκρατία. Παράλληλα, διακήρυξε το δικαίωμα της Κυπριακής Δημοκρατίας και του λαού της για την πλήρη και πραγματική κυριαρχία και για τον έλεγχο σ’ όλο το έδαφος της Κύπρου και σε όλες τις φυσικές και άλλες πηγές της. Τέλος, κάλεσε όλα τα κράτη να υποστηρίξουν την Κυβέρνηση της Κύπρου και να τη βοηθήσουν στην άσκηση αυτών των δικαιωμάτων. Υπέρ του ψηφίσματος τάχθηκαν 103 χώρες, απείχαν 20, μεταξύ αυτών οι Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ το καταψήφισαν η Τουρκία, το Πακιστάν, η Μαλαισία, η Σομαλία και το Μπαγκλαντές.
Την ίδια περίοδο η Τουρκία προχώρησε σε ακόμη ένα βήμα προς την κατεύθυνση της ανακήρυξης ψευδοκράτους. Στις 17 Ιουνίου του 1983, η «νομοθετική συνέλευση» στα κατεχόμενα, η οποία συστάθηκε από το «ομόσπονδο κράτος», υιοθέτησε απόφαση για «το αναπαλλοτρίωτο και μη δυνάμενο να καταργηθεί δικαίωμα της αυτοδιάθεσης του τουρκικού λαού της Κύπρου».
Η απόφαση εγκρίθηκε με 33 ψήφους υπέρ και 7 εναντίον, περιείχε εκτενείς αναφορές στο παρελθόν, στη βάση του οποίου επιχειρείτο να δικαιολογηθούν τα επόμενα βήματα. Παράλληλα και σε μια κίνηση που παρέπεμπε περισσότερο στις τουρκικές μεθοδεύσεις για πλήρη ενσωμάτωση των κατεχομένων στην Τουρκία, επιβλήθηκε η χρήση της τουρκικής λίρας ως το επίσημο νόμισμα των κατεχόμενων περιοχών, ενώ δημιουργήθηκε και «Κεντρική Τράπεζα».
Η διακήρυξη της «νομοθετικής συνέλευσης» συνδυάσθηκε και με τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος. Ο Ντενκτάς, όπως εξάλλου και η Άγκυρα, επεδίωκαν μέσα από το δημοψήφισμα να αναδείξουν το στοιχείο της αυτοδιάθεσης. Το ενδεχόμενο διενέργειας δημοψηφίσματος δεν προχώρησε, και η συγκεκριμένη εξέλιξη αναβλήθηκε, αφού ο Ντενκτάς είχε κληθεί στη Γενεύη από τον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, Πέρεζ ντε Κουεγιάρ, για συνάντηση και συζήτηση του Κυπριακού.
Η συνάντηση πραγματοποιήθηκε στις 4 Ιουλίου και ο Ντενκτάς παρέδωσε στον Γενικό Γραμματέα την απόφαση-διακήρυξη της «νομοθετικής συνέλευσης». Ο Γενικός Γραμματέας, από την πλευρά του, ζήτησε από τον κατοχικό ηγέτη να μην προβεί σε οποιανδήποτε άλλη ενέργεια μέχρι να αναλάβει ο ίδιος πρωτοβουλία για το Κυπριακό.
Γράφει: Κώστας Βενιζέλος
1. Η υπό των Ρωμηών επισήμως ακύρωσις ή προσπάθεια προς ακύρωσιν των συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου και του συντάγματος.
2. Να προχωρήσουν εις την από τριετίας συνεχιζόμενην ‘‘προσαρμογήν πράξεων’’ εις τρόπον ώστε να μην εφαρμόζεται το σύνταγμα και να φέρουν εν τη πράξει τους Τούρκους εις πραγματικήν μειονεκτική θέσιν (κατάστασιν μειονότητος).
Εις περίπτωσιν ακυρώσεως επισήμως του συντάγματος υπό των Ρωμηών ή και της προσπάθειας αυτών προς τροποποίησιν του συντάγματος, κατά την γνώμην μας ένα μόνο πράγμα υπάρχει το οποίον θα γίνη υπό της Τουρκικής Κοινότητος: να πάρη εις τα ίδια της τα χέρια τα ιδικά της πεπρωμένα και να ιδρύση μίαν Κυπριακή Δημοκρατία η οποία θα μείνη έξω από τις συμφωνίες της Ζυρίχης σύμφωνα με το θεώρημα ‘‘όταν εξαλειφθή το εμπόδιον επανέρχεται το απαγορευμένον’’... Τω όντι, σύμφωνα με τις υπάρχουσες συμφωνίες εγγυήσεων, η Μητέρα Πατρίς μπορεί να επέμβη μόνη της, εις περίπτωσιν καταργήσεως του συντάγματος επισήμως».
Το έγγραφο αυτό, που σημειώνει επίσης, ότι «όταν αρχίση ο αγώνας, η Τουρκική Κοινότης η οποία είναι διασπαρμένη εις όλην την Νήσο, να μαζευθή εις μιαν ζώνην διά της βίας και να είναι υποχρεωμένη όπως κρατήση εκείνην την ζώνην, αυτό θα εξαρτηθή από το στρατηγικόν σχέδιον το οποίον θα ετοιμάσουν οι ειδικοί», επιβεβαιώνει πλήρως τους τουρκικούς σχεδιασμούς (αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών).
Σε συνέχεια των τουρκικών σχεδίων του 1963, καθοριστικό βήμα προς την παράνομη ανακήρυξη του ψευδοκράτους του 1983, έγινε σχεδόν αμέσως μετά από την τουρκική εισβολή του 1974. Πιο συγκεκριμένα, στις 13 Φλεβάρη του 1975 ο ηγέτης της τουρκοκυπριακής κοινότητας Ραούφ Ντενκτάς ανακοίνωσε την ανακήρυξη «Τουρκικού Ομόσπονδου Κράτους της Κύπρου».
Ο κατοχικός ηγέτης επικαλέσθηκε τότε την οικονομική ασφυξία της «Βόρειας Κύπρου» και το αμερικανικό εμπάργκο που είχε επιβληθεί στην Τουρκία από το Κογκρέσο, λόγω της χρήσης αμερικανικού εξοπλισμού κατά τη διάρκεια της εισβολής στην Κύπρο. Η απόφαση λοιπόν της Άγκυρας ήταν προ πολλού ειλημμένη και αποτελούσε βήμα για εδραίωση των κατοχικών δεδομένων.
Παράλληλα, με την ενέργειά της αυτή η Τουρκία επιχειρούσε να καταγράψει τις διεθνείς αντιδράσεις για το ενδεχόμενο κλιμάκωσης παρόμοιων ενεργειών. Αντιδρώντας στην ενέργεια της Άγκυρας, το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών με ψήφισμά του τότε εξέφραζε «τη λύπη του για τη μονομερή ενέργεια της τουρκοκυπριακής πλευράς».
Το 1983, ο Πρόεδρος Κυπριανού επιδίωξε συζήτηση του Κυπριακού στα Ηνωμένα Έθνη, με στόχο να εξασφαλίσει απόφαση για σταδιακή απόσυρση των κατοχικών στρατευμάτων. Αρχικά εξασφάλισε ένα ισχυρό ψήφισμα στο πλαίσιο της συνόδου κορυφής των Αδεσμεύτων, που συνήλθε στις 12 Μαρτίου 1983. Οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων εξέφρασαν τη βαθιά τους ανησυχία για τη συνεχιζόμενη κατοχή και ζήτησαν την άμεση απόσυρση των στρατευμάτων κατοχής. Ο Κυπριανού σε συνεννόηση με την Αθήνα προώθησε τους σχεδιασμούς του για συζήτηση του Κυπριακού στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών. Δεν μπορεί να λεχθεί με σιγουριά, αν η Λευκωσία επιδίωκε, προσφεύγοντας στα Ηνωμένα Έθνη, να εκμεταλλευθεί το γεγονός ότι η Τουρκία αντιμετώπιζε εσωτερικά προβλήματα και το τουρκικό στρατιωτικό καθεστώς ασχολείτο με τις προγραμματισμένες για τις 6 Νοεμβρίου 1983 βουλευτικές εκλογές (Παύλος Τζερμιάς, Ιστορία της Κυπριακής Δημοκρατίας, τόμος Β, σ. 876).
Εν τω μεταξύ η επιδιωχθείσα συζήτηση για το Κυπριακό πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της 37ης τακτικής συνόδου της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ την περίοδο 10 με 13 Μαΐου 1983.
Αποτέλεσμα της συζήτησης ήταν η υιοθέτηση του ψηφίσματος 37/253 της 13ης Μαΐου, με το οποίο η Γενική Συνέλευση ζήτησε την άμεση απόσυρση όλων των ξένων στρατευμάτων κατοχής από την Κυπριακή Δημοκρατία. Παράλληλα, διακήρυξε το δικαίωμα της Κυπριακής Δημοκρατίας και του λαού της για την πλήρη και πραγματική κυριαρχία και για τον έλεγχο σ’ όλο το έδαφος της Κύπρου και σε όλες τις φυσικές και άλλες πηγές της. Τέλος, κάλεσε όλα τα κράτη να υποστηρίξουν την Κυβέρνηση της Κύπρου και να τη βοηθήσουν στην άσκηση αυτών των δικαιωμάτων. Υπέρ του ψηφίσματος τάχθηκαν 103 χώρες, απείχαν 20, μεταξύ αυτών οι Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ το καταψήφισαν η Τουρκία, το Πακιστάν, η Μαλαισία, η Σομαλία και το Μπαγκλαντές.
Την ίδια περίοδο η Τουρκία προχώρησε σε ακόμη ένα βήμα προς την κατεύθυνση της ανακήρυξης ψευδοκράτους. Στις 17 Ιουνίου του 1983, η «νομοθετική συνέλευση» στα κατεχόμενα, η οποία συστάθηκε από το «ομόσπονδο κράτος», υιοθέτησε απόφαση για «το αναπαλλοτρίωτο και μη δυνάμενο να καταργηθεί δικαίωμα της αυτοδιάθεσης του τουρκικού λαού της Κύπρου».
Η απόφαση εγκρίθηκε με 33 ψήφους υπέρ και 7 εναντίον, περιείχε εκτενείς αναφορές στο παρελθόν, στη βάση του οποίου επιχειρείτο να δικαιολογηθούν τα επόμενα βήματα. Παράλληλα και σε μια κίνηση που παρέπεμπε περισσότερο στις τουρκικές μεθοδεύσεις για πλήρη ενσωμάτωση των κατεχομένων στην Τουρκία, επιβλήθηκε η χρήση της τουρκικής λίρας ως το επίσημο νόμισμα των κατεχόμενων περιοχών, ενώ δημιουργήθηκε και «Κεντρική Τράπεζα».
Η διακήρυξη της «νομοθετικής συνέλευσης» συνδυάσθηκε και με τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος. Ο Ντενκτάς, όπως εξάλλου και η Άγκυρα, επεδίωκαν μέσα από το δημοψήφισμα να αναδείξουν το στοιχείο της αυτοδιάθεσης. Το ενδεχόμενο διενέργειας δημοψηφίσματος δεν προχώρησε, και η συγκεκριμένη εξέλιξη αναβλήθηκε, αφού ο Ντενκτάς είχε κληθεί στη Γενεύη από τον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, Πέρεζ ντε Κουεγιάρ, για συνάντηση και συζήτηση του Κυπριακού.
Η συνάντηση πραγματοποιήθηκε στις 4 Ιουλίου και ο Ντενκτάς παρέδωσε στον Γενικό Γραμματέα την απόφαση-διακήρυξη της «νομοθετικής συνέλευσης». Ο Γενικός Γραμματέας, από την πλευρά του, ζήτησε από τον κατοχικό ηγέτη να μην προβεί σε οποιανδήποτε άλλη ενέργεια μέχρι να αναλάβει ο ίδιος πρωτοβουλία για το Κυπριακό.
Γράφει: Κώστας Βενιζέλος