Η ψηφοφορία για ανάδειξη του Τουρκοκύπριου ηγέτη θα γίνει τον ερχόμενο
Απρίλιο. Όμως οι διεργασίες στα κατεχόμενα απέκτησαν δυναμικές μιας πολύ
πρόωρης εκστρατείας. Η πρόωρη επικέντρωση της κοινότητας στις
«προεδρικές», οι σοβαρές εσωκομματικές αντιπαραθέσεις στην Κεντροαριστερά (Ρεπουμπλικανικό Τουρκικό Κόμμα), αλλά και στη δεξιά
(Κόμμα Εθνικής Ενότητας και Δημοκρατικό), καθώς και η αδυναμία των
μεγαλύτερων πολιτικών κομμάτων να καταλήξουν εύκολα σε υποψηφιότητες,
αποτελούν παράγοντες που όχι μόνο κάνουν αδύνατη την πρόβλεψη του
αποτελέσματος, αλλά θέτουν νέα ερωτήματα αναφορικά με τους
προσανατολισμούς της κοινότητας και την εξελισσόμενη σχέση της με την
Τουρκία.
Τα φαινόμενα αυτά, θα πρέπει να μελετηθούν στην ιστορική τους συνέχεια αλλά και ρήξη. Η πρόσφατη ιστορία των Τουρκοκυπρίων χαρακτηρίζεται από τη θεμελιώδη αντίφαση που γέννησε – ήδη από τη δεκαετία του 1950 – το πολιτικό πρόγραμμα της εθνικιστικής ελίτ, δηλαδή η «διχοτόμηση» (Taksim). Η αντίφαση έγκειται στο πρόβλημα της χωριστής κρατικής οικοδόμησης με την οικονομική της βιωσιμότητα. Σε αυτό το πλαίσιο, το κυρίαρχο ζήτημα ήταν και παραμένει η πλήρης αποτυχία του εθνικιστικού προγράμματος να λύσει την αντίφαση μεταξύ ενός δεύτερου κράτους στην Κύπρο και της πολιτικής του οικονομίας
Η αποσταθεροποίηση της Κύπρου τη δεκαετία του 1960 εξανάγκασε στον αποκλεισμό των Τουρκοκυπρίων από την παραγωγική διαδικασία, στην αύξηση της οικονομικής εξάρτησης από την Τουρκία και στη δημιουργία ενός τεράστιου δικτύου πελατειακών σχέσεων. Αυτή η μορφή θεσμικής οικοδόμησης διευρύνθηκε μετά την εισβολή του 1974. Η βίαιη μεταφορά πλούτου (γης και άλλων μέσων παραγωγής) από τους Ελληνοκύπριους στις δομές εξουσίας των κατεχομένων, δημιούργησε μια οικονομία «πλιάτσικου», ένα διευρυμένο δημόσιο τομέα, μεγάλες κοινωνικές παροχές με στόχο την ενσωμάτωση της κοινότητας στο «κράτος», καθώς και τον πολλαπλασιασμό της χρηματοδότησης των ελλειμμάτων από την Άγκυρα.
Αυτό ήταν και το μοντέλο που κατέρρευσε στα μέσα της δεκαετίας του 1990. Από τότε η τουρκοκυπριακή κοινωνία βιώνει μια γενικευμένη κρίση που επικεντρώνονται σε όλες ανεξαιρέτως τις λειτουργίες του συστήματος εξουσίας και εκφράζεται με τη συνολική απαξίωση της χωριστής «πολιτειακής κατάστασης πραγμάτων». Όμως την ίδια στιγμή, οι διεθνείς και περιφερειακές εξελίξεις της δεκαετίας του 1990, η ενταξιακή πορεία της Κυπριακής Δημοκρατίας, η αποσταθεροποίηση της οικονομίας των κατεχομένων και η πόλωση της τουρκοκυπριακής πολιτικής πραγματικότητας, οδήγησαν στην ένταση της ιδεολογικής αντιπαράθεσης γύρω από τρείς βασικούς άξονες: τη διατήρηση της «ΤΔΒΚ», την πλήρη ενσωμάτωση των κατεχομένων στην Τουρκία, την ομοσπονδιακή επανένωση της Κύπρου και ένταξη στην Ε.Ε. Μέχρι και τα μέσα της πρώτης δεκαετίας του 2000, ο προαναφερθέν μετασχηματισμός οδήγησε στην άνοδο των φιλο-ομοσπονδιακών δυνάμεων και στην αποκαθήλωση του Ραούφ Ντενκτάς μετά από σχεδόν 50 χρόνια ηγεμονίας.
Η αποτυχία ομοσπονδιακής επίλυσης του Κυπριακού, η στροφή της Άγκυρας στην επιβολή ενός «ανολοκλήρωτου» νεοφιλελεύθερου μετασχηματισμού των κατεχομένων και συνεπώς η εμβάθυνση της γενικευμένης κρίσης, εκφράζονται τα τελευταία χρόνια με την απαξίωση της κοινωνίας από το πολιτικό σύστημα, καθώς και με τη δραστική, σχεδόν «ανεξήγητη» μετακίνηση εκλογικής δύναμης σε εντελώς αντίθετες κατευθύνσεις. Η κεντροαριστερά από το 15% στα τέλη της δεκαετίας του 1990, βρέθηκε στο 50% το 2005 και μειώθηκε σε περίπου 35%-40% το 2014. Η κεντροδεξιά από τα ποσοστά του 50%-60% των προηγούμενων δεκαετιών, βυθίστηκε σε περίπου 30% στα μέσα της πρώτης δεκαετίας του 2000 και κατάφερε να ανασυγκροτηθεί μόνο σχετικά μέχρι και το 2010, όταν στην ηγεσία της κοινότητας βρέθηκε ο Έρογλου.
Σήμερα η βασική ιστορική αντίφαση συνεχίζεται και η κρίση εντατικοποιείται. Η αντίθεση ενός μεγάλου μέρους της κοινότητας ενάντια στον εισαγόμενο τουρκικό εκσυγχρονισμό υποβόσκει, αλλά δεν έχει τρόπο ολοκληρωμένης πολιτικής έκφρασης. Την ίδια στιγμή δημιουργείται μια νέα ελίτ που δείχνει να ταυτίζεται περισσότερο με τις πολιτικές Έρντογαν, αλλά που επίσης δεν έχει διόδους συγκρότησης ενός πολιτικού προγράμματος, κυρίως λόγο της μεγάλης κοινωνικής αντιπολίτευσης.
Με αυτά τα δεδομένα και τουλάχιστον μέχρι στιγμής, οι υποψηφιότητες για την ηγεσία της κοινότητας δεν παρουσιάζουν σε καμιά περίπτωση το «ακλόνητο φαβορί». Η επιστροφή του Ακιντζί στην πολιτική δραστηριότητα έχει τις προοπτικές συσπείρωσης ενός μεγάλου μέρους της Αριστεράς εκτός του Ρεπουμπλικανικού, καθώς και άλλων ομοσπονδιακών δυνάμεων. Η Σιμπέλ Σιμπέρ του Ρεπουμπλικανικού, αποτελεί έκφραση της σχετικής επικράτησης των κοινωνικών συμμαχιών του κόμματος επί του βασικού του πυρήνα. Στηρίζεται περισσότερο στη δημοφιλία της που είναι προϊόν της απουσίας της από το παλιό δίκτυο πελατειακών σχέσεων. Την ίδια όμως στιγμή ελάχιστοι είναι αυτοί που γνωρίζουν ολοκληρωμένα τις αντιλήψεις της για τη μορφή επίλυσης του Κυπριακού, κάτι που αφήνει ανοιχτά ερωτήματα. Ο Έρογλου φαίνεται να αποτελεί για μια ακόμη φορά τον «άγνωστο Χ» της ψηφοφορίας. Δεν έχει ανακοινώσει τις προθέσεις του για πιθανή υποψηφιότητά του, εξέλιξη που παραπέμπει κυρίως στην προσπάθεια του για ανασυγκρότηση ενός μεγάλου συνασπισμού της δεξιάς. Παραπέμπει επίσης και στις σκέψεις για πιθανή υποψηφιότητα του Όζερσαϊ. Πάντως, παρά τα πολύ μεγάλα προβλήματα των παραδοσιακών κομμάτων του χώρου, η προσπάθεια φαίνεται ότι θα συνεχίζεται στα παρασκήνια μέχρι και το Νιόβρη. Είναι γεγονός ότι η γενική απαξίωση πλήττει και την προοπτική Έρογλου, όμως κανένας δε μπορεί να υποτιμήσει την ικανότητα του ως ενός από τους βασικούς αρχιτέκτονες του πελατειακού δικτύου της μεταπολεμικής εποχής.
Με αυτά τα δεδομένα, η επικείμενη ψηφοφορία φαίνεται να οδεύει προς δύο γύρους. Το τελικό της αποτέλεσμα επηρεάζεται καθοριστικά από το κλίμα που θα δημιουργείται στο τραπέζι των συνομιλιών, από τον τρόπο και την κατεύθυνση που θα επιλέξει να παρέμβει η Άγκυρα, καθώς και από το πολιτικό πρόγραμμα που θα καταρτίσουν οι υποψήφιοι με βασικό του χαρακτηριστικό τις κομματικές συνεργασίες. Πάντως η σημερινή συγκυρία που επηρεάζει την εκλογική συμπεριφορά της κοινότητας, υπογραμμίζει τα αδιέξοδα της προαναφερθείσας ιστορικής αντίφασης. Το δίλημμα που εμφανίζεται φέρει περιπλοκότητες. Αλλά παράλληλα, παραπέμπει και σε μια κάλπη που είτε θα εκφράσει την επιλογή μιας ομοσπονδιακής διευθέτησης όπως αυτή επηρεάζεται από το πέρασμα του χρόνου, είτε την επιλογή μιας πορείας σταδιακής και μακρόχρονης «ομαλοποίησης» νέου τύπου χωριστών δομών εξουσίας.
Τα φαινόμενα αυτά, θα πρέπει να μελετηθούν στην ιστορική τους συνέχεια αλλά και ρήξη. Η πρόσφατη ιστορία των Τουρκοκυπρίων χαρακτηρίζεται από τη θεμελιώδη αντίφαση που γέννησε – ήδη από τη δεκαετία του 1950 – το πολιτικό πρόγραμμα της εθνικιστικής ελίτ, δηλαδή η «διχοτόμηση» (Taksim). Η αντίφαση έγκειται στο πρόβλημα της χωριστής κρατικής οικοδόμησης με την οικονομική της βιωσιμότητα. Σε αυτό το πλαίσιο, το κυρίαρχο ζήτημα ήταν και παραμένει η πλήρης αποτυχία του εθνικιστικού προγράμματος να λύσει την αντίφαση μεταξύ ενός δεύτερου κράτους στην Κύπρο και της πολιτικής του οικονομίας
Η αποσταθεροποίηση της Κύπρου τη δεκαετία του 1960 εξανάγκασε στον αποκλεισμό των Τουρκοκυπρίων από την παραγωγική διαδικασία, στην αύξηση της οικονομικής εξάρτησης από την Τουρκία και στη δημιουργία ενός τεράστιου δικτύου πελατειακών σχέσεων. Αυτή η μορφή θεσμικής οικοδόμησης διευρύνθηκε μετά την εισβολή του 1974. Η βίαιη μεταφορά πλούτου (γης και άλλων μέσων παραγωγής) από τους Ελληνοκύπριους στις δομές εξουσίας των κατεχομένων, δημιούργησε μια οικονομία «πλιάτσικου», ένα διευρυμένο δημόσιο τομέα, μεγάλες κοινωνικές παροχές με στόχο την ενσωμάτωση της κοινότητας στο «κράτος», καθώς και τον πολλαπλασιασμό της χρηματοδότησης των ελλειμμάτων από την Άγκυρα.
Αυτό ήταν και το μοντέλο που κατέρρευσε στα μέσα της δεκαετίας του 1990. Από τότε η τουρκοκυπριακή κοινωνία βιώνει μια γενικευμένη κρίση που επικεντρώνονται σε όλες ανεξαιρέτως τις λειτουργίες του συστήματος εξουσίας και εκφράζεται με τη συνολική απαξίωση της χωριστής «πολιτειακής κατάστασης πραγμάτων». Όμως την ίδια στιγμή, οι διεθνείς και περιφερειακές εξελίξεις της δεκαετίας του 1990, η ενταξιακή πορεία της Κυπριακής Δημοκρατίας, η αποσταθεροποίηση της οικονομίας των κατεχομένων και η πόλωση της τουρκοκυπριακής πολιτικής πραγματικότητας, οδήγησαν στην ένταση της ιδεολογικής αντιπαράθεσης γύρω από τρείς βασικούς άξονες: τη διατήρηση της «ΤΔΒΚ», την πλήρη ενσωμάτωση των κατεχομένων στην Τουρκία, την ομοσπονδιακή επανένωση της Κύπρου και ένταξη στην Ε.Ε. Μέχρι και τα μέσα της πρώτης δεκαετίας του 2000, ο προαναφερθέν μετασχηματισμός οδήγησε στην άνοδο των φιλο-ομοσπονδιακών δυνάμεων και στην αποκαθήλωση του Ραούφ Ντενκτάς μετά από σχεδόν 50 χρόνια ηγεμονίας.
Η αποτυχία ομοσπονδιακής επίλυσης του Κυπριακού, η στροφή της Άγκυρας στην επιβολή ενός «ανολοκλήρωτου» νεοφιλελεύθερου μετασχηματισμού των κατεχομένων και συνεπώς η εμβάθυνση της γενικευμένης κρίσης, εκφράζονται τα τελευταία χρόνια με την απαξίωση της κοινωνίας από το πολιτικό σύστημα, καθώς και με τη δραστική, σχεδόν «ανεξήγητη» μετακίνηση εκλογικής δύναμης σε εντελώς αντίθετες κατευθύνσεις. Η κεντροαριστερά από το 15% στα τέλη της δεκαετίας του 1990, βρέθηκε στο 50% το 2005 και μειώθηκε σε περίπου 35%-40% το 2014. Η κεντροδεξιά από τα ποσοστά του 50%-60% των προηγούμενων δεκαετιών, βυθίστηκε σε περίπου 30% στα μέσα της πρώτης δεκαετίας του 2000 και κατάφερε να ανασυγκροτηθεί μόνο σχετικά μέχρι και το 2010, όταν στην ηγεσία της κοινότητας βρέθηκε ο Έρογλου.
Σήμερα η βασική ιστορική αντίφαση συνεχίζεται και η κρίση εντατικοποιείται. Η αντίθεση ενός μεγάλου μέρους της κοινότητας ενάντια στον εισαγόμενο τουρκικό εκσυγχρονισμό υποβόσκει, αλλά δεν έχει τρόπο ολοκληρωμένης πολιτικής έκφρασης. Την ίδια στιγμή δημιουργείται μια νέα ελίτ που δείχνει να ταυτίζεται περισσότερο με τις πολιτικές Έρντογαν, αλλά που επίσης δεν έχει διόδους συγκρότησης ενός πολιτικού προγράμματος, κυρίως λόγο της μεγάλης κοινωνικής αντιπολίτευσης.
Με αυτά τα δεδομένα και τουλάχιστον μέχρι στιγμής, οι υποψηφιότητες για την ηγεσία της κοινότητας δεν παρουσιάζουν σε καμιά περίπτωση το «ακλόνητο φαβορί». Η επιστροφή του Ακιντζί στην πολιτική δραστηριότητα έχει τις προοπτικές συσπείρωσης ενός μεγάλου μέρους της Αριστεράς εκτός του Ρεπουμπλικανικού, καθώς και άλλων ομοσπονδιακών δυνάμεων. Η Σιμπέλ Σιμπέρ του Ρεπουμπλικανικού, αποτελεί έκφραση της σχετικής επικράτησης των κοινωνικών συμμαχιών του κόμματος επί του βασικού του πυρήνα. Στηρίζεται περισσότερο στη δημοφιλία της που είναι προϊόν της απουσίας της από το παλιό δίκτυο πελατειακών σχέσεων. Την ίδια όμως στιγμή ελάχιστοι είναι αυτοί που γνωρίζουν ολοκληρωμένα τις αντιλήψεις της για τη μορφή επίλυσης του Κυπριακού, κάτι που αφήνει ανοιχτά ερωτήματα. Ο Έρογλου φαίνεται να αποτελεί για μια ακόμη φορά τον «άγνωστο Χ» της ψηφοφορίας. Δεν έχει ανακοινώσει τις προθέσεις του για πιθανή υποψηφιότητά του, εξέλιξη που παραπέμπει κυρίως στην προσπάθεια του για ανασυγκρότηση ενός μεγάλου συνασπισμού της δεξιάς. Παραπέμπει επίσης και στις σκέψεις για πιθανή υποψηφιότητα του Όζερσαϊ. Πάντως, παρά τα πολύ μεγάλα προβλήματα των παραδοσιακών κομμάτων του χώρου, η προσπάθεια φαίνεται ότι θα συνεχίζεται στα παρασκήνια μέχρι και το Νιόβρη. Είναι γεγονός ότι η γενική απαξίωση πλήττει και την προοπτική Έρογλου, όμως κανένας δε μπορεί να υποτιμήσει την ικανότητα του ως ενός από τους βασικούς αρχιτέκτονες του πελατειακού δικτύου της μεταπολεμικής εποχής.
Με αυτά τα δεδομένα, η επικείμενη ψηφοφορία φαίνεται να οδεύει προς δύο γύρους. Το τελικό της αποτέλεσμα επηρεάζεται καθοριστικά από το κλίμα που θα δημιουργείται στο τραπέζι των συνομιλιών, από τον τρόπο και την κατεύθυνση που θα επιλέξει να παρέμβει η Άγκυρα, καθώς και από το πολιτικό πρόγραμμα που θα καταρτίσουν οι υποψήφιοι με βασικό του χαρακτηριστικό τις κομματικές συνεργασίες. Πάντως η σημερινή συγκυρία που επηρεάζει την εκλογική συμπεριφορά της κοινότητας, υπογραμμίζει τα αδιέξοδα της προαναφερθείσας ιστορικής αντίφασης. Το δίλημμα που εμφανίζεται φέρει περιπλοκότητες. Αλλά παράλληλα, παραπέμπει και σε μια κάλπη που είτε θα εκφράσει την επιλογή μιας ομοσπονδιακής διευθέτησης όπως αυτή επηρεάζεται από το πέρασμα του χρόνου, είτε την επιλογή μιας πορείας σταδιακής και μακρόχρονης «ομαλοποίησης» νέου τύπου χωριστών δομών εξουσίας.