Υπήρχαν αρκετοί που υποστήριζαν  ότι δεν έπρεπε να αναμένονταν πολλά από τις λαϊκές εξεγέρσεις που άρχισαν πριν από τρία χρόνια στις χώρες του αραβικού κόσμου, βασιζόμενοι στη σκληρή ιστορική αλήθεια με βάση την οποία πρόοδος και Ισλάμ ακολουθούν εδώ και αιώνες διαφορετικούς δρόμους. Ο όρος Ισλάμ έχει συνταυτιστεί με τις λέξεις τρομοκρατία, φονταμενταλισμός, μισαλλοδοξία και την πνευματική και πολιτιστική οπισθοδρομικότητα. Το πιο σημαντικό θεωρητικό θεμέλιο αυτής της προσέγγισης το βρίσκουμε στο βιβλίο του Σ. Χάντιγκτον «Η σύγκρουση των πολιτισμών», στο οποίο υποστηρίζεται ότι ο ισλαμικός πολιτισμός βρίσκεται σε σύγκρουση με όλους του άλλους πολιτισμούς, με κυριότερο τον δυτικό πολιτισμό. Όμως, από την Ιστορία προκύπτει ότι το κλασικό Ισλάμ δεν ήταν ασυμβίβαστο με τον ορθό λόγο. Υπήρξε περίοδος που οι Άραβες μεσουρανούσαν στα Γράμματα, στις Επιστήμες και τις Τέχνες, όπως προσπάθησα να αναλύσω σε σχετικό άρθρο μου στον «Φ» στις 8/3/2011 με τίτλο «Όταν μεσουρανούσαν οι Άραβες». Ήταν η εποχή της πραγματικής «Αραβικής Άνοιξης».
Σήμερα τίποτε δεν έχει απομείνει από εκείνο το ελεύθερο πνεύμα. Σήμερα έχουν απομείνει τα δόγματα και ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός που έχουν αφαιρέσει από το Ισλάμ τη σημαντική κληρονομιά του στη Φιλοσοφία, την Επιστήμη και την Τέχνη. Τα δόγματα έχουν υποσκάψει και την ενότητα των Αράβων. Το μεγάλο σχίσμα, που χώρισε και εξακολουθεί να χωρίζει τους Άραβες και για το οποίο χύθηκαν και εξακολουθούν να χύνονται ποταμοί αίματος, είναι μεταξύ σουνιτών και σιιτών. Το καίριο πλήγμα, που θα αποτελέσει ανασχετικό παράγοντα σε κάθε προσπάθεια αναβίωσης του αραβικού μεγαλείου, δόθηκε από τις δυτικές αποικιοκρατικές δυνάμεις. Ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ού αιώνα, η Μέση Ανατολή, χοάνη πολιτισμών, σταυροδρόμι μεταξύ τριών ηπείρων, μετατρέπεται σε στρατηγική ζώνη μείζονος σημασίας για τα συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων. Το 1880 η βρετανική κυβέρνηση επιτυγχάνει συμφωνία με τον σεΐχη του Μπαχρέιν με σκοπό την ανίχνευση πηγών ενέργειας. Το 1907 αρχίζει η εκμετάλλευση των πετρελαίων της Περσίας και της Μεσοποταμίας από τις Royal Dutch και Shell, που συγχωνεύονται. Το 1911 ανακαλύπτονται τα κοιτάσματα πετρελαίου της Μοσούλης. Παράλληλα, η γεωγραφική θέση της Μέσης Ανατολής έχει μεγάλη στρατηγική σημασίας για τις Μεγάλες Δυνάμεις. Από το 1915 καταφαίνεται η μεγάλη σημασία της για τους εμπόλεμους. Η Αγγλία έχει άμεση ανάγκη να ελέγχει την περιοχή, αφού ο δρόμος από τις Ινδίες είναι ζωτικός για τον ανεφοδιασμό της.
 
Μετά την έναρξη  του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου ο διαμοιρασμός των εδαφών της καταρρέουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αποτελεί τη σημαντικότερη πτυχή του «ανατολικού ζητήματος». Μέσα στο πλαίσιο αυτό οι Άγγλοι και οι Γάλλοι (με την περιώνυμη συμφωνία Sykes - Picot του 1916 και την άτυπη συμφωνία της τότε τσαρικής Ρωσίας) χάραξαν αυθαίρετα και με βάση τα δικά τους ιμπεριαλιστικά συμφέροντα τα σύνορα των νέων κρατών στη Μέση Ανατολή. Οι Άραβες, που οραματίζονταν ένα μεγάλο αραβικό κράτος, βλέπουν τις ελπίδες τους να είναι φρούδες. Το 1920 ονομάστηκε από τους Άραβες «αμ αν μάκμπα», η χρονιά της καταστροφής. Η Κοινωνία των Εθνών, με «Εντολή» αποδίδει τη Συρία και το Λίβανο στη Γαλλία, την Παλαιστίνη και τη Μεσοποταμία στη Μεγάλη Βρετανία.  Ακολούθησε ο κατατεμαχισμός του αραβικού κόσμου στη Μέση Ανατολή και την Αφρική σε εθνικά κράτη με τεχνητά σύνορα με βάση τα γεωοικονομικά και γεωπολιτικά των αποικιοκρατών της Δύσης. Εντός των συνόρων αυτών των κρατών εγκλώβισαν αρκετές φυλές και σέκτες, οι οποίες δεν κατόρθωσαν να ομοιογενοποιηθούν σε μια ενοποιημένη Πολιτεία. Κρατούνταν ενωμένες κάτω από τη σιδερένια γροθιά των αποικιακών δυνάμεων, των μοναρχών ή των στρατιωτικών δικτατόρων. Το Ιράκ,  η Συρία και η Λιβύη είναι μερικά από τα «τεχνικά κράτη» τα σύνορα των οποίων έχουν τραβηχτεί από τις γραφίδες των αποικιακών δυνάμεων.
 
 Όμως το μεγάλο δράμα των Αράβων και ειδικά των Αράβων της Μέσης Ανατολής, που συνεχίζεται και κανένας δεν μπορεί να προβλέψει πότε θα κλείσει η αυλαία του, συντελέστηκε με τη δημιουργία του κράτους του Ισραήλ. Στη συνέχεια, οι δυτικές δυνάμεις, για να διασφαλίσουν τα συμφέροντά τους στο πετρέλαιο, αυτή τη σημαντική πηγή ενέργειας, στήριξαν αυταρχικά και απολυταρχικά καθεστώτα. Όταν η παρουσία κάποιου από τους προστατευόμενους δικτάτορες δεν ήταν πλέον επιθυμητή για την εξυπηρέτηση αυτών των γεωπολιτικών συμφερόντων, αυτός έφευγε. Αυτό συνέβη και στην περίπτωση του Ιράκ. Στην προώθηση των συμφερόντων των ΗΠΑ και των συμμάχων τους για τον ορυκτό πλούτο της Μέσης Ανατολής εντάσσεται αυτός ο βρώμικος πόλεμος στο Ιράκ. Δέκα χρόνια αργότερα και αφού εκτελέστηκε ο σουνίτης Σαντάμ (ο οποίος ούτε χημικά όπλα διέθετε ούτε είχε καμία σχέση με τους τρομοκράτες της Αλ Κάιντα) το Ιράκ, υπό την ηγεσία του φιλοαμερικανού σιίτη Αλ Μαλίκι, έχοντας προκαλέσει την οργή της σουνιτικής μειοψηφίας με την καταπιεστική πολιτική του, άνοιξε τον δρόμο για την επικράτηση των εξτρεμιστών σουνιτών μαχητών του Ισλάμ. Σήμερα, με τη δύναμη των όπλων και του θρησκευτικού φανατισμού, οι ακραίοι ισλαμιστές μαχητές (παρακλάδια της Αλ Κάιντα) τινάζουν στον αέρα τα παλαιά σύνορα στην προσπάθειά τους να εγκαθιδρύσουν ένα νέο Χαλιφάτο στο σκοπούμενο «Ισλαμικό Κράτος του Ιράκ και της Αλ Σαμ», με τα αρχικά ISIS. Οι νέοι τζιχαντιστές  με τον τεράστιο οικονομικό πλούτο που διαθέτουν και που προέρχεται  κυρίως από την πώληση στη μαύρη αγορά πετρελαίου από τις πετρελαιοπηγές που έχουν καταλάβει αλλά και από έξωθεν εισφορές και τον άρτιο οπλισμό τους, αποτελούν μια πολύ σοβαρή απειλή που στρέφεται όχι μόνο εναντίον των κοσμικών κυβερνήσεων μιας σειράς αραβικών χωρών αλλά και εναντίον των χωρών της Δύσης. Και όλα αυτά υπό το βλέμμα μιας αμήχανης Δύσης, που βλέπει την κατάσταση ανεξέλεγκτη και θερίζει ό,τι έχει σπείρει.
 
* Ο Νίκος Χαραλάμπους είναι πρώην βοηθός γενικός εισαγγελέας και πρώην επίτροπος Διοικήσεως.