Η εποχή ΣΥΡΙΖΑ έχει ήδη
ξεκινήσει. Όχι απλώς επειδή το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης
προηγείται στις δημοσκοπήσεις και αντιμετωπίζεται από το σύστημα ως
επόμενη εξουσία. Αλλά επίσης, ίσως κυρίως, επειδή καθορίζει τη δυναμική
των εξελίξεων στο εσωτερικό των άλλων κομμάτων, ενώ έχει επιβάλει τη
δική του πολιτική ατζέντα στο δημόσιο διάλογο.Η ΔΗΜΑΡ
επιβεβαίωσε στο συνέδριό της τη στροφή προς τον ΣΥΡΙΖΑ και αυτό που
μένει σε εκκρεμότητα είναι πώς ακριβώς θα γίνει η απορρόφηση του μικρού
κόμματος από το μεγάλο, με μεμονωμένες προσχωρήσεις ή με εκλογική
συνεργασία. Το ΠΑΣΟΚ γυρίζει συνεχώς γύρω από την προοπτική
συγκυβέρνησης με τον ΣΥΡΙΖΑ, μιλώντας για «προοδευτική διακυβέρνηση»,
και προωθεί αλλαγή εκλογικού νόμου ώστε να καταργηθεί το μπόνους των
πενήντα εδρών και να υποχρεωθεί η Κουμουνδούρου να κοιτάξει μετά τις
εκλογές προς την Χαριλάου Τρικούπη. Το Ποτάμι κρατά ίσες αποστάσεις
μεταξύ των δύο πόλων ως προς τις δυνητικές κυβερνητικές συνεργασίες, ενώ
ο ευρωβουλευτής Γ. Γραμματικάκης πήρε σαφώς θέση υπέρ της συνεργασίας
με τον ΣΥΡΙΖΑ.
Η Νέα Δημοκρατία του Α. Σαμαρά παραδίδεται στον καραμανλισμό, είτε αποκαθιστώντας στενούς συνεργάτες του πρώην πρωθυπουργού (Ζαγορίτης, Χατζηεμμανουήλ κα) είτε προβάλλοντας την επιστροφή του Θ. Ρουσόπουλου ως τεκμήριο παραταξιακής συσπείρωσης αλλά και ως τελευταία προσπάθεια οικειοποίησης μιας κληρονομιάς την οποία τιμά με τον δικό του (παράδοξο) τρόπο ο ΣΥΡΙΖΑ. Την ίδια ώρα, ανεξάρτητοι βουλευτές και πρώην στελέχη του ΠΑΣΟΚ αναζητούν δρόμο που να οδηγεί στην περιοχή του Αλέξη Τσίπρα προσβλέποντας σε μια θέση στο ψηφοδέλτιο ή στο κράτος αργότερα είτε απλώς, οι ανιδιοτελέστεροι, σε μια φιλική πολιτική σχέση με τον ισχυρότερο.
Ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ πέτυχε να επιβάλει τους δικούς του κανόνες στους πολιτικούς του αντιπάλους. Η κυβέρνηση υιοθέτησε τη ρητορεία της αξιωματικής αντιπολίτευσης δαιμονοποιώντας το μνημόνιο και την τρόικα και κηρύττοντας το τέλος τους. Προσπαθεί, δηλαδή, να πείσει το ακροατήριο ότι ΝΔ-ΠΑΣΟΚ θα μας απαλλάξουν γρηγορότερα από το κακό που μας βρήκε με την κρίση, καλλιεργώντας την αυταπάτη ότι ούτε πρόγραμμα ούτε οικονομική στήριξη ούτε επιτήρηση χρειαζόμαστε. Όχι μόνο αυτό, αλλά η κυβέρνηση εγκατέλειψε τη μεταρρυθμιστική ατζέντα, όποια υπήρχε τέλος πάντων, και διολισθαίνει στον πελατειασμό (λ.χ αναδρομικά και αυξήσεις σε δικαστικούς και ένστολους).
Παράδειγμα εργασίας: Ο ΣΥΡΙΖΑ αντιστέκεται στην αξιολόγηση στο Δημόσιο, καταγγέλλοντας προθέσεις απολύσεων πίσω από τη διαδικασία, αλλά δεν προτείνει άλλο σύστημα αξιολόγησης, δηλαδή, πρακτικά, δεν θέλει καμία αξιολόγηση. Η κυβέρνηση υπερασπίζεται θεωρητικά την αξιολόγηση αλλά στην πράξη αντιδρούν δικοί της υπουργοί, δικοί της βουλευτές, δικοί της δήμαρχοι και περιφερειάρχες. Επομένως, ούτε η κυβέρνηση θέλει αξιολόγηση στην πράξη – μόνο κουβέντα να γίνεται.
Ολο αυτό μαζί σηματοδοτεί αναμέτρηση ποιος θα μας γυρίσει πιο γρήγορα πίσω. Το αφήγημα είναι κοινό: Τα δύσκολα πέρασαν, οι αυξήσεις μισθών/συντάξεων και οι προσλήψεις στο Δημόσιο είναι θέμα διαπραγμάτευσης με τους έξω, ζητούμενο είναι ποια κυβέρνηση θα μοιράσει καλύτερα το πρωτογενές πλεόνασμα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ εξαγγέλλει ένα πρόγραμμα έκρηξης δημόσιων δαπανών του οποίου η χρηματοδότηση στηρίζεται βασικά στο «μαξιλάρι» του ΤΧΣ (λες και αποφασίζει γι αυτό η κυβέρνηση και όχι η ΕΚΤ), ενώ η κυβέρνηση παρουσιάζει τον πρώτο ισοσκελισμένο προϋπολογισμό του οποίου η εφαρμογή στηρίζεται στην υπεραισιόδοξη πρόβλεψη για ρυθμό ανάπτυξης 2,9% το 2015. Και αν στο δημοσιονομικό επίπεδο έχουν πράγματι γίνει εντυπωσιακά βήματα, με τη μέθοδο "αίμα, δάκρυα και ιδρώτας" για το υπερφορολογημένο πλήθος, στο επίπεδο των διαρθρωτικών αλλαγών από τις οποίες θα μπορούσε να προέλθει η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας και η προσέλκυση επενδύσεων, οι επιδόσεις είναι ισχνές. Εχουμε το ίδιο και χειρότερο κράτος, έναν φορολογικό Λαβύρινθο μέσα στον οποίο χάνεται κόσμος και ένα ασφαλιστικό αδιέξοδο του οποίου η αποκάλυψη διαρκώς μετατίθεται.
Η φαντασία αντικαθιστά τα σκληρά οικονομικά και η πολιτική αντιπαράθεση απογειώνεται σε μια σφαίρα από την οποία απουσιάζουν όλες οι παράμετροι μιας ενοχλητικής πραγματικότητας: Ο έλεγχος των εθνικών προϋπολογισμών από τις Βρυξέλλες που θα προβλέπεται στο πλαίσιο της ευρωζώνης, οι αγορές που έκλεισαν (ξανά) για τη χώρα μας, η παραγωγική βάση που αντί να ανασυγκροτείται διαλύεται, το οξύ δημογραφικό πρόβλημα, οι οικονομικές ανισότητες που διευρύνονται.
Η εποχή ΣΥΡΙΖΑ έχει ήδη ξεκινήσει γιατί το αίτημά του για συντήρηση της ελληνικής εξαίρεσης στο ευρωπαϊκό πλαίσιο γίνεται το καθολικό πρόταγμα του πολιτικού συστήματος. Τι κρίμα που τα ελλείμματα δύσκολα εξαφανίζονται και εύκολα δημιουργούνται, ενώ η επιστροφή στην προ κρίσης κατάσταση απλώς είναι ανέφικτη, επειδή δεν υπάρχουν οι ίδιες διεθνείς οικονομικές συνθήκες. Επομένως, γίνεται να γυρίσουμε στις συνθήκες που μας οδήγησαν στη χρεοκοπία χωρίς την ευημερία που φώτισε εκείνα τα ωραία, ανέμελα χρόνια.
Τα κόμματα που ψηφοθηρούν όπως-όπως δεν μας λένε ολόκληρη την ιστορία, επιλέγουν μόνο τα πρώτα κεφάλαια της μυθοπλασίας - πριν οι πρωταγωνιστές βρεθούν αντιμέτωποι με την άγρια πλευρά της εσωτερικής ή της εξωτερικής πραγματικότητας και αρχίσουν οι ανατροπές.
Η Νέα Δημοκρατία του Α. Σαμαρά παραδίδεται στον καραμανλισμό, είτε αποκαθιστώντας στενούς συνεργάτες του πρώην πρωθυπουργού (Ζαγορίτης, Χατζηεμμανουήλ κα) είτε προβάλλοντας την επιστροφή του Θ. Ρουσόπουλου ως τεκμήριο παραταξιακής συσπείρωσης αλλά και ως τελευταία προσπάθεια οικειοποίησης μιας κληρονομιάς την οποία τιμά με τον δικό του (παράδοξο) τρόπο ο ΣΥΡΙΖΑ. Την ίδια ώρα, ανεξάρτητοι βουλευτές και πρώην στελέχη του ΠΑΣΟΚ αναζητούν δρόμο που να οδηγεί στην περιοχή του Αλέξη Τσίπρα προσβλέποντας σε μια θέση στο ψηφοδέλτιο ή στο κράτος αργότερα είτε απλώς, οι ανιδιοτελέστεροι, σε μια φιλική πολιτική σχέση με τον ισχυρότερο.
Ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ πέτυχε να επιβάλει τους δικούς του κανόνες στους πολιτικούς του αντιπάλους. Η κυβέρνηση υιοθέτησε τη ρητορεία της αξιωματικής αντιπολίτευσης δαιμονοποιώντας το μνημόνιο και την τρόικα και κηρύττοντας το τέλος τους. Προσπαθεί, δηλαδή, να πείσει το ακροατήριο ότι ΝΔ-ΠΑΣΟΚ θα μας απαλλάξουν γρηγορότερα από το κακό που μας βρήκε με την κρίση, καλλιεργώντας την αυταπάτη ότι ούτε πρόγραμμα ούτε οικονομική στήριξη ούτε επιτήρηση χρειαζόμαστε. Όχι μόνο αυτό, αλλά η κυβέρνηση εγκατέλειψε τη μεταρρυθμιστική ατζέντα, όποια υπήρχε τέλος πάντων, και διολισθαίνει στον πελατειασμό (λ.χ αναδρομικά και αυξήσεις σε δικαστικούς και ένστολους).
Παράδειγμα εργασίας: Ο ΣΥΡΙΖΑ αντιστέκεται στην αξιολόγηση στο Δημόσιο, καταγγέλλοντας προθέσεις απολύσεων πίσω από τη διαδικασία, αλλά δεν προτείνει άλλο σύστημα αξιολόγησης, δηλαδή, πρακτικά, δεν θέλει καμία αξιολόγηση. Η κυβέρνηση υπερασπίζεται θεωρητικά την αξιολόγηση αλλά στην πράξη αντιδρούν δικοί της υπουργοί, δικοί της βουλευτές, δικοί της δήμαρχοι και περιφερειάρχες. Επομένως, ούτε η κυβέρνηση θέλει αξιολόγηση στην πράξη – μόνο κουβέντα να γίνεται.
Ολο αυτό μαζί σηματοδοτεί αναμέτρηση ποιος θα μας γυρίσει πιο γρήγορα πίσω. Το αφήγημα είναι κοινό: Τα δύσκολα πέρασαν, οι αυξήσεις μισθών/συντάξεων και οι προσλήψεις στο Δημόσιο είναι θέμα διαπραγμάτευσης με τους έξω, ζητούμενο είναι ποια κυβέρνηση θα μοιράσει καλύτερα το πρωτογενές πλεόνασμα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ εξαγγέλλει ένα πρόγραμμα έκρηξης δημόσιων δαπανών του οποίου η χρηματοδότηση στηρίζεται βασικά στο «μαξιλάρι» του ΤΧΣ (λες και αποφασίζει γι αυτό η κυβέρνηση και όχι η ΕΚΤ), ενώ η κυβέρνηση παρουσιάζει τον πρώτο ισοσκελισμένο προϋπολογισμό του οποίου η εφαρμογή στηρίζεται στην υπεραισιόδοξη πρόβλεψη για ρυθμό ανάπτυξης 2,9% το 2015. Και αν στο δημοσιονομικό επίπεδο έχουν πράγματι γίνει εντυπωσιακά βήματα, με τη μέθοδο "αίμα, δάκρυα και ιδρώτας" για το υπερφορολογημένο πλήθος, στο επίπεδο των διαρθρωτικών αλλαγών από τις οποίες θα μπορούσε να προέλθει η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας και η προσέλκυση επενδύσεων, οι επιδόσεις είναι ισχνές. Εχουμε το ίδιο και χειρότερο κράτος, έναν φορολογικό Λαβύρινθο μέσα στον οποίο χάνεται κόσμος και ένα ασφαλιστικό αδιέξοδο του οποίου η αποκάλυψη διαρκώς μετατίθεται.
Η φαντασία αντικαθιστά τα σκληρά οικονομικά και η πολιτική αντιπαράθεση απογειώνεται σε μια σφαίρα από την οποία απουσιάζουν όλες οι παράμετροι μιας ενοχλητικής πραγματικότητας: Ο έλεγχος των εθνικών προϋπολογισμών από τις Βρυξέλλες που θα προβλέπεται στο πλαίσιο της ευρωζώνης, οι αγορές που έκλεισαν (ξανά) για τη χώρα μας, η παραγωγική βάση που αντί να ανασυγκροτείται διαλύεται, το οξύ δημογραφικό πρόβλημα, οι οικονομικές ανισότητες που διευρύνονται.
Η εποχή ΣΥΡΙΖΑ έχει ήδη ξεκινήσει γιατί το αίτημά του για συντήρηση της ελληνικής εξαίρεσης στο ευρωπαϊκό πλαίσιο γίνεται το καθολικό πρόταγμα του πολιτικού συστήματος. Τι κρίμα που τα ελλείμματα δύσκολα εξαφανίζονται και εύκολα δημιουργούνται, ενώ η επιστροφή στην προ κρίσης κατάσταση απλώς είναι ανέφικτη, επειδή δεν υπάρχουν οι ίδιες διεθνείς οικονομικές συνθήκες. Επομένως, γίνεται να γυρίσουμε στις συνθήκες που μας οδήγησαν στη χρεοκοπία χωρίς την ευημερία που φώτισε εκείνα τα ωραία, ανέμελα χρόνια.
Τα κόμματα που ψηφοθηρούν όπως-όπως δεν μας λένε ολόκληρη την ιστορία, επιλέγουν μόνο τα πρώτα κεφάλαια της μυθοπλασίας - πριν οι πρωταγωνιστές βρεθούν αντιμέτωποι με την άγρια πλευρά της εσωτερικής ή της εξωτερικής πραγματικότητας και αρχίσουν οι ανατροπές.