Το «βαθύ κράτος» δεν είναι παρακράτος. Συγκροτείται όμως από
μηχανισμούς εξουσίας που δρουν σχετικά αυτονομημένοι από το επίσημο
κράτος, παρεκκλίνοντας ενίοτε από τις εγγυήσεις του δημοκρατικού κράτους
δικαίου. Σε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα έρευνα που μόλις δημοσιεύθηκε,
με τον τίτλο «Το βαθύ κράτος στη σημερινή Ελλάδα και η Ακροδεξιά» (επιμ.
Δ. Χριστόπουλου, εκδ. Nήσος), αναδεικνύονται οι θύλακες ακροδεξιού
εξτρεμισμού σε τέσσερις νευραλγικούς μηχανισμούς του κράτους, την
αστυνομία, τον στρατό, τη δικαιοσύνη και την Εκκλησία.
Η ακροδεξιά στην Ελλάδα έχει ιστορικές ρίζες. Στοιχεία της ακροδεξιάς ιδεολογίας τέμνουν κάθετα τον κοινωνικό σχηματισμό και οριζόντια ολόκληρο το πολιτικό σύστημα, λαμβάνοντας ιδίως τη μορφή του εθνικισμού, του ρατσισμού, της ξενοφοβίας και του σεξισμού. Δεν χρειαζόταν να ενισχυθεί η εκλογική επιρροή της Χρυσής Αυγής για να εδραιωθούν ακροδεξιές αντιλήψεις και βαθιά συντηρητικές πρακτικές σε συγκεκριμένους μηχανισμούς εξουσίας. Το πρόβλημα προϋπήρχε.
Στο βιβλίο τεκμηριώνεται η διάχυτη υποψία ότι η κατάσταση στην ΕΛ.ΑΣ είναι ανησυχητική, εξαιτίας της ύπαρξης φορέων της που ολισθαίνουν προς την ακροδεξιά ιδεολογία, διαχέοντας μια επιχειρησιακή κουλτούρα που δεν συνάδει προς τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Στο πεδίο της δικαιοσύνης επισημαίνονται αποφάσεις ή παραλείψεις παρέμβασης που απηχούν ρατσισμό ή εθνικισμό. Στον στρατό, τον πιο δυσπρόσιτο κρατικό μηχανισμό, παρουσιάζονται ενδείξεις μιας διαδικασίας αντιστροφής της δυναμικής εκδημοκρατισμού που επιτεύχθηκε τα τελευταία 30 χρόνια. Τέλος, η Εκκλησία διαπνέεται σε σειρά ζητημάτων από έναν ακραίο συντηρητισμό, ενώ ισχυρά ερείσματα διαθέτουν ακροδεξιοί και ρατσιστικοί κύκλοι.
Υπάρχει ο κίνδυνος η ανάδειξη της παρείσφρησης της ακροδεξιάς στους τέσσερις αυτούς βασικούς θεσμούς να παρερμηνευθεί ως άλωσή τους ή ως αλλοίωση της λειτουργίας τους, αδικώντας την πλειονότητα όσων υπηρετούν σε αυτούς και εμφορούνται από τις αρχές του δημοκρατικού και κοινωνικού κράτους δικαίου. Eνα τέτοιο λανθασμένο συμπέρασμα θα οδηγούσε, όπως τονίζουν οι συγγραφείς του βιβλίου, σε επικίνδυνη απαξίωση των θεσμών. Ωστόσο και η υποτίμηση ή αγνόηση της ακροδεξιάς διείσδυσης θα ήταν εξίσου επικίνδυνη.
Η ακροδεξιά στην Ελλάδα έχει ιστορικές ρίζες. Στοιχεία της ακροδεξιάς ιδεολογίας τέμνουν κάθετα τον κοινωνικό σχηματισμό και οριζόντια ολόκληρο το πολιτικό σύστημα, λαμβάνοντας ιδίως τη μορφή του εθνικισμού, του ρατσισμού, της ξενοφοβίας και του σεξισμού. Δεν χρειαζόταν να ενισχυθεί η εκλογική επιρροή της Χρυσής Αυγής για να εδραιωθούν ακροδεξιές αντιλήψεις και βαθιά συντηρητικές πρακτικές σε συγκεκριμένους μηχανισμούς εξουσίας. Το πρόβλημα προϋπήρχε.
Στο βιβλίο τεκμηριώνεται η διάχυτη υποψία ότι η κατάσταση στην ΕΛ.ΑΣ είναι ανησυχητική, εξαιτίας της ύπαρξης φορέων της που ολισθαίνουν προς την ακροδεξιά ιδεολογία, διαχέοντας μια επιχειρησιακή κουλτούρα που δεν συνάδει προς τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Στο πεδίο της δικαιοσύνης επισημαίνονται αποφάσεις ή παραλείψεις παρέμβασης που απηχούν ρατσισμό ή εθνικισμό. Στον στρατό, τον πιο δυσπρόσιτο κρατικό μηχανισμό, παρουσιάζονται ενδείξεις μιας διαδικασίας αντιστροφής της δυναμικής εκδημοκρατισμού που επιτεύχθηκε τα τελευταία 30 χρόνια. Τέλος, η Εκκλησία διαπνέεται σε σειρά ζητημάτων από έναν ακραίο συντηρητισμό, ενώ ισχυρά ερείσματα διαθέτουν ακροδεξιοί και ρατσιστικοί κύκλοι.
Υπάρχει ο κίνδυνος η ανάδειξη της παρείσφρησης της ακροδεξιάς στους τέσσερις αυτούς βασικούς θεσμούς να παρερμηνευθεί ως άλωσή τους ή ως αλλοίωση της λειτουργίας τους, αδικώντας την πλειονότητα όσων υπηρετούν σε αυτούς και εμφορούνται από τις αρχές του δημοκρατικού και κοινωνικού κράτους δικαίου. Eνα τέτοιο λανθασμένο συμπέρασμα θα οδηγούσε, όπως τονίζουν οι συγγραφείς του βιβλίου, σε επικίνδυνη απαξίωση των θεσμών. Ωστόσο και η υποτίμηση ή αγνόηση της ακροδεξιάς διείσδυσης θα ήταν εξίσου επικίνδυνη.