Το δύσκολο περιβάλλον που καλείται να αντιμετωπίσει η ελληνική κυβέρνηση οφείλεται στο γεγονός ότι οι εταίροι εξακολουθούν να μας αντιμετωπίζουν με δυσπιστία. Φοβούνται ότι αναζητούμε τρόπους «διαφυγής». Η Ελλάδα έχει να επιδείξει επιτεύγματα στα δημοσιονομικά, αλλά είναι σαφές ότι στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις παρατηρείται δυστοκία. Και χωρίς αυτές δεν θα υπάρξουν οι αναγκαίες θετικές αξιολογήσεις οι οποίες θα επιτρέψουν στη χώρα να αντλήσει τα κεφάλαια που αναζητεί από τις αγορές.
Επειδή πολλές φορές μάς παρασύρει η εύλογη ενστικτώδης προσμονή του τερματισμού της «αστυνόμευσης», τείνουμε να θεωρούμε το ευκταίο εφικτό. Να βλέπουμε τον στόχο ως υφιστάμενη πραγματικότητα. Ομως, η άμεση επαφή με τις ηγεσίες των κέντρων αποφάσεων, που κατέστη δυνατή στο περιθώριο της πρόσφατης ετήσιας συνόδου του ΔΝΤ, δυστυχώς περιόρισε τις προσδοκίες. Τις προηγούμενες ημέρες βρέθηκαν στην Ουάσιγκτον οι υπουργοί Οικονομικών και οι κεντρικοί τραπεζίτες όλων των χωρών του κόσμου. Η σαφής αίσθηση που αποκομίζει κανείς συνομιλώντας με τον Μάριο Ντράγκι ή τον προκάτοχό του Ζαν-Κλοντ Τρισέ, ακόμη δε περισσότερο με τον πρόεδρο της Bundesbank Γενς Βάιντμαν, είναι ότι χωρίς πρόγραμμα (κατά προτίμηση με τη συμμετοχή και του ΔΝΤ), δεν θα υπάρξει θετική απάντηση στο ελληνικό αίτημα.
Η προσπάθεια δεν έχει τελειώσει. Η ελληνική πλευρά έχει επιχειρήματα και αξιόλογους ανθρώπους να τα προβάλουν. Αλλά το εγχείρημα αποδυναμώνεται και από την έλλειψη ευρύτερης συναίνεσης. Η προσπάθεια να δημιουργηθεί ένας νέος οδικός χάρτης, χωρίς αυστηρές δεσμεύσεις και τρίμηνες αξιολογήσεις, θα έπρεπε να είναι εθνική. Δυστυχώς, ακόμη και σε αυτό έχουμε καταφέρει να μην τα βρίσκουμε μεταξύ μας. Ετσι, εμφανίζεται ως μια απόπειρα της συγκυβέρνησης που αποσκοπεί σε κομματικά οφέλη, στην οποία δεν συναινεί η αντιπολίτευση που από την πλευρά της προσβλέπει στην αξιοποίηση της απόρριψης του ελληνικού αιτήματος από τους εταίρους. Και μετά μας φταίνε «οι ξένοι».
Έντυπη