Για την επιτακτική ανάγκη "μιας άλλης εξωτερικής πολιτικής" και
βέβαια "μιας άλλης κυβέρνησης" μίλησε η υπεύθυνη για την εξωτερική
πολιτική της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ Νάντια Βαλαβάνη. Η ίδια, τονίζοντας πως μια
ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική είναι εφικτή ακόμη και στο πλαίσιο της
Ε.Ε., μίλησε στην "Αυγή" για την κρίση στην Ουκρανία, για το ζήτημα των
κυρώσεων που επέβαλε η Ε.Ε. στη Ρωσία με αποτέλεσμα το εμπάργκο, για τις
τρέχουσες κρίσεις στη Μ. Ανατολή και βέβαια για το Παλαιστινιακό
ζήτημα.
Συνέντευξη στην Αναστασία Γιάμαλη
* Η δήλωσή σας για τα συμπεράσματα του έκτακτου Συμβουλίου Εξωτερικών Υποθέσεων της Ε.Ε. προκάλεσε την αντίδραση της κυβέρνησης. Τι ήταν αυτό που ενόχλησε το υπουργείο Εξωτερικών και έσπευσε να εκδώσει επίσημη ανακοίνωση;
Το μήνυμα που εξέπεμψαν οι υπουργοί Εξωτερικών της Ε.Ε. για Γάζα, Ουκρανία, Ιράκ και Λιβύη στις 15/8 είναι πως δεν υπάρχει πρόθεση να αλλάξουν στο παραμικρό τη στάση τους. Προφανώς ενόχλησε η επισήμανση που έκανα, μετά τη δημοσιοποίηση των «Συμπερασμάτων» τους, ότι δεν υιοθετείται οποιαδήποτε ουσιαστική πρωτοβουλία και ρεαλιστική πρόταση για τον τερματισμό της αιματοχυσίας και στα τέσσερα «μέτωπα». Γι' αυτό και το υπουργείο Εξωτερικών «έσπευσε» να δώσει μια αμήχανη «απάντηση». Προπαντός φαίνεται όμως ότι βρίσκουν ενοχλητική τη διαπίστωση ότι η Ελλάδα έχει και άλλες επιλογές απ' το να υποστηρίζει μέσα στα όργανα της Ε.Ε. πολιτικές αντιποίνων και το ψυχροπολεμικό κλίμα που εξαπλώνεται στα διεθνή φόρα. Ή ότι υπενθυμίζεται το αυτονόητο στη χάραξη της εξωτερικής πολιτικής: Τελικά οφείλει να υπαγορεύεται από τα συμφέροντα του λαού και της χώρας.
* Ποια συμπεράσματα μπορούν να εξαχθούν απ' την εξέλιξη της κρίσης στην Ουκρανία, την αντιμετώπισή της από την Ε.Ε. αλλά και τη στάση της ελληνικής κυβέρνησης;
Η ουκρανική κρίση αποκάλυψε τη θεμελιώδη αδυναμία της Ε.Ε. να προωθήσει την ειρήνη σε διεθνές επίπεδο, χαράσσοντας μια ανεξάρτητη -από τη νατοϊκή λογική- εξωτερική πολιτική. Η Ε.Ε. δεν συνέβαλε στην έγκαιρη διαμόρφωση αρχών συλλογικής ασφάλειας με τη Ρωσία: Xώρες της υποστήριξαν τη «νατοϊκή αντιπυραυλική ασπίδα» στην Αν. Ευρώπη. Προώθησε νεοφιλελεύθερες Συμφωνίες Σύνδεσης, που στην Ουκρανία θα έχουν διαλυτικές συνέπειες για τον παραγωγικό ιστό και την κοινωνία, ενώ ανέχθηκε και νομιμοποίησε ακροδεξιές και νεοναζιστικές δυνάμεις που αναρριχήθηκαν στην ουκρανική κυβέρνηση. Όχι τυχαία, αυτή η κυβέρνηση προχώρησε σε μέτρα, όπως η απαγόρευση του Κ.Κ. Ουκρανίας, και διεξάγει ανελέητες πολεμικές επιχειρήσεις ενάντια στον πληθυσμό της Ανατολικής Ουκρανίας με χιλιάδες θύματα αμάχους και συστηματική καταστροφή υποδομών.
Η Ε.Ε. παραμένει τελικά εγκλωβισμένη στην αδιέξοδη πολιτική κυρώσεων ενάντια στη Ρωσία, που όχι μόνο δεν εντάσσεται σε οποιαδήποτε στρατηγική έστω μεσοπρόθεσμης αποκλιμάκωσης της κρίσης, αλλά οδηγεί και σε ραγδαία επιδείνωσή της σε διεθνές επίπεδο.
Όλα αυτά η κυβέρνηση τα παρακολούθησε αμήχανα, στηρίζοντας όμως τα αντίποινα, με αποκλειστικό κριτήριο την «αλληλεγγύη μεταξύ των εταίρων».
* Οι εξελίξεις σε Ιράκ, Συρία και Λιβύη είναι ραγδαίες, με σημαντική ενίσχυση των τζιχαντιστών. Ποιος ο ρόλος της Δύσης και των περιφερειακών δυνάμεων; Υπάρχουν περιθώρια για πιο ενεργή ελληνική εξωτερική πολιτική; Πώς επηρεάζεται η χώρα μας από αυτές τις κρίσεις;
Οι εξελίξεις σε Ιράκ και Λιβύη αποδεικνύουν την πλήρη αποτυχία της Δύσης, ξεκινώντας από την αμερικάνικη εισβολή στο Ιράκ, να επιβάλλουν με πολεμικές επεμβάσεις δήθεν «εξαγωγής δημοκρατίας» την αντικατάσταση δικτατορικών καθεστώτων με δημοκρατικά στη Μ. Ανατολή και τη Β. Αφρική. Τόσο οι επιπτώσεις των στρατιωτικών επεμβάσεων, όσο και η περιφερειακή δυναμική στη Μ. Ανατολή -που σχετίζεται με την προσπάθεια χωρών, όπως η Σαουδική Αραβία, το Κατάρ, με υποστήριξη δυτικών κύκλων, ν' ανατρέψουν την αυξανόμενη επιρροή του Ιράν στην περιοχή-, «τροφοδότησαν» τις πιο ακραίες και αδίστακτες ισλαμιστικές φονταμενταλιστικές δυνάμεις. Δυτικές και περιφερειακές δυνάμεις ενίσχυσαν μια ασήμαντη ισλαμιστική ομάδα μεταξύ των αντιπάλων του Άσαντ, με αποτέλεσμα τη «γιγάντωση» και αυτονόμηση του ISIL («χαλιφάτο») και την προέλασή του στο Ιράκ, ολοκληρώνοντας τη διάλυσή του και εξοντώνοντας πληθυσμούς, όπως οι Γιεζίντι.
Είναι σημαντικό η Ελλάδα να αξιοποιήσει τη γεωπολιτική θέση και τους παραδοσιακούς δεσμούς της με χώρες της περιοχής, προκειμένου να προωθήσει μια συγκροτημένη πολιτική, με απτές πρωτοβουλίες. Η πολιτική αυτή πρέπει να ενισχύει τον διεθνή ρόλο της Ελλάδας στην εξασφάλιση σταθερότητας και ειρήνης στην περιοχή, χωρίς εμπλοκή της χώρας -άμεση ή έμμεση, π.χ. μέσω χρήσης της νατοϊκής βάσης της Σούδας- σε αδιέξοδες στρατιωτικές επεμβάσεις.
Η σχεδιαζόμενη εγκατάσταση drones στη Σούδα, όπλο για την απαγόρευση του οποίου βρίσκεται σε εξέλιξη διεθνής εκστρατεία, είναι κι απ' αυτή την άποψη εγκληματική και πρέπει να αποτραπεί.
Η Ελλάδα χρειάζεται επίσης να διασφαλίζει τις θέσεις της σε σειρά τομέων που την επηρεάζουν έμμεσα ή άμεσα - μετανάστευση, αντιμετώπιση τρομοκρατίας, προώθηση οικονομικής συνεργασίας στην ευρύτερη περιοχή.
* Οι βομβαρδισμοί στη Γάζα συνεχίζονται. Πώς κρίνετε την πολιτική της κυβέρνησης στην ισραηλινοπαλαιστινιακή σύγκρουση;
Η ισραηλινή εισβολή στα «κατεχόμενα» για ακόμα μια φορά και οι εγκληματικές στρατιωτικές επιχειρήσεις, με το ένα τέταρτο των θυμάτων παιδιά, αποτελούν συνεπακόλουθη εξέλιξη μιας συνολικότερης ισραηλινής πολιτικής, που δεν πίστεψε ποτέ στην ειρηνική συνύπαρξη δύο κρατών, ισραηλινού και παλαιστινιακού, ή ότι η ασφάλεια του ισραηλινού λαού μπορούσε να εξασφαλιστεί με πολιτικά μέσα.
Η θεμιτή πολιτική στενότερης συνεργασίας των ελληνικών κυβερνήσεων με το Ισραήλ τα τελευταία χρόνια δεν μπορεί να προωθείται με αυτόματο πιλότο, «αγνοώντας» ό,τι γίνεται ολόγυρα.
Η ελληνική κυβέρνηση, σε συνεργασία με άλλες ευρωπαϊκές χώρες της Μεσογείου, πρέπει να συμβάλει στην ανάληψη ουσιαστικών πρωτοβουλιών της Ε.Ε. για το Παλαιστινιακό - πέρα απ' τη χρηματοδότηση, κάθε φορά, της ανοικοδόμησης των υποδομών που καταστρέφουν οι βόμβες στη Γάζα. Χρειάζεται επίσης να αντιταχθεί στη διατήρηση ενός θλιβερού δευτερεύοντα ρόλου στη Μέση Ανατολή από την ευρωπαϊκή διπλωματία, ενταγμένου στις εκάστοτε αμερικανικές προτεραιότητες ή σε κοντόφθαλμες εθνικές στρατηγικές.
* O ΣΥΡΙΖΑ, με αφορμή την ουκρανική κρίση και τα αντίποινα κατά της Ρωσίας, δέχεται συχνά την κριτική ότι οι προτάσεις του για την εξωτερική πολιτική δεν είναι ρεαλιστικές επειδή έρχονται σε σύγκρουση με την Ε.Ε.
Η καθημερινή επίκληση, από την κυβέρνηση, της ανάγκης επίδειξης νομιμοφροσύνης στις Βρυξέλλες στο θέμα των κυρώσεων συμπυκνώνει μια γενικότερη ενοχική λογική: Η Ελλάδα απεμπολεί το δικαίωμα να χαράζει ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική -ζωτική ανάγκη και ταυτόχρονα «ευκαιρία» στον σημερινό πολυπολικό κόσμο-, αλλά και το δικαίωμα να συνάπτει συμμαχίες διεκδικώντας τη διασφάλιση των συμφερόντων της στο πλαίσιο της Ε.Ε. Αντίθετα, ο ΣΥΡΙΖΑ έθεσε έγκαιρα τα ουσιαστικά ζητήματα της ουκρανικής κρίσης και την αντίθεσή του στην πολιτική αντιποίνων «δύο μέτρων και δύο σταθμών», ενώ πρόβαλε τις θέσεις του σ' όσα διεθνή φόρα εκπροσωπείται.
* Τελικά, θεωρείτε ότι είναι δυνατή η χάραξη μιας ανεξάρτητης εξωτερικής πολιτικής στην παρούσα συγκυρία;
Ασφαλώς και είναι! Δεν θα μπορούσε μια ελληνική κυβέρνηση να κάνει ό,τι η Φινλανδία - που δεν έχει χάσει το 25% του ΑΕΠ της λόγω κρίσης και Μνημόνιων; Που ενημέρωσε την Ε.Ε. ότι δεν θα συμμετάσχει στα αντίποινα επειδή πλήττουν ιδιαίτερα την οικονομία της, ενώ παράλληλα ζητεί αποζημίωση για τους αγρότες της; Δεν θα μπορούσε η Ελλάδα να συνταχθεί με την κοινή δήλωση των πρωθυπουργών Τσεχίας, Σλοβακίας και Ουγγαρίας για τερματισμό των αντιποίνων; Ή να ασκήσει πίεση, ώστε η κοινή επιστολή Γαλλίας, Ιταλίας, Ελλάδας, με συμμετοχή και άλλων χωρών του «Νότου», να μην αφορά μόνο την αποζημίωση των ροδακινοπαραγωγών με ψίχουλα, αλλά και την άρση της πολιτικής που δημιουργεί τέτοιες ανάγκες;
Η άρνηση της κυβέρνησης να κινηθεί σε μια τέτοια κατεύθυνση αποδεικνύει πόσο αδιέξοδη είναι η φοβική λογική της «μη διπλωματίας». Και κάνει επιτακτική την ανάγκη όχι μόνο μιας άλλης εξωτερικής πολιτικής, αλλά πριν απ' όλα μιας άλλης κυβέρνησης.
Συνέντευξη στην Αναστασία Γιάμαλη
* Η δήλωσή σας για τα συμπεράσματα του έκτακτου Συμβουλίου Εξωτερικών Υποθέσεων της Ε.Ε. προκάλεσε την αντίδραση της κυβέρνησης. Τι ήταν αυτό που ενόχλησε το υπουργείο Εξωτερικών και έσπευσε να εκδώσει επίσημη ανακοίνωση;
Το μήνυμα που εξέπεμψαν οι υπουργοί Εξωτερικών της Ε.Ε. για Γάζα, Ουκρανία, Ιράκ και Λιβύη στις 15/8 είναι πως δεν υπάρχει πρόθεση να αλλάξουν στο παραμικρό τη στάση τους. Προφανώς ενόχλησε η επισήμανση που έκανα, μετά τη δημοσιοποίηση των «Συμπερασμάτων» τους, ότι δεν υιοθετείται οποιαδήποτε ουσιαστική πρωτοβουλία και ρεαλιστική πρόταση για τον τερματισμό της αιματοχυσίας και στα τέσσερα «μέτωπα». Γι' αυτό και το υπουργείο Εξωτερικών «έσπευσε» να δώσει μια αμήχανη «απάντηση». Προπαντός φαίνεται όμως ότι βρίσκουν ενοχλητική τη διαπίστωση ότι η Ελλάδα έχει και άλλες επιλογές απ' το να υποστηρίζει μέσα στα όργανα της Ε.Ε. πολιτικές αντιποίνων και το ψυχροπολεμικό κλίμα που εξαπλώνεται στα διεθνή φόρα. Ή ότι υπενθυμίζεται το αυτονόητο στη χάραξη της εξωτερικής πολιτικής: Τελικά οφείλει να υπαγορεύεται από τα συμφέροντα του λαού και της χώρας.
* Ποια συμπεράσματα μπορούν να εξαχθούν απ' την εξέλιξη της κρίσης στην Ουκρανία, την αντιμετώπισή της από την Ε.Ε. αλλά και τη στάση της ελληνικής κυβέρνησης;
Η ουκρανική κρίση αποκάλυψε τη θεμελιώδη αδυναμία της Ε.Ε. να προωθήσει την ειρήνη σε διεθνές επίπεδο, χαράσσοντας μια ανεξάρτητη -από τη νατοϊκή λογική- εξωτερική πολιτική. Η Ε.Ε. δεν συνέβαλε στην έγκαιρη διαμόρφωση αρχών συλλογικής ασφάλειας με τη Ρωσία: Xώρες της υποστήριξαν τη «νατοϊκή αντιπυραυλική ασπίδα» στην Αν. Ευρώπη. Προώθησε νεοφιλελεύθερες Συμφωνίες Σύνδεσης, που στην Ουκρανία θα έχουν διαλυτικές συνέπειες για τον παραγωγικό ιστό και την κοινωνία, ενώ ανέχθηκε και νομιμοποίησε ακροδεξιές και νεοναζιστικές δυνάμεις που αναρριχήθηκαν στην ουκρανική κυβέρνηση. Όχι τυχαία, αυτή η κυβέρνηση προχώρησε σε μέτρα, όπως η απαγόρευση του Κ.Κ. Ουκρανίας, και διεξάγει ανελέητες πολεμικές επιχειρήσεις ενάντια στον πληθυσμό της Ανατολικής Ουκρανίας με χιλιάδες θύματα αμάχους και συστηματική καταστροφή υποδομών.
Η Ε.Ε. παραμένει τελικά εγκλωβισμένη στην αδιέξοδη πολιτική κυρώσεων ενάντια στη Ρωσία, που όχι μόνο δεν εντάσσεται σε οποιαδήποτε στρατηγική έστω μεσοπρόθεσμης αποκλιμάκωσης της κρίσης, αλλά οδηγεί και σε ραγδαία επιδείνωσή της σε διεθνές επίπεδο.
Όλα αυτά η κυβέρνηση τα παρακολούθησε αμήχανα, στηρίζοντας όμως τα αντίποινα, με αποκλειστικό κριτήριο την «αλληλεγγύη μεταξύ των εταίρων».
* Οι εξελίξεις σε Ιράκ, Συρία και Λιβύη είναι ραγδαίες, με σημαντική ενίσχυση των τζιχαντιστών. Ποιος ο ρόλος της Δύσης και των περιφερειακών δυνάμεων; Υπάρχουν περιθώρια για πιο ενεργή ελληνική εξωτερική πολιτική; Πώς επηρεάζεται η χώρα μας από αυτές τις κρίσεις;
Οι εξελίξεις σε Ιράκ και Λιβύη αποδεικνύουν την πλήρη αποτυχία της Δύσης, ξεκινώντας από την αμερικάνικη εισβολή στο Ιράκ, να επιβάλλουν με πολεμικές επεμβάσεις δήθεν «εξαγωγής δημοκρατίας» την αντικατάσταση δικτατορικών καθεστώτων με δημοκρατικά στη Μ. Ανατολή και τη Β. Αφρική. Τόσο οι επιπτώσεις των στρατιωτικών επεμβάσεων, όσο και η περιφερειακή δυναμική στη Μ. Ανατολή -που σχετίζεται με την προσπάθεια χωρών, όπως η Σαουδική Αραβία, το Κατάρ, με υποστήριξη δυτικών κύκλων, ν' ανατρέψουν την αυξανόμενη επιρροή του Ιράν στην περιοχή-, «τροφοδότησαν» τις πιο ακραίες και αδίστακτες ισλαμιστικές φονταμενταλιστικές δυνάμεις. Δυτικές και περιφερειακές δυνάμεις ενίσχυσαν μια ασήμαντη ισλαμιστική ομάδα μεταξύ των αντιπάλων του Άσαντ, με αποτέλεσμα τη «γιγάντωση» και αυτονόμηση του ISIL («χαλιφάτο») και την προέλασή του στο Ιράκ, ολοκληρώνοντας τη διάλυσή του και εξοντώνοντας πληθυσμούς, όπως οι Γιεζίντι.
Είναι σημαντικό η Ελλάδα να αξιοποιήσει τη γεωπολιτική θέση και τους παραδοσιακούς δεσμούς της με χώρες της περιοχής, προκειμένου να προωθήσει μια συγκροτημένη πολιτική, με απτές πρωτοβουλίες. Η πολιτική αυτή πρέπει να ενισχύει τον διεθνή ρόλο της Ελλάδας στην εξασφάλιση σταθερότητας και ειρήνης στην περιοχή, χωρίς εμπλοκή της χώρας -άμεση ή έμμεση, π.χ. μέσω χρήσης της νατοϊκής βάσης της Σούδας- σε αδιέξοδες στρατιωτικές επεμβάσεις.
Η σχεδιαζόμενη εγκατάσταση drones στη Σούδα, όπλο για την απαγόρευση του οποίου βρίσκεται σε εξέλιξη διεθνής εκστρατεία, είναι κι απ' αυτή την άποψη εγκληματική και πρέπει να αποτραπεί.
Η Ελλάδα χρειάζεται επίσης να διασφαλίζει τις θέσεις της σε σειρά τομέων που την επηρεάζουν έμμεσα ή άμεσα - μετανάστευση, αντιμετώπιση τρομοκρατίας, προώθηση οικονομικής συνεργασίας στην ευρύτερη περιοχή.
* Οι βομβαρδισμοί στη Γάζα συνεχίζονται. Πώς κρίνετε την πολιτική της κυβέρνησης στην ισραηλινοπαλαιστινιακή σύγκρουση;
Η ισραηλινή εισβολή στα «κατεχόμενα» για ακόμα μια φορά και οι εγκληματικές στρατιωτικές επιχειρήσεις, με το ένα τέταρτο των θυμάτων παιδιά, αποτελούν συνεπακόλουθη εξέλιξη μιας συνολικότερης ισραηλινής πολιτικής, που δεν πίστεψε ποτέ στην ειρηνική συνύπαρξη δύο κρατών, ισραηλινού και παλαιστινιακού, ή ότι η ασφάλεια του ισραηλινού λαού μπορούσε να εξασφαλιστεί με πολιτικά μέσα.
Η θεμιτή πολιτική στενότερης συνεργασίας των ελληνικών κυβερνήσεων με το Ισραήλ τα τελευταία χρόνια δεν μπορεί να προωθείται με αυτόματο πιλότο, «αγνοώντας» ό,τι γίνεται ολόγυρα.
Η ελληνική κυβέρνηση, σε συνεργασία με άλλες ευρωπαϊκές χώρες της Μεσογείου, πρέπει να συμβάλει στην ανάληψη ουσιαστικών πρωτοβουλιών της Ε.Ε. για το Παλαιστινιακό - πέρα απ' τη χρηματοδότηση, κάθε φορά, της ανοικοδόμησης των υποδομών που καταστρέφουν οι βόμβες στη Γάζα. Χρειάζεται επίσης να αντιταχθεί στη διατήρηση ενός θλιβερού δευτερεύοντα ρόλου στη Μέση Ανατολή από την ευρωπαϊκή διπλωματία, ενταγμένου στις εκάστοτε αμερικανικές προτεραιότητες ή σε κοντόφθαλμες εθνικές στρατηγικές.
* O ΣΥΡΙΖΑ, με αφορμή την ουκρανική κρίση και τα αντίποινα κατά της Ρωσίας, δέχεται συχνά την κριτική ότι οι προτάσεις του για την εξωτερική πολιτική δεν είναι ρεαλιστικές επειδή έρχονται σε σύγκρουση με την Ε.Ε.
Η καθημερινή επίκληση, από την κυβέρνηση, της ανάγκης επίδειξης νομιμοφροσύνης στις Βρυξέλλες στο θέμα των κυρώσεων συμπυκνώνει μια γενικότερη ενοχική λογική: Η Ελλάδα απεμπολεί το δικαίωμα να χαράζει ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική -ζωτική ανάγκη και ταυτόχρονα «ευκαιρία» στον σημερινό πολυπολικό κόσμο-, αλλά και το δικαίωμα να συνάπτει συμμαχίες διεκδικώντας τη διασφάλιση των συμφερόντων της στο πλαίσιο της Ε.Ε. Αντίθετα, ο ΣΥΡΙΖΑ έθεσε έγκαιρα τα ουσιαστικά ζητήματα της ουκρανικής κρίσης και την αντίθεσή του στην πολιτική αντιποίνων «δύο μέτρων και δύο σταθμών», ενώ πρόβαλε τις θέσεις του σ' όσα διεθνή φόρα εκπροσωπείται.
* Τελικά, θεωρείτε ότι είναι δυνατή η χάραξη μιας ανεξάρτητης εξωτερικής πολιτικής στην παρούσα συγκυρία;
Ασφαλώς και είναι! Δεν θα μπορούσε μια ελληνική κυβέρνηση να κάνει ό,τι η Φινλανδία - που δεν έχει χάσει το 25% του ΑΕΠ της λόγω κρίσης και Μνημόνιων; Που ενημέρωσε την Ε.Ε. ότι δεν θα συμμετάσχει στα αντίποινα επειδή πλήττουν ιδιαίτερα την οικονομία της, ενώ παράλληλα ζητεί αποζημίωση για τους αγρότες της; Δεν θα μπορούσε η Ελλάδα να συνταχθεί με την κοινή δήλωση των πρωθυπουργών Τσεχίας, Σλοβακίας και Ουγγαρίας για τερματισμό των αντιποίνων; Ή να ασκήσει πίεση, ώστε η κοινή επιστολή Γαλλίας, Ιταλίας, Ελλάδας, με συμμετοχή και άλλων χωρών του «Νότου», να μην αφορά μόνο την αποζημίωση των ροδακινοπαραγωγών με ψίχουλα, αλλά και την άρση της πολιτικής που δημιουργεί τέτοιες ανάγκες;
Η άρνηση της κυβέρνησης να κινηθεί σε μια τέτοια κατεύθυνση αποδεικνύει πόσο αδιέξοδη είναι η φοβική λογική της «μη διπλωματίας». Και κάνει επιτακτική την ανάγκη όχι μόνο μιας άλλης εξωτερικής πολιτικής, αλλά πριν απ' όλα μιας άλλης κυβέρνησης.