Του Δρα Γιάννου Χαραλαμπίδη
Για την επόμενη πενταετία λόγω των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η ΕΕ
Τι σημαίνει αφενός για το Κυπριακό μια τέτοια εξέλιξη και αφετέρου η σαφής θέση του ΕΛΚ για ειδική σχέση της Τουρκίας με την ΕΕ αντί πλήρους ένταξης
Πώς η Τουρκία θέτει ενώπιον της ΕΕ τη συνέχιση της ΚΔ στο πλαίσιο μιας ομοσπονδίας, στη βάση της διπλής πηγής εξουσίας
Η ΕΕ βρίσκεται σε ένα σταυροδρόμι λήψης αποφάσεων που είναι συναφές με το ερώτημα κατά πόσο θα πρέπει να προχωρήσει σε διεύρυνση, ή αν θα δώσει προτεραιότητα στην εμβάθυνση και στην επίλυση πρώτα των δικών της προβλημάτων, για να γνωρίζει πού πατά και πού πηγαίνει. Ενδεχομένως να μπορούν να συμβούν και τα δύο. Πάντως, υπάρχει μια ισχυρή τάση και δη εντός του γερμανικού στρατοπέδου, καθώς και εντός άλλων χωρών και τεχνοκρατών, που υποστηρίζει ότι «η σπονδυλική στήλη της ΕΕ δεν αντέχει το βάρος νέας διεύρυνσης την επόμενη πενταετία και ειδικότερα εάν σε αυτήν συμμετέχει η Τουρκία.
Θεσμικά -όπως τονίζεται- είναι δύσκολο να ληφθεί μια τέτοια απόφαση, διότι συνιστά παραδοχή ότι η περιφερειακή ολοκλήρωση είναι στον γύψο. Όμως, επισημαίνεται, σιωπηρώς και με βάση την πραγματικότητα, «αυτό αναμένεται να συμβεί». Το επιχείρημα που προβάλλεται είναι ότι δεν αντέχει άλλα προβλήματα η ΕΕ και δη εκείνα που θα κουβαλά το καθένα από νέα κράτη-μέλη. Υπογραμμίζεται δε ότι: «Εάν προηγουμένως η ΕΕ δεν δώσει λύσεις στα υφιστάμενα δικά της προβλήματα, δεν μπορεί να επωμιστεί νέα».
Το ζήτημα της διεύρυνσης αφορά στα δυτικά Βαλκάνια και την Τουρκία. Η προηγούμενη εμπειρία με τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία δημιουργούν έντονο σκεπτικισμό, σε σχέση με την οικονομική κατάσταση και τα προβλήματα συνοχής της ΕΕ, καθώς και τη διαφθορά που επικρατεί στις χώρες αυτές. Όσο, δε, για την Τουρκία, τα πράγματα είναι ακόμη πιο δύσκολα.
Ειδική σχέση και τουρκική αγκίστρωση
Ο Ταγίπ Ερντογάν, επί του πολιτειακού συστήματος του οποίου επένδυσαν και οι Ευρωπαίοι και οι Αμερικανοί ως ενός μοντέλου ισλαμικής μετριοπαθούς δημοκρατίας, που θα ήταν δυνατό να μεταφερθεί και σε άλλες μουσουλμανικές αραβικές χώρες, εμφανίζεται πλέον ως επικίνδυνος και αυταρχικός για τον ίδιό του τον λαό.
Υπό αυτές τις συνθήκες και με βάση τα συμφέροντα, καθώς και τα ζητήματα συνοχής της ΕΕ, το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, στις προτάσεις του προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την πενταετία που έρχεται, ξεκαθαρίζει ότι δεν υποστηρίζει την πλήρη ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ.
Αυτή η νομική και πολιτική θέση στηρίζεται στην απόφαση του Δεκεμβρίου του 2004, στην οποία τονίζεται ότι η διαδικασία για την Άγκυρα είναι ανοικτή («open ended»), ενώ στην παράγραφο 23 επισημαίνεται ότι, εάν υπάρχουν δυσκολίες και δεν καταλήξουν οι διαδικασίες αυτές σε θετικό αποτέλεσμα, τότε θα βρεθούν άλλοι τρόποι για να διατηρηθεί η Τουρκία αγκιστρωμένη στην ΕΕ.
Η διάταξη αυτή είχε διατυπωθεί από τη γερμανική και γαλλική Δεξιά με τη στήριξη και άλλων, και αφορά στην ειδική σχέση, η οποία μπορεί στην ουσία να βολεύει την Τουρκία, υπό την έννοια ότι ο εκδημοκρατισμός της χώρας θα προκαλέσει προβλήματα. Η αντίληψη αυτή δεν υιοθετείται μόνον από Κεμαλιστές, αλλά και από το AKP του Ερντογάν και επικεντρώνεται στην εξής πολιτική σκέψη: Ο εκδημοκρατισμός και μάλιστα ενός κοσμικού κράτους δυτικού τύπου θα απειλήσει τη συνοχή της Τουρκίας.
Οι δείκτες της δημοκρατίας στην Τουρκία είναι αντίστροφοι με κείνους της Ευρώπης. Η ενίσχυση και η εμβάθυνση της δημοκρατίας κρατούν την ΕΕ σε συνοχή, ενώ η αποδυνάμωση της δημοκρατίας στην Τουρκία είναι αυτή που διατηρούσε και διατηρεί αφενός στην εξουσία είτε παλαιότερα τους Κεμαλιστές είτε τώρα τους Ισλαμιστές, και αφετέρου την ίδια τη χώρα σε συνοχή.
Από την άλλη, η Άγκυρα δεν πρόκειται να εγκαταλείψει τη θέση της για πλήρη ένταξη και μάλιστα με τους δικούς της όρους, διότι, εάν πετύχει κάτι τέτοιο, θα είναι η μεγαλύτερη δύναμη στην ΕΕ μετά τη Γερμανία, προφανώς μελλοντικά η πρώτη. Και σε επίπεδο Ευρωβουλευτών και σε επίπεδο σταθμισμένων ψήφων και σε επίπεδο στρατιωτικής ισχύος. Αυτοί οι συντελεστές, καθώς και άλλοι, όπως η έκταση και ο πληθυσμός, μπορούν να καταδείξουν την τουρκική υπεροχή.
Στον τομέα της οικονομίας, η Τουρκία μπορεί μεν να συμμετέχει στους G-20 και να έχει ρυθμούς ανάπτυξης, όταν η ΕΕ διέρχεται κρίση, όμως, πάσχει στο θέμα των υποδομών και αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα διαφθοράς, ενώ ελλειμματικό είναι το ισοζύγιο εμπορικών συναλλαγών, με αποτέλεσμα να συμβαίνουν δύο φαινόμενα:
1. Μείωση της ισοτιμίας της τουρκικής λίρας, για να μπορεί να κρατηθεί η ανταγωνιστικότητα.
2. Αύξηση του πληθωρισμού, που σημαίνει ότι οι Τούρκοι και εντός και εκτός συνόρων γίνονται φτωχότεροι.
Όπως και να έχει η κατάσταση, οι ηγέτιδες χώρες της ΕΕ δεν θέλουν την Τουρκία στα πόδια τους ως ισότιμο κράτος-μέλος. Την προτιμούν ερωμένη, παρά σύζυγο με ισχυρές νομικές δεσμεύσεις. Αληθές είναι και κάτι άλλο: Η ΕΕ δεν αντέχει ούτε οικονομικά ούτε κοινωνικά την ένταξη νέων χωρών, εάν δεν διορθώσει τα του οίκου της. Ειδικότερα, η ενσωμάτωση της Τουρκίας συνιστά μια ιδιαίτερη περίπτωση, από κάθε άποψη, δηλαδή από θεσμικής, στρατιωτικής, κοινωνικής και θρησκευτικής πλευράς, λόγω του μουσουλμανικού της χαρακτήρα. Το ίδιο συμβαίνει και με την πολιτική διάσταση του θέματος, αφού η Άγκυρα δεν κρύβει τις βλέψεις της να υπερισχύσει και στον μουσουλμανικό κόσμο και στην ΕΕ.
Το νορβηγικό μοντέλο
Επί του παρόντος, κανείς δεν έχει προσδιορίσει επακριβώς πώς θα είναι το νομικό πλαίσιο της ειδικής σχέσης. Ένα ανάλογο μοντέλο υπάρχει μεταξύ της ΕΕ και της Νορβηγίας, η οποία για τα δικά της εθνικά συμφέροντα θεώρησε καλύτερο να μείνει εκτός της ΕΕ. Όμως, για να διευκολυνθεί και ίδια και η ΕΕ στις εμπορικές και άλλες συναλλαγές, υιοθετήθηκε η δημοκρατία των fax, όπως ονομάστηκε. Δηλαδή, οι νομοθεσίες της ΕΕ στέλνονται στο Όσλο, το οποίο επιλέγει ποιες από αυτές θα ενσωματώσει για να είναι η συνεργασία των δυο μερών πιο εύκολη. Η λογική της ειδικής σχέσης είναι δυνατό να εφαρμοστεί πέραν της Τουρκίας και σε άλλες περιπτώσεις χωρών εκτός της ΕΕ, που μελλοντικά θα θέλουν στενότερη συνεργασία.
Χωριστά δημοψηφίσματα και τριχοτόμηση ΑΟΖ
ΤΟ ΤΟΥΡΚΙΚΟ ΕΓΓΡΑΦΟ ΚΑΙ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΤΩΝ ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΩΝ ΤΟΥΡΚΙΚΩΝ ΘΕΣΕΩΝ
Το ερώτημα είναι πώς το πάγωμα της διεύρυνσης επηρεάζει τις συνομιλίες και τη λύση του Κυπριακού, όταν, από το 2004, όταν δηλαδή η Κυπριακή Δημοκρατία εντάχθηκε στην ΕΕ, ελέχθη ότι το 2005 θα άρχιζαν μεν οι ενταξιακές διαδικασίες της Τουρκίας, αλλά θα ολοκληρώνονταν μέσω μιας δημοκρατικής λύσης στο Κυπριακό. Ερώτημα συναφές: Χάνεται, δηλαδή, ή όχι ο παράγοντας ΕΕ, ως καταλύτης για λύση του Κυπριακού, είτε λόγω της στάσης της ΕΕ είτε λόγω του ενδεχόμενου παγώματος των διευρύνσεων και της προώθησης από το ΕΛΚ της ειδικής σχέσης, αντί της πλήρους ένταξης;
Επί τούτων, υπογραμμίζουμε τα εξής: Πρώτον, οι αποφάσεις και το νομικό πλαίσιο το οποίο καθόρισε η ΕΕ για τη λύση του Κυπριακού δεν ήταν ο δείκτης της στρατηγικής των Αθηνών και της Λευκωσίας. Και εξηγούμε:
Ενώ η αντιδήλωση της 21ης Σεπτεμβρίου τονίζει ρητώς ότι η ΕΕ αναγνωρίζει ως μόνο κράτος στο νησί την Κυπριακή Δημοκρατία και ότι η Τουρκία είναι υποχρεωμένη να την αναγνωρίσει, οι κυπριακές κυβερνήσεις ενεπλάκησαν σε ένα διάλογο για τη διχοτόμηση του ενιαίου κράτους της Κυπριακής Δημοκρατίας σε «δύο ισότιμα συνιστώντα κράτη», δίδοντας τη δυνατότητα στην Άγκυρα να ισχυρίζεται ότι η όποια αναγνώριση θα επέλθει με τη λύση και να καταθέτει στο Συμβούλιο Σύνδεσης Τουρκίας - ΕΕ έγγραφο, στο οποίο αναφέρονται μεταξύ άλλων τα εξής:
α) Η Κυπριακή Δημοκρατία είναι εκλιπούσα.
β) Η συμφωνία της 11ης Φεβρουαρίου, την οποία υποστηρίζει η Τουρκία, προνοεί διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία «δύο ισότιμων συνιστώντων κρατών».
Και δικαιολογεί αυτήν τη διχοτομική της θέση, ισχυριζόμενη στο έγγραφο, ότι η Κυπριακή Δημοκρατία προέκυψε από χωριστή αυτοδιάθεση των δυο Κοινοτήτων! Δηλαδή, είναι δυνατό να επιχειρηματολογήσει εν συνεχεία ότι στην Κύπρο, από της εγκαθιδρύσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας, υπήρχαν δύο λαοί. Διότι, μόνο σε λαούς παραχωρείται το δικαίωμα της αυτοδιαθέσεως. Εφόσον γίνεται λόγος για συνέχεια της Κυπριακής Δημοκρατίας, αυτονόητο για τους Τούρκους είναι ότι το νέο πολιτειακό σύστημα θα έχει διπλή πηγή εξουσίας τους δύο λαούς, δύο αυτοδιαθέσεις και δύο κυριαρχίες.
Η ευθύνη της κυπριακής και της ελληνικής κυβέρνησης
Υπό αυτές τις συνθήκες, το εν λόγω τουρκικό έγγραφο της 23ης Ιουνίου θα έπρεπε, όταν είχε διαβαστεί από την Ελληνική Προεδρία, να επιστραφεί ως απαράδεκτο και προσβλητικό για την ίδια την ΕΕ, η οποία αποτελείται από κράτη - μέλη μεταξύ των οποίων και η Κυπριακή Δημοκρατία, η οποία, με βάση το Πρωτόκολλο 10, εντάχθηκε ολόκληρη στην ΕΕ. Ακόμη και αν ισχυριστεί κάποιος ότι ως Προεδρία δεν θα μπορούσε να προβεί σε μια τέτοια κίνηση, θα μπορούσαν τα Υπουργεία Εξωτερικών Κύπρου και Ελλάδος να επιστρέψουν το έγγραφο ως απαράδεκτο, με συνοδευτικό κείμενο που να δικαιολογεί την ενέργειά τους με ανάλογη κοινοποίηση και προς την ΕΕ.
Συνεπώς, κυρίως η ευθύνη βαραίνει τις κυβερνήσεις Κύπρου και Ελλάδος και όχι την ΕΕ, οι οποίες παροπλίζουν όλα τα διπλωματικά και νομικά εφόδια που τους προσφέρονται. γ) Η ΑΟΖ της Κύπρου θα πρέπει να τριχοτομηθεί, αφού, όπως αναφέρεται στο τουρκικό έγγραφο, έχει ήδη κατατεθεί από την Τουρκία αίτημα για καθορισμό υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ, καθώς και ότι δεν αναγνωρίζεται η ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας, ενώ γίνεται ταυτοχρόνως επίκληση των δικαιωμάτων των Τουρκοκυπρίων, τα οποία δεν μπορούν να ασκούν οι Ελληνοκύπριοι και συνεπώς έχουν χωριστά επί του αερίου δικαιώματα.
Η επιδίωξη της Τουρκίας για τριχοτόμηση της ΑΟΖ προκύπτει από τη νομική φιλοσοφία του τουρκικού εγγράφου της 23ης Ιουνίου, όπως έχει ήδη εξηγηθεί: Δηλαδή, με τις αναφορές σε άσκηση ήδη χωριστών δικαιωμάτων αυτοδιάθεσης των Κοινοτήτων, ως διπλής πηγής σύνθεσης και κυριαρχίας της Ζυρίχης από τη στιγμή της εγκαθίδρυσής της. Και αυτή η νομική αντίληψη παραπέμπει σε δύο λαούς και χωριστές κυριαρχίες, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Ειδική σχέση και βέτο
Δεύτερον, η πολιτική των κυπριακών κυβερνήσεων, σε αντίθεση με όσα γράφονταν από αυτές τις στήλες, ήταν μονολιθικά και φραστικά προσαρμοσμένη στην ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ, παρότι η Δεξιά και δη το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα ήταν εξ υπαρχής υπέρ της ειδικής σχέσης.
Σε κάθε περίπτωση, η απονομή καθεστώτος ειδικής σχέσης στην Τουρκία δεν μειώνει την ΕΕ ως καταλύτη της λύσης. Το επόμενο διάστημα, ακόμη και αν είναι παγωμένη η διεύρυνση, δεν θα τερματιστεί η ενταξιακή πορεία της Τουρκίας, ούτε θα σταματήσει η ίδια να ζητά άνοιγμα κεφαλαίων και πλήρη ένταξη. Για διαπραγματευτικούς, δε, λόγους θα ήταν ανόητο εκ μέρους της να πράξει κάτι τέτοιο.
Εκείνο που πράττει η Άγκυρα είναι να εφαρμόζει πολλές φορές μια πολιτική που επικεντρώνεται στη λογική ότι δεν έχει την ανάγκη της ΕΕ και ότι μπορεί να δράσει αυτόνομα. Και αυτό συμβαίνει για να αποσείει από τους ώμους της τις πιέσεις και για να εμφανίζεται ο Ερντογάν στο εσωτερικό πιο πατριώτης από τους Κεμαλιστές, αποδυναμώνοντας έτσι την αντιπολίτευση. Άρα, η ειδική σχέση δεν αποστερεί από την Κυπριακή Δημοκρατία τη δυνατότητα άσκησης βέτο, είτε στο άνοιγμα είτε στο κλείσιμο κεφαλαίων, είτε ακόμη και επ' αυτής της τελικής απόφασης, εάν δηλαδή θα δοθεί ή όχι ειδική σχέση στην Τουρκία.
Πάγωμα διεύρυνσης και φυσικού αερίου
Όσο, δε, για το πάγωμα της διεύρυνσης εντός της πενταετίας, η Τουρκία, ούτως ή άλλως, δεν θα ήταν έτοιμη για κάτι τέτοιο, δηλαδή για πλήρη ένταξη, ενώ η στάση της στο Κυπριακό, χωρίς το ανάλογο κόστος, που αφορά στο δικό μας βέτο επί του ανοίγματος και κλεισίματος κεφαλαίων, δεν πρόκειται να γίνει διαλλακτικότερη.
Είναι πιθανόν να καταστεί πιο επιθετική και ειδικότερα εντός της κυπριακής ΑΟΖ, με στόχο, εάν δεν πετύχει τη λύση που επιδιώκει στο Κυπριακό, να παγώσει μαζί με την ένταξη και την εκμετάλλευση του κυπριακού φυσικού αερίου, εκτός και αν δημιουργηθούν αποτρεπτικές συνθήκες στα εξής επίπεδα:
1. Στο στρατιωτικό και στρατηγικό με το Ισραήλ και την Ελλάδα.
2. Στην εμπλοκή όσο το δυνατόν περισσότερων εταιρειών εκμετάλλευσης, και
3. Στην προώθηση της μετατροπής της Κύπρου ως εναλλακτικής οδού φυσικού αερίου, από την οποία θα τροφοδοτείται η Ευρώπη.
Αναφερόμαστε, δηλαδή, σε αλλαγή ισοζυγίων δυνάμεων, διότι η τουρκική αδιαλλαξία τροφοδοτείται από τη δική μας αδυναμία. Ταυτοχρόνως, είναι αξίωμα στις διεθνείς σχέσεις ότι σε όλες τις συγκρούσεις η διευθέτηση στηρίζεται επί των ανισοζυγίων δυνάμεων. Το δίκαιο, για να μπορεί να εφαρμοστεί, θα πρέπει να συνοδεύεται από ισχύ. Εάν το ένα μέρος διαθέτει μόνο δίκαιο χωρίς ισχύ και το άλλο ισχύ, τότε είτε η ισχύς επιβάλλεται του δικαίου είτε έχουμε αδιέξοδο. Ότι, δηλαδή, συμβαίνει επί μακρόν στο Κυπριακό.