13 Ιουλίου 2014

Μια… χρήσιμη βεντέτα

Του Νικόλα Ζηργάνου

Δεν είχαν περάσει ούτε 24 ώρες από την απαγωγή των τριών ανήλικων Ισραηλινών (Ναφτάλι Φρένκελ, Γκιλάντ Σαέρ και Εγιάλ Γιφράχ) έξω από παράνομο οικισμό Εβραίων εποίκων στην κατεχόμενη Δυτική Οχθη και ο πρωθυπουργός του Ισραήλ, Μπενιαμίν Νετανιάχου, δήλωνε στους γονείς των απαχθέντων ότι θα κάνει τα πάντα για να τους εντοπίσει και κατηγόρησε ευθύς εξ αρχής ως υπεύθυνη την Χαμάς. Ωστόσο, τόσο οι αρχές ασφαλείας όσο και ο πρωθυπουργός γνώριζαν ήδη ότι τα τρία παιδιά είχαν δολοφονηθεί και μάλιστα οι μυστικές υπηρεσίες είχαν ισχυρές ενδείξεις -αν όχι τη βεβαιότητα- και για την ταυτότητα δύο υπόπτων.


Λίγα λεπτά μετά την απαγωγή, στις 10.25 το πρωί της 12ης Ιουνίου κι ενώ τα τρία παιδιά επιβιβάζονταν με την απειλή όπλου σε αυτοκίνητο, ο 16χρονος Γκιλάντ Σαέρ πήρε κρυφά από το κινητό του την Αμεση Δράση και την ειδοποίησε για την απαγωγή. Στη συνέχεια άφησε το τηλέφωνό του ανοιχτό (ένα δραματικό ηχητικό ντοκουμέντο που ηχογραφήθηκε από τις αρχές, διάρκειας δύο λεπτών και εννέα δευτερολέπτων) στο οποίο ακούγονται εντολές των απαγωγέων προς τα παιδιά να σκύψουν τα κεφάλια τους και στη συνέχεια δέκα πνιχτές (λόγω του σιγαστήρα) εκπυρσοκροτήσεις πυροβόλου όπλου. Ακολούθησαν πανηγυρισμοί των δραστών και στη συνέχεια η γραμμή έκλεισε.

Προμελετημένο έγκλημα

Ηταν ένα προμελετημένο έγκλημα, κατέληξαν οι πράκτορες του FBI, οι οποίοι αναμίχθηκαν στην έρευνα γιατί το ένα από τα τρία θύματα, ο 16χρονος Φρένκελ, είχε και αμερικανική υπηκοότητα. Αυτό ανατρέπει τις αρχικές εικασίες των ισραηλινών αρχών ότι πιθανώς οι δράστες ήθελαν να απαγάγουν τους νεαρούς Εβραίους προκειμένου να τους ανταλλάξουν με Παλαιστίνιους κρατούμενους. Η θεωρία αυτή ήθελε να υπηρετήσει την προπαγάνδα πως υπήρχε οργανωμένο σχέδιο (βλέπε Χαμάς) και δεν ήταν μια τυφλή -και βεβαίως αποτρόπαια και καταδικαστέα- πράξη εκδίκησης και μίσους από δύο άτομα που λειτουργούσαν από μόνα τους.

Σύμφωνα με την Μπατ Γκαλίμ Σαέρ, μητέρα του θύματος Γκιλάντ Σαέρ, η αστυνομία κάλεσε άμεσα τους γονείς και τους έβαλε να ακούσουν το ηχογραφημένο τηλεφώνημα. Σε ερώτηση για τους δέκα πυροβολισμούς και αν εκτιμούν οι αρχές ότι τα παιδιά εκτελέστηκαν, οι αστυνομικοί απάντησαν ότι ο ήχος ήταν από άσφαιρα πυρά και να μην ανησυχούν.

Σε εκείνη την κρίσιμη στιγμή εξυπηρετούσε την κυβέρνηση να συνεχιστεί το δράμα της αναζήτησης, να ευαισθητοποιηθεί η κοινή γνώμη, να φορτιστεί συναισθηματικά και να αρχίσει να χτίζεται το υπόβαθρο για μια νομιμοποίηση σκληρής αντίδρασης και «δίκαιης τιμωρίας των ενόχων», που βεβαίως ήταν η Χαμάς.

Σε εκείνη την ευαίσθητη στιγμή, η υπηρεσία εσωτερικής ασφάλειας του Ισραήλ επέβαλε με απόφασή της απαγόρευση στα ΜΜΕ κάθε αναφοράς στοιχείων σχετικών με την υπόθεση «για λόγους ασφαλείας». Αυτή η απαγόρευση υποτίθεται ότι εξυπηρετούσε την ασφάλεια των τριών παιδιών, όμως ήταν ήδη γνωστό στις αρχές ότι ήταν νεκρά. Στην πραγματικότητα, ήταν μια απαγόρευση που διευκόλυνε τη συσκότιση των γεγονότων, μια επιχείρηση χειραγώγησης των ΜΜΕ, μια πολιτική απόφαση που δεν είχε καθόλου σχέση με την ασφάλεια των τριών θυμάτων. Η κυβέρνηση ήθελε να κερδίσει χρόνο για να καταλήξει πώς θα χειριστεί την αναπάντεχη εξέλιξη που ξάφνιασε ακόμη και την ίδια τη Χαμάς. Για τον Νετανιάχου μπορεί η επιχείρηση αυτή να ήταν -πέρα από μια τραγωδία- μια ευκαιρία για να πετύχει στρατιωτικά και πολιτικά οφέλη.

Την επόμενη ημέρα της απαγωγής, η Παλαιστινιακή Αρχή ενημέρωσε τις μυστικές υπηρεσίες του Ισραήλ ότι είχαν εξαφανιστεί από τα σπίτια τους δύο Παλαιστίνιοι χαμασίτες που ζούσαν στη Χεβρώνα. Ηταν ο 29χρονος Μαρουάν Καουάσμε (ο οποίος είχε συλληφθεί στο παρελθόν πέντε φορές) και ο Αμερ Αμπού Εϊσε, ο αδελφός του οποίου είχε σκοτωθεί το 2005 από ισραηλινά πυρά.

Το επώνυμο του Καουάσμε δεν ήταν καθόλου άγνωστο τόσο στις παλαιστινιακές όσο και στις ισραηλινές υπηρεσίες ασφαλείας. Οι Καουάσμε είναι ένα διευρυμένο σόι, μια εκτεταμένη οικογένεια της Χεβρώνας, από τις πλέον ισχυρές και πολυάριθμες στα κατεχόμενα, με σχεδόν 10.000 μέλη. Φημίζονται για τη σκληροπυρηνική και αυτονομημένη δράση τους που δεν υπακούει σε πολιτικούς συμβιβασμούς. Δεκαπέντε άτομα της οικογένειας έχουν σκοτωθεί κατά τη διάρκεια της δεύτερης Ιντιφάντα, εννέα από τα οποία ήταν βομβιστές αυτοκτονίας.

«Αναλώσιμοι» αρχηγοί

Αρχηγός της οικογένειας ήταν εκείνη την περίοδο ο Αμπντάλα Καουάσμε, ο οποίος έπεσε θύμα στοχευμένης δολοφονίας από τους Ισραηλινούς. Τον αντικατέστησε ο πρώτος του εξάδελφος, Μπασέλ, ο οποίος επίσης δολοφονήθηκε. Τον διαδέχτηκε ο Ιμάντ Καουάσμε, ο οποίος συνελήφθη από την αστυνομία το 2003, καταδικάστηκε σε ισόβια και έκτοτε κρατείται στη φυλακή. Τη θέση του πήρε ο Μαρουάν Καουάσμε, που σήμερα θεωρείται βασικός ύποπτος για την απαγωγή των τριών παιδιών.

Ολα τα θύματα της οικογένειας Καουάσμε, αλλά και ο Μαρουάν, ζούσαν στη συνοικία Αμπού Κατίλα της Χεβρώνας, σε απόσταση μεταξύ τους το πολύ ενός χιλιομέτρου.

Οπως αποκάλυψε ο Ισραηλινός δημοσιογράφος Σλόμι Ελντάρ, μια ομάδα της οικογένειας Καουάσμε ανήκαν στο ευρύτερο ρεύμα της Χαμάς, αλλά είχαν τη δική τους «οικογενειακή» ατζέντα, ανεξάρτητα από τις βουλές των πολιτικών της Γάζας (στην ευρύτερη οικογένεια υπάρχουν επίσης πολλοί μετριοπαθείς).

Το παρελθόν της ομάδας ήταν ιδιαίτερα βεβαρημένο, γεμάτο από μονομερείς ενέργειες, αντίθετες και τελικά βλαπτικές για τη Χαμάς. Χαρακτηριστικό γνώρισμα των δυναμικών ενεργειών της «οικογενειακής οργάνωσης» ήταν να παρεμβαίνει με τυφλά τρομοκρατικά χτυπήματα όταν η Χαμάς, η Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (ΟΑΠ) και το Ισραήλ συνομολογούσαν εκεχειρία. Η βεντέτα ήταν πιο ισχυρή από τον πολιτικό υπολογισμό.

Στις 26 Ιουνίου 2003, εν μέσω της δεύτερης Ιντιφάντα, το Ισραήλ δολοφόνησε τον Αμπντάλα Καουάσμε.

Στις 29 Ιουνίου, η Χαμάς, με την ευλογία του πνευματικού της ηγέτη, σεΐχη Αχμεντ Γιασίν (που αργότερα δολοφονήθηκε από τους Ισραηλινούς), μαζί με την ΟΑΠ και την Ισλαμική Τζιχάντ κήρυξαν τρίμηνη μονομερή εκεχειρία με το Ισραήλ. Η εκεχειρία έσπασε στις 19 Αυγούστου, όταν δύο μέλη της οικογένειας Καουάσμε ανατινάχτηκαν -σε αντίποινα για τη δολοφονία του Αμπντάλα- μέσα σε λεωφορείο στην Ιερουσαλήμ. Είκοσι τρία άτομα σκοτώθηκαν, μεταξύ των οποίων επτά παιδιά.

Το επιφανές στέλεχος της Χαμάς στη Γάζα, Αμπού Σανάμπ, ο οποίος εθεωρείτο από τους πλέον μετριοπαθείς της τότε ηγεσίας, είχε δηλώσει μετά την τρομοκρατική επίθεση στο λεωφορείο που υπονόμευσε την εκεχειρία (την οποία ήθελε να διατηρήσει η Χαμάς) ότι «η επίθεση στην Ιερουσαλήμ ήταν ένα σοβαρό λάθος από άτομα που παραβίασαν διαταγές και πως το θέμα πρέπει να διερευνηθεί και οι υπεύθυνοι να λογοδοτήσουν». Το Ισραήλ κατηγόρησε τη Χαμάς ως υπεύθυνη για την επίθεση στο λεωφορείο και δολοφόνησε τον… Αμπού Σανάμπ.

Αυτόνομη δράση

Το 2004, το Ισραήλ πρότεινε μέσω του Αιγύπτιου υπουργού Πληροφοριών, Ομαρ Σου- λεϊμάν, στην ηγεσία της Χαμάς να σταματήσουν οι τρομοκρατικές επιθέσεις κατά του Ισραήλ και σε αντάλλαγμα να σταματήσουν οι στοχευμένες δολοφονίες στελεχών της ισλαμικής οργάνωσης. Η διαπραγμάτευση δεν πέτυχε, καθώς ο Αχμεντ Καουάσμε και άλλος ένας Παλαιστίνιος ανατινάχτηκαν μέσα σε δύο λεωφορεία στην Μπιρσέμπα με απολογισμό 16 νεκρούς Ισραηλινούς. Ο Σουλεϊμάν φέρεται να τηλεφώνησε στον τότε πρωθυπουργό του Ισραήλ, Αριέλ Σαρόν, και τον ενημέρωσε πως η Χαμάς δεν είχε σχέση με την επίθεση και πως κάποιοι στη Χεβρώνα έκαναν του κεφαλιού τους.

Με αυτήν την προϊστορία και με δεδομένο ότι δεν έχει παρουσιαστεί κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει την εμπλοκή της Χαμάς στην απαγωγή και τη δολοφονία των τριών νεαρών Ισραηλινών, οι κατηγορίες που εξαπολύει ο Νετανιάχου κατά της κυβέρνησης της Γάζας και συλλογικά κατά των Παλαιστινίων είναι έωλες, προκατασκευασμένες και εξυπηρετούν μόνο και μόνο να χτυπηθεί η παλαιστινιακή ενότητα.

Στο παρελθόν, όταν υπήρχε αναζήτηση Παλαιστινίου ως υπόπτου για τρομοκρατική επίθεση, οι αρχές έβγαζαν επίσημη ανακοίνωση και τον καταζητούσαν. Τώρα, στην υπόθεση της στυγερής δολοφονίας των τριών νεαρών Εβραίων, αντί να κατονομαστούν αμέσως (η δημόσια αναγγελία αναζήτησης έγινε με καθυστέρηση εβδομάδων) και να αναζητηθούν οι ύποπτοι, οι οποίοι κατά πάσα πιθανότητα έδρασαν αυτονομημένοι και από μόνοι τους, κατηγορήθηκε ο βολικός πολιτικός στόχος, η Χαμάς, και πληρώνει το τίμημα συλλογικά ο παλαιστινιακός λαός. Ακόμη κι αν δεν υπήρχε η βεντέτα με τους Καουάσμε, το Ισραήλ θα έπρεπε να τους είχε εφεύρει.