Του Χριστόδουλου Κ. Γιαλλουρίδη
- Οφείλουμε άμεσα να σχεδιάσουμε στρατηγικές υπεράσπισης της διεθνούς νομιμότητας
- Το πρόβλημα δεν συνίσταται στο ότι η Τουρκία δεν μας αναγνωρίζει, αλλά στο ότι όλα τα υπόλοιπα κράτη, ημών προεξαρχόντων, δεν αντιδρούμε σε αυτήν την προσβολή της διεθνούς δικαιοταξίας
- Η ΤΟΥΡΚΙΑ έχει ήδη επιβληθεί στα μάτια της διεθνούς κοινότητας ως ο γεωπολιτικός ηγεμόνας της περιοχής
Η Τουρκία έχει το θράσος να χαρακτηρίζει την Κυπριακή Δημοκρατία που υφίσταται εδώ και πενήντα και πλέον χρόνια ως ανεξάρτητη, αναγνωρισμένη διεθνώς οντότητα και μέλος όλων των διεθνών οργανισμών, ως «ανύπαρκτη πολιτεία». Θεωρεί, δε, αυτό το κατασκεύασμα, που είναι προϊόν διεθνούς παρανομίας, εισβολής και κατοχής ως τη μόνη νόμιμη κρατική οντότητα που υφίσταται στο νησί, την οποία αναγνωρίζει αυτή και μόνον από όλα τα κράτη της οικουμένης.
Το πρόβλημα, λοιπόν, δεν συνίσταται στο ότι η Τουρκία δεν μας αναγνωρίζει ότι υπάρχουμε, αλλά στο ότι όλα τα υπόλοιπα κράτη, της Ευρώπης συμπεριλαμβανομένης και ημών προεξαρχόντων, δεν αντιδρούμε με όλη τη διπλωματική δύναμη που μπορεί να έχει ένα κράτος σε αυτήν την προσβολή της διεθνούς νομιμότητας, του διεθνούς δικαίου, αλλά και της ίδιας της λογικής. Διότι πώς είναι δυνατόν η χώρα αυτή να διεκδικεί την παρουσία της στην Ευρώπη, την ένταξή της στην Ε.Ε. και την αναγνώρισή της από τη διεθνή κοινότητα ως ένα κράτος που σέβεται τις αρχές και τους κανόνες που διέπουν το διεθνές σύστημα κρατών και εμπράκτως αναγνωρίζουν τη διεθνή δικαιοταξία, όταν όχι μόνο προσβάλλει τους πλέον βασικούς κανόνες της διεθνούς πολιτικής, αλλά επιχειρεί να τους γελοιοποιήσει κατά τον πλέον χονδροειδή τρόπο;
«Νομιμοποίηση» της ΤΔΒΚ
Η Τουρκία έπαψε να αναγνωρίζει την Κύπρο ως Κυπριακή Δημοκρατία ήδη από το 1964, όταν οι δύο κοινότητες συγκρούστηκαν και διέρρηξαν τους δεσμούς των Συμφωνιών Ζυρίχης - Λονδίνου. Παρά τη συνταγματική κρίση και την εσωτερική σύγκρουση, η διεθνής κοινότητα εξακολουθούσε να αναγνωρίζει, όπως και πράττει μέχρι και σήμερα, την Κυπριακή Δημοκρατία, ως τον μοναδικό εκπρόσωπο της Κύπρου και του κυπριακού λαού διεθνώς, ενώ η Τουρκία δεν τόλμησε μέχρι και το 1974 να αναγνωρίσει τους Τουρκοκυπρίους ως ξεχωριστή κρατική οντότητα. Το σημείο καμπή για την Τουρκία ήταν η εισβολή του 1974 και η κατοχή του κυπριακού εδάφους, ο εκτοπισμός των Ελληνοκυπρίων από τις εστίες τους και η εγκατάσταση εποίκων στην κατεχόμενη βόρεια Κύπρο.
Από το 1974 και εντεύθεν, η Τουρκία επιχειρούσε τη συγκομιδή των κερδών της επί του εδάφους, να τη μετατρέψει σε κρατική υπόσταση, υλοποιώντας, έτσι, το παλαιό σχέδιο του Νιχάτ Ερίμ του 1956 για τη διχοτόμηση και τον έλεγχο της Κύπρου. Το 1983, με την ανακήρυξη του ψευδοκράτους, η Τουρκία πλέον ετέθη επικεφαλής μιας διεθνούς προσπάθειας αναγνώρισης στην Κύπρο ενός τουρκικού κράτους, το οποίο θα ήταν ο μοναδικός εκπρόσωπος της νήσου διεθνώς. Η Τουρκία επιχειρεί από τώρα, δηλαδή από το 1983 - 2014, καλύπτοντας μια διαδρομή τριάντα ετών, νομιμοποίησης της κατοχής μέσα από την «Τουρκική Δημοκρατία της Βορείου Κύπρου».
Η τουρκική στρατηγική
Η Τουρκία απέδειξε αντοχή, θράσος, αλαζονεία, αλλά και μεγάλη ικανότητα στη διάγνωση της διεθνούς υποκρισίας και του κυνισμού που διαχέεται παντού στις σχέσεις κρατών και οργανωμένων εθνικών οντοτήτων στη διεθνή πολιτική. Διότι, είναι σαφές πως η Τουρκία επιχειρεί αυτήν τη στιγμή να εμπεδώσει την αντίληψη πως η Κύπρος αποτελεί έναν τουρκικά ελεγχόμενο χώρο. Η γεωπολιτική του ελέγχου είναι απολύτως θεμιτή στις διεθνείς σχέσεις και αυτή είναι ανεξάρτητη από το δίκαιο, την ιστορία και τον πολιτισμό.Το εξωφρενικό εν προκειμένω συνίσταται στο ότι η Κύπρος αποτελεί για όλους τους στοιχειωδώς εγγράμματους σε όλον τον κόσμο, ένα κλασικό τμήμα του ελληνικού πολιτισμού με ιστορία και διαδρομή τριών χιλιάδων ετών και πλέον.
Η γλώσσα και οι παραδόσεις διατηρήθηκαν από την εποχή του Ομήρου ελληνικές. Όσοι και αν πέρασαν κατακτητές, δεν μπόρεσαν να αλλάξουν τα θεμέλια του πολιτισμού. Διατηρήθηκαν αλώβητα. Οι Τουρκοκύπριοι αποτελούν, σύμφωνα με μελέτες έγκριτων ιστορικών, Ελλήνων και ξένων, εξισλαμισθέντες Έλληνες, όπως συνέβη σε πολλά μέρη του Ελληνισμού. Οι Τουρκοκύπριοι, ούτε ήσαν, ούτε είναι εμπόδιο στη διαδικασία επίλυσης του κυπριακού προβλήματος. Το πρόβλημα συνίσταται στην Άγκυρα, η οποία διεκδικεί τον γεωπολιτικό έλεγχο του χώρου και τη μετατροπή των Ελλήνων της Κύπρου από μέγιστη πλειοψηφία σε ελάχιστη μειοψηφία (τούτο σημαίνει ότι εντάσσονται οι 700.000 Έλληνες της Κύπρου στον τουρκικό γεωπολιτικό χώρο των 80 εκατομμυρίων).
Επομένως, αυτό που επιχειρεί η Τουρκία, διά της επιμονής στο σχιζοφρενικό περί ύπαρξης ενός κράτους που είναι η «Τουρκική Δημοκρατία της Βορείου Κύπρου», αποσκοπεί φυσικά στην επικοινωνιακή εμπέδωση της εικόνας της νήσου Κύπρου ως τουρκικής. Αυτό δεν επιτρέπεται να συνιστά για εμάς επουσιώδους σημασίας ζήτημα, αφού αποτελεί ουσιαστικά την αιχμή του δόρατος της τουρκικής στρατηγικής, η οποία, όπως είπαμε πιο πάνω, επιδιώκει σταδιακά τη νομιμοποίηση της κατοχής και τη δημιουργία ενός κράτους ασαφούς ταυτότητας, το οποίο να ελέγχεται από την Τουρκία, η οποία είναι ήδη στα μάτια της διεθνούς κοινότητας, ο γεωπολιτικός ηγεμόνας της περιοχής.
Αδιαπραγμάτευτη η κυριαρχία της Κ.Δ.
Τούτων δοθέντων, εάν δεν θέλουμε να αφήσουμε την Κύπρο σταδιακά να παραδοθεί στον τουρκικό στρατηγικό έλεγχο, που σημαίνει προτεκτορατοποίηση, οφείλουμε να σχεδιάσουμε και να εφαρμόσουμε άμεσα στρατηγικές υπεράσπισης της διεθνούς νομιμότητας στην Κύπρο. Υπάρχουν ορισμένα ζητήματα, τα οποία στη διεθνή πολιτική δεν είναι διαπραγματεύσιμα. Η κρατική υπόσταση και κυριαρχία μιας πολιτείας, όπως η Κύπρος, δεν είναι διαπραγματεύσιμη. Αυτό, δε, το γεγονός είναι ανεξάρτητο από τη διαδικασία επίλυσης του Κυπριακού, που αποτελεί υπόθεση εσωτερικής αναδόμησης του κυπριακού κράτους, εφόσον συμφωνηθεί λύση, και που δεν άπτεται της υπόστασης της Κύπρου ως υποκειμένου διεθνούς δικαίου.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ Κ. ΓΙΑΛΛΟΥΡΙΔΗΣ
Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής,
Κοσμήτορας Σχολής Διεθνών Σπουδών,
Επικοινωνίας και Πολιτισμού
Παντείου Πανεπιστημίου