Ο αναπληρωτής καθηγητής του πανεπιστημίου
Πελοποννήσου περιγράφει τις επιπτώσεις από τις εξελίξεις στο Ιράκ, αλλά
και στην Ουκρανία
Από τον Κώστα Ράπτη
Μέσα σε λίγες ημέρες το περιφερειακό περιβάλλον της Ελλάδας αναδιατάχθηκε θεαματικά, με την εξάπλωση της αστάθειας τόσο στον μετασοβιετικό χώρο όσο και στη Μέση Ανατολή. Μια αξιολόγηση των εξελίξεων από την οπτική γωνία των προτεραιοτήτων της ελληνικής διπλωματίας επείγει. Εξού και το «Κ» απευθύνθηκε στον αν. καθηγητή του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και υπεύθυνο του Κέντρου Μεσογειακών, Μεσανατολικών και Ισλαμικών Σπουδών, Σωτήρη Ρούσσο, για μια πρώτη αποτίμηση.
Συνδέονται με έναν βαθύτερο τρόπο οι κρίσεις σε Ουκρανία και Ιράκ;
Συνδέονται με δύο τρόπους: Ο πρώτος είναι ότι προφανώς στον κόσμο μας υπάρχει πια ένα μονοπολυπολικό σύστημα, δηλαδή υπάρχει η μεγάλη υπερδύναμη, η ισχύς της οποίας δεν αμφισβητείται, αλλά και περιφερειακές δυνάμεις, π.χ. η Ρωσία στην Ευρασία, η Κίνα στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού ή και μικρότερες, όπως το Ιράν, η Τουρκία, η Σαουδική Αραβία, που μπορούν να ασκούν τουλάχιστον εξίσου μεγάλη επιρροή με τις ΗΠΑ στον άμεσο περίγυρό τους.
Ο δεύτερος τρόπος, περισσότερο απειλητικός για τη διεθνή ασφάλεια και σταθερότητα, είναι ότι δημιουργούνται στις παρυφές της Δύσης περιοχές με χαρακτήρα «υβριδικού κράτους» ή «ζώνες χάους», π.χ. μεταξύ Συρίας-Ιράκ, στο οιονεί κράτος του Ιρακινού Κουρδιστάν, αλλά και στην Ανατολική Ουκρανία, όπου δεν έχουμε ούτε σταθερότητα ούτε επιβολή της κρατικής κυριαρχίας.
Πώς επηρεάζονται τα θέματα άμεσου ελληνικού ενδιαφέροντος;
Το νέο περιβάλλον δημιουργεί ευκαιρίες για την Τουρκία στα ανατολικά της. Έως τώρα οι Ερντογάν και Νταβούτογλου δεν κατάφεραν να εκμεταλλευτούν τις δυνατότητες που παρουσιάστηκαν, ώστε η Άγκυρα να αναδειχθεί σε περιφερειακό ηγεμόνα, χρήσιμο στις ΗΠΑ. Είναι χαρακτηριστικό ότι το κουρδικό στοιχείο σε Συρία και Ιράκ είναι το μόνο που κατάφερε να αποκρούσει τους τζιχαντιστές και αυτό ανέβασε τις μετοχές του διεθνώς.
Ωστόσο, η Τουρκία θα επιχειρήσει να αυξήσει τη διαπραγματευτική της ισχύ ως προς το Κυπριακό και την εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων της Ανατολικής Μεσογείου. Ας μην ξεχνάμε ότι η Τουρκία και το Ισραήλ έχουν κάνει αρκετά βήματα επαναπροσέγγισης: Οι συζητήσεις για έναν αγωγό που θα μεταφέρει το ισραηλινό φυσικό αέριο μέσω Κύπρου στην Τουρκία έχουν προχωρήσει και αυτό θα είναι άλλο ένα στοιχείο πίεσης προς την ελληνοκυπριακή πλευρά.
Η Τουρκία διαθέτει πάντα το μεγάλο ατού της γεωγραφίας: Οποιαδήποτε πρωτοβουλία κι αν αναπτυχθεί στο Ιράκ, και η ίδια η βιωσιμότητα του Ιρακινού Κουρδιστάν, έχει να κάνει με την Τουρκία. Ακόμα και η Άγκυρα, αν έχει αποτύχει στις πρώτες υπερφίαλες επιδιώξεις της, έχει ακόμα μία ευκαιρία μπροστά της: Δεν ξέρουμε αν θα την αντιμετωπίσει μεγαλομανιακά ή, μετά τα προβλήματα που συνάντησε, πιο συνετά.
Τι διακυβεύεται στις ελληνορωσικές σχέσεις;
Η Ελλάδα έχει πολλά να χάσει από τη δημιουργία ενός νέου Ψυχρού Πολέμου. Οι σχέσεις με τη Ρωσία μπορεί να μην είναι πολύ προωθημένες (λ.χ., να μην έχουμε τον πακτωλό επενδύσεων που κάποιοι ανέμεναν), αλλά έχουμε δυνατότητα ανάπτυξής τους καθώς και το τουριστικό ρεύμα.
Η Ελλάδα δεν θα πρέπει να συμπεριλαμβάνεται σε αυτούς που θα υποδαυλίσουν την ένταση στις ρωσοευρωπαϊκές σχέσεις. Η κατάσταση στην Ουκρανία, όπου πολιτικά θα κυριαρχεί ένα μείγμα ακροδεξιών και ολιγαρχών (φιλορώσων ή φιλο-Ε.Ε., αδιάφορο), είναι εξαιρετικά επικίνδυνη, κυρίως ως παράδειγμα για την Ανατολική Ευρώπη συνολικά.
Αντιλαμβάνομαι την ανάγκη των ανθρώπων στην Κριμαία να προστατευτούν, αλλά είμαι εξαιρετικά επιφυλακτικός σε τοπικές πλειοψηφίες που μπορούν να οδηγήσουν σε ανεξαρτητοποιήσεις, με την ένοπλη βοήθεια ταυτόχρονα ενός εξωτερικού δρώντος. Τον κακό αυτόν δρόμο τον άνοιξε το Κόσοβο, με ευθύνη της Δύσης, και δεν θα ήθελα να τον δω να επεκτείνεται στα Βαλκάνια...
Δεν ξεπερνούν οι εξελίξεις τις δυνατότητες της Ελλάδας;
Έχουμε ορισμένες δυνατότητες: Είχαμε μια ευρωπαϊκή προεδρία, όπου δεν είδα κάποια πρωτοβουλία που να οδηγεί στην καλλιέργεια μεγαλύτερης συλλογικότητας. Εμφανιστήκαμε επισπεύδοντες στην αλλαγή καθεστώτος στο Κίεβο, όπως τον Αύγουστο στην προοπτική αμερικανικής επέμβασης στη Συρία...
Στη Μέση Ανατολή βλέπαμε τη συριακή κρίση να εκτυλίσσεται. Όμως στο παρελθόν η Ελλάδα είχε, καλώς ή κακώς, σχέσεις με το μπααθικό καθεστώς, τις οποίες δεν αξιοποίησε για να παίξει μεσολαβητικό ρόλο. Δεν έπαιξε το χαρτί της πολιτιστικής συγγένειας με τους χριστιανούς της περιοχής. Μόνο η Ντόρα Μπακογιάννη πήρε σχετική πρωτοβουλία στην Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Η Ελλάδα θα πρέπει να αποφασίσει ότι είναι μια χώρα συγκεκριμένων δυνατοτήτων: Δεν έχει τη δυνατότητα στρατιωτικά (ούτε, πλέον, οικονομικά) να επιβάλει τις επιδιώξεις της, αλλά μπορεί να προβάλει ως χώρα που διαθέτει αρχές. Αν «νερώσει» αυτόν τον χαρακτήρα της, δεν θα μπορεί να παίξει κανέναν ρόλο. Λ.χ., κακώς επί τόσα χρόνια δεν είχαμε σχέσεις με το Ισραήλ, αλλά, όταν οι κοινές ελληνοϊσραηλινές ασκήσεις βγαίνουν στον Τύπο ως προσομοίωση επίθεσης στο Ιράν, αυτό μας αφαιρεί κάθε δυνατότητα μεσολάβησης στην περιοχή.
Στο οικονομικό περιβάλλον τι αλλάζει;
Το θετικό είναι ότι ο τουρισμός μας ενισχύεται από τη συνολική αστάθεια της Μέσης Ανατολής. Από την άλλη, όμως, το επενδυτικό περιβάλλον έχει αλλάξει: έχουν παρέλθει οι εποχές όπου Λιβανέζοι μετέφεραν τα κεφάλαιά τους στην Ελλάδα, όπως κατά τον εμφύλιο του Λιβάνου. Οπωσδήποτε η παράταση της αστάθειας θα λειτουργήσει αρνητικά και για εμάς, ενώ στην περίπτωση της Ουκρανίας οι εξελίξεις αποτελούν ούτως ή άλλως τροχοπέδη.
Το πρόβλημα είναι ότι, ενώ αλλάζουν πολλά πράγματα και αναδύονται νέες δυνάμεις και νέες μορφές κρατικής υπόστασης, η Ελλάδα τα αντιμετωπίζει όλα με λογική «επαιτείας» - και δεν είναι αυτή η θέση που μας αντιστοιχεί. Στο σημείο αυτό υπάρχει υποτίμηση των δυνατοτήτων της χώρας.
Διατηρούν ή χάνουν οι ΗΠΑ τον έλεγχο των εξελίξεων;
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι και στις δύο περιπτώσεις η αμερικανική στρατηγική, αν θεωρήσουμε ότι είναι αμερικανική, δεν είχε τα καλύτερα αποτελέσματα. Η υποστήριξη στους αντικαθεστωτικούς της Συρίας δεν οδήγησε σε ανατροπή του Άσαντ, ενώ στην Ουκρανία η προσπάθεια προσεταιρισμού της οδήγησε σε προβληματικές καταστάσεις, με την απώλεια της Κριμαίας και τη χώρα στα πρόθυρα εμφυλίου.
Βραχυπρόθεσμα, λοιπόν, οι ΗΠΑ δεν επιτυγχάνουν τους στόχους τους - αν και, όσο πρόβλημα έχουν οι ΗΠΑ στην Ουκρανία, τόσο και μεγαλύτερο έχει η Ρωσία. Οι ΗΠΑ δεν φαίνεται να έχουν προχωρήσει σε αναδιάταξη των περιφερειακών συμμαχιών τους: παραμένουν στο δόγμα του μεταψυχροπολεμικού κόσμου, που, όμως, έχει ξεπεραστεί.
Μήπως πρόκειται απλώς για μια στρατηγική «διαχείρισης του χάους»;
Είναι προφανές ότι οι ΗΠΑ βρίσκονται μπροστά σε μια σημαντική αλλαγή σε όλο τον κόσμο: Η οικονομία τους πηγαίνει καλύτερα, αλλά όχι τόσο ώστε να τους δίνει τις πα-λαιότερες δυνατότητες πολιτικο-στρατιωτικής «υπερέκτασης», ενώ βρίσκονται μπροστά σε προβλήματα που πριν δεν είχαν, π.χ., τόσο ενδυναμωμένους περιφερειακούς εταίρους.
Η κομβική λέξη είναι «διαχείριση»: Θα πρέπει οι ΗΠΑ να μην εμπλέκονται οι ίδιες, αλλά να διαχειρίζονται τα περιφερειακά ζητήματα σε συνεργασία με τρίτους. Χρειάζονται μεγαλύτερη συλλογικότητα στη διαχείριση της ηγεμονίας τους. Οι ΗΠΑ δεν χάνουν από την αναταραχή, αλλά δεν βρισκόμαστε και στη δεκαετία του 1990 και του 2000, όταν μπορούσαν να διαχειριστούν και να προδιαγράψουν την έκβασή της. Αυτό δημιουργεί ανησυχίες, ακόμα και αν είσαι υπερδύναμη.
Στη Μέση Ανατολή, ο μεγαλύτερος φόβος δεν είναι ότι οι τζιχαντιστές θα καταλάβουν τη Βαγδάτη (μικρές οι πιθανότητες), αλλά ότι θα παγιωθεί η χαοτική κατάσταση που υπήρχε και πριν από τη θεαματική προέλασή τους. Βεβαίως, και στην περίπτωση αυτή το μεγαλύτερο πρόβλημα το έχει το Ιράν, διότι δεν μπορεί να χειριστεί την εξέγερση εναντίον φίλιων κυβερνήσεων σε δύο διαφορετικές χώρες, Συρία και Ιράκ.
* Αναδημοσίευση από την εφημερίδα "Κεφάλαιο" της 28ης Ιουνίου
Από τον Κώστα Ράπτη
Μέσα σε λίγες ημέρες το περιφερειακό περιβάλλον της Ελλάδας αναδιατάχθηκε θεαματικά, με την εξάπλωση της αστάθειας τόσο στον μετασοβιετικό χώρο όσο και στη Μέση Ανατολή. Μια αξιολόγηση των εξελίξεων από την οπτική γωνία των προτεραιοτήτων της ελληνικής διπλωματίας επείγει. Εξού και το «Κ» απευθύνθηκε στον αν. καθηγητή του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και υπεύθυνο του Κέντρου Μεσογειακών, Μεσανατολικών και Ισλαμικών Σπουδών, Σωτήρη Ρούσσο, για μια πρώτη αποτίμηση.
Συνδέονται με έναν βαθύτερο τρόπο οι κρίσεις σε Ουκρανία και Ιράκ;
Συνδέονται με δύο τρόπους: Ο πρώτος είναι ότι προφανώς στον κόσμο μας υπάρχει πια ένα μονοπολυπολικό σύστημα, δηλαδή υπάρχει η μεγάλη υπερδύναμη, η ισχύς της οποίας δεν αμφισβητείται, αλλά και περιφερειακές δυνάμεις, π.χ. η Ρωσία στην Ευρασία, η Κίνα στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού ή και μικρότερες, όπως το Ιράν, η Τουρκία, η Σαουδική Αραβία, που μπορούν να ασκούν τουλάχιστον εξίσου μεγάλη επιρροή με τις ΗΠΑ στον άμεσο περίγυρό τους.
Ο δεύτερος τρόπος, περισσότερο απειλητικός για τη διεθνή ασφάλεια και σταθερότητα, είναι ότι δημιουργούνται στις παρυφές της Δύσης περιοχές με χαρακτήρα «υβριδικού κράτους» ή «ζώνες χάους», π.χ. μεταξύ Συρίας-Ιράκ, στο οιονεί κράτος του Ιρακινού Κουρδιστάν, αλλά και στην Ανατολική Ουκρανία, όπου δεν έχουμε ούτε σταθερότητα ούτε επιβολή της κρατικής κυριαρχίας.
Πώς επηρεάζονται τα θέματα άμεσου ελληνικού ενδιαφέροντος;
Το νέο περιβάλλον δημιουργεί ευκαιρίες για την Τουρκία στα ανατολικά της. Έως τώρα οι Ερντογάν και Νταβούτογλου δεν κατάφεραν να εκμεταλλευτούν τις δυνατότητες που παρουσιάστηκαν, ώστε η Άγκυρα να αναδειχθεί σε περιφερειακό ηγεμόνα, χρήσιμο στις ΗΠΑ. Είναι χαρακτηριστικό ότι το κουρδικό στοιχείο σε Συρία και Ιράκ είναι το μόνο που κατάφερε να αποκρούσει τους τζιχαντιστές και αυτό ανέβασε τις μετοχές του διεθνώς.
Ωστόσο, η Τουρκία θα επιχειρήσει να αυξήσει τη διαπραγματευτική της ισχύ ως προς το Κυπριακό και την εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων της Ανατολικής Μεσογείου. Ας μην ξεχνάμε ότι η Τουρκία και το Ισραήλ έχουν κάνει αρκετά βήματα επαναπροσέγγισης: Οι συζητήσεις για έναν αγωγό που θα μεταφέρει το ισραηλινό φυσικό αέριο μέσω Κύπρου στην Τουρκία έχουν προχωρήσει και αυτό θα είναι άλλο ένα στοιχείο πίεσης προς την ελληνοκυπριακή πλευρά.
Η Τουρκία διαθέτει πάντα το μεγάλο ατού της γεωγραφίας: Οποιαδήποτε πρωτοβουλία κι αν αναπτυχθεί στο Ιράκ, και η ίδια η βιωσιμότητα του Ιρακινού Κουρδιστάν, έχει να κάνει με την Τουρκία. Ακόμα και η Άγκυρα, αν έχει αποτύχει στις πρώτες υπερφίαλες επιδιώξεις της, έχει ακόμα μία ευκαιρία μπροστά της: Δεν ξέρουμε αν θα την αντιμετωπίσει μεγαλομανιακά ή, μετά τα προβλήματα που συνάντησε, πιο συνετά.
Τι διακυβεύεται στις ελληνορωσικές σχέσεις;
Η Ελλάδα έχει πολλά να χάσει από τη δημιουργία ενός νέου Ψυχρού Πολέμου. Οι σχέσεις με τη Ρωσία μπορεί να μην είναι πολύ προωθημένες (λ.χ., να μην έχουμε τον πακτωλό επενδύσεων που κάποιοι ανέμεναν), αλλά έχουμε δυνατότητα ανάπτυξής τους καθώς και το τουριστικό ρεύμα.
Η Ελλάδα δεν θα πρέπει να συμπεριλαμβάνεται σε αυτούς που θα υποδαυλίσουν την ένταση στις ρωσοευρωπαϊκές σχέσεις. Η κατάσταση στην Ουκρανία, όπου πολιτικά θα κυριαρχεί ένα μείγμα ακροδεξιών και ολιγαρχών (φιλορώσων ή φιλο-Ε.Ε., αδιάφορο), είναι εξαιρετικά επικίνδυνη, κυρίως ως παράδειγμα για την Ανατολική Ευρώπη συνολικά.
Αντιλαμβάνομαι την ανάγκη των ανθρώπων στην Κριμαία να προστατευτούν, αλλά είμαι εξαιρετικά επιφυλακτικός σε τοπικές πλειοψηφίες που μπορούν να οδηγήσουν σε ανεξαρτητοποιήσεις, με την ένοπλη βοήθεια ταυτόχρονα ενός εξωτερικού δρώντος. Τον κακό αυτόν δρόμο τον άνοιξε το Κόσοβο, με ευθύνη της Δύσης, και δεν θα ήθελα να τον δω να επεκτείνεται στα Βαλκάνια...
Δεν ξεπερνούν οι εξελίξεις τις δυνατότητες της Ελλάδας;
Έχουμε ορισμένες δυνατότητες: Είχαμε μια ευρωπαϊκή προεδρία, όπου δεν είδα κάποια πρωτοβουλία που να οδηγεί στην καλλιέργεια μεγαλύτερης συλλογικότητας. Εμφανιστήκαμε επισπεύδοντες στην αλλαγή καθεστώτος στο Κίεβο, όπως τον Αύγουστο στην προοπτική αμερικανικής επέμβασης στη Συρία...
Στη Μέση Ανατολή βλέπαμε τη συριακή κρίση να εκτυλίσσεται. Όμως στο παρελθόν η Ελλάδα είχε, καλώς ή κακώς, σχέσεις με το μπααθικό καθεστώς, τις οποίες δεν αξιοποίησε για να παίξει μεσολαβητικό ρόλο. Δεν έπαιξε το χαρτί της πολιτιστικής συγγένειας με τους χριστιανούς της περιοχής. Μόνο η Ντόρα Μπακογιάννη πήρε σχετική πρωτοβουλία στην Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Η Ελλάδα θα πρέπει να αποφασίσει ότι είναι μια χώρα συγκεκριμένων δυνατοτήτων: Δεν έχει τη δυνατότητα στρατιωτικά (ούτε, πλέον, οικονομικά) να επιβάλει τις επιδιώξεις της, αλλά μπορεί να προβάλει ως χώρα που διαθέτει αρχές. Αν «νερώσει» αυτόν τον χαρακτήρα της, δεν θα μπορεί να παίξει κανέναν ρόλο. Λ.χ., κακώς επί τόσα χρόνια δεν είχαμε σχέσεις με το Ισραήλ, αλλά, όταν οι κοινές ελληνοϊσραηλινές ασκήσεις βγαίνουν στον Τύπο ως προσομοίωση επίθεσης στο Ιράν, αυτό μας αφαιρεί κάθε δυνατότητα μεσολάβησης στην περιοχή.
Στο οικονομικό περιβάλλον τι αλλάζει;
Το θετικό είναι ότι ο τουρισμός μας ενισχύεται από τη συνολική αστάθεια της Μέσης Ανατολής. Από την άλλη, όμως, το επενδυτικό περιβάλλον έχει αλλάξει: έχουν παρέλθει οι εποχές όπου Λιβανέζοι μετέφεραν τα κεφάλαιά τους στην Ελλάδα, όπως κατά τον εμφύλιο του Λιβάνου. Οπωσδήποτε η παράταση της αστάθειας θα λειτουργήσει αρνητικά και για εμάς, ενώ στην περίπτωση της Ουκρανίας οι εξελίξεις αποτελούν ούτως ή άλλως τροχοπέδη.
Το πρόβλημα είναι ότι, ενώ αλλάζουν πολλά πράγματα και αναδύονται νέες δυνάμεις και νέες μορφές κρατικής υπόστασης, η Ελλάδα τα αντιμετωπίζει όλα με λογική «επαιτείας» - και δεν είναι αυτή η θέση που μας αντιστοιχεί. Στο σημείο αυτό υπάρχει υποτίμηση των δυνατοτήτων της χώρας.
Διατηρούν ή χάνουν οι ΗΠΑ τον έλεγχο των εξελίξεων;
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι και στις δύο περιπτώσεις η αμερικανική στρατηγική, αν θεωρήσουμε ότι είναι αμερικανική, δεν είχε τα καλύτερα αποτελέσματα. Η υποστήριξη στους αντικαθεστωτικούς της Συρίας δεν οδήγησε σε ανατροπή του Άσαντ, ενώ στην Ουκρανία η προσπάθεια προσεταιρισμού της οδήγησε σε προβληματικές καταστάσεις, με την απώλεια της Κριμαίας και τη χώρα στα πρόθυρα εμφυλίου.
Βραχυπρόθεσμα, λοιπόν, οι ΗΠΑ δεν επιτυγχάνουν τους στόχους τους - αν και, όσο πρόβλημα έχουν οι ΗΠΑ στην Ουκρανία, τόσο και μεγαλύτερο έχει η Ρωσία. Οι ΗΠΑ δεν φαίνεται να έχουν προχωρήσει σε αναδιάταξη των περιφερειακών συμμαχιών τους: παραμένουν στο δόγμα του μεταψυχροπολεμικού κόσμου, που, όμως, έχει ξεπεραστεί.
Μήπως πρόκειται απλώς για μια στρατηγική «διαχείρισης του χάους»;
Είναι προφανές ότι οι ΗΠΑ βρίσκονται μπροστά σε μια σημαντική αλλαγή σε όλο τον κόσμο: Η οικονομία τους πηγαίνει καλύτερα, αλλά όχι τόσο ώστε να τους δίνει τις πα-λαιότερες δυνατότητες πολιτικο-στρατιωτικής «υπερέκτασης», ενώ βρίσκονται μπροστά σε προβλήματα που πριν δεν είχαν, π.χ., τόσο ενδυναμωμένους περιφερειακούς εταίρους.
Η κομβική λέξη είναι «διαχείριση»: Θα πρέπει οι ΗΠΑ να μην εμπλέκονται οι ίδιες, αλλά να διαχειρίζονται τα περιφερειακά ζητήματα σε συνεργασία με τρίτους. Χρειάζονται μεγαλύτερη συλλογικότητα στη διαχείριση της ηγεμονίας τους. Οι ΗΠΑ δεν χάνουν από την αναταραχή, αλλά δεν βρισκόμαστε και στη δεκαετία του 1990 και του 2000, όταν μπορούσαν να διαχειριστούν και να προδιαγράψουν την έκβασή της. Αυτό δημιουργεί ανησυχίες, ακόμα και αν είσαι υπερδύναμη.
Στη Μέση Ανατολή, ο μεγαλύτερος φόβος δεν είναι ότι οι τζιχαντιστές θα καταλάβουν τη Βαγδάτη (μικρές οι πιθανότητες), αλλά ότι θα παγιωθεί η χαοτική κατάσταση που υπήρχε και πριν από τη θεαματική προέλασή τους. Βεβαίως, και στην περίπτωση αυτή το μεγαλύτερο πρόβλημα το έχει το Ιράν, διότι δεν μπορεί να χειριστεί την εξέγερση εναντίον φίλιων κυβερνήσεων σε δύο διαφορετικές χώρες, Συρία και Ιράκ.
* Αναδημοσίευση από την εφημερίδα "Κεφάλαιο" της 28ης Ιουνίου