Του ΑΡΙΣΤΟΥ ΜΙΧΑΗΙΔΗ – http://www.philenews.com
Από τότε που εικοσάχρονα παιδιά την ώρα της θυσίας τους το μόνο που είχαν στα χείλη να πουν ξεψυχώντας ήταν: «Μάστρε πεθαίνω, ζήτω η Ελλάς» (Μάκης Γιωργάλλας, ετών 21, πυροβολήθηκε παραμονή Πρωτοχρονιάς του 1956 και ξεψύχησε στα χέρια του Γρηγόρη Αυξεντίου). Ή, έγραφαν στο τελευταίο τους γράμμα πριν οδηγηθούν στην αγχόνη: «Είναι καλό πράγμα να πεθαίνει κανείς για την Ελλάδα» (Ευαγόρας Παλληκαρίδης, ετών 19, απαγχονίστηκε μεσάνυκτα 13 Μαρτίου 1957).
Από τότε που οι προεστοί υποδέχονταν τον Βρετανό κατακτητή για να του πουν ότι τον θεωρούν πολιτισμένο και προσβλέπουν ότι θα μας δώσει στη μάνα μας. Από τον Αρχιεπίσκοπο Κυπριανό του 1821 μέχρι τον Ιωάννη Καρατζιά του 1798, τον στενό συνεργάτη του Ρήγα Φεραίου, που θυσιάστηκε στο πλευρό του. Και από τον Χριστόδουλο Σώζο, δικηγόρο, βουλευτή, δήμαρχο Λεμεσού, που τα παράτησε όλα όταν ξέσπασαν οι Βαλκανικοί για να πέσει μαχόμενος στις μάχες για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων (6 Δεκεμβρίου 1912) μέχρι τον Γεώργιο Τσικουρή του αντιδικτατορικού αγώνα (έπεσε στην Αθήνα 2 Σεπτεμβρίου 1970).
Αλλά κι από τότε που ο Κώστας Μόντης έγραφε: «Ελάχιστοι μας διαβάζουν/ ελάχιστοι ξέρουν τη γλώσσα μας/ μένουμε αδικαίωτοι κι αχειροκρότητοι σ΄ αυτή τη μακρινή γωνιά/ όμως αντισταθμίζει που γράφουμε ελληνικά». Αντισταθμίζει που γράφουμε ελληνικά! Από τότε λοιπόν περιμένουμε σ΄ αυτή τη μακρινή γωνιά του Ελληνισμού να σταματήσει το αθηναϊκό κράτος να μας θεωρεί χαμένη υπόθεση κι εμπόδιο στην εξωτερική του πολιτική και στις σχέσεις του με την Τουρκία. Περιμένουμε όμως σαν Έλληνες. Ακόμα κι εκείνοι που θεωρούν την ελληνική ταυτότητα ως ξεπερασμένο εθνικισμό.
Γι΄ αυτό και μας πονάει διπλά όταν η Ελλάδα μας, με εκπρόσωπο τον γενικό γραμματέα του υπουργείου Εξωτερικών, Αναστάσιο Μητσιάλη, καλεί σε «αμοιβαίες υποχωρήσεις» στο Κυπριακό και μιλά για τουρκοκυπριακό «λαό». Το καταπίνουμε όπως και πολλά άλλα παρόμοια. Πονάει ακόμα περισσότερο όταν το υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδας μας, στέλνει «ρηματική διακοίνωση» στην κυπριακή Κυβέρνηση, ως να είναι δύο κράτη σε ψυχρό πόλεμο, επειδή η Ελένη Θεοχάρους, ρώτησε τι έκανε η Ελληνική Προεδρία όταν παρέλαβε το έγγραφο της Άγκυρας που ονόμαζε την Κυπριακή Δημοκρατία «εκλιπούσα».
Ρώτησε πώς απάντησε η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ελληνική Προεδρία και ειδικά ο παραλαβών το έγγραφο, Ευάγγελος Βενιζέλος. Ρώτησε ακόμα ποιες ενέργειες έκανε η Ελληνική Προεδρία όταν η Τουρκία ως υποψήφια για ένταξη χώρα αναγκάζει τους Ευρωπαίους πολίτες της Κύπρου, να αποδέχονται τον όρο «Ελληνοκυπριακή Διοίκηση Νότιας Κύπρου». Η Ελένη Θεοχάρους θα ρωτούσε όποια κι αν ήταν η προεδρεύουσα χώρα και δεχόταν την τουρκική θρασύτητα ως να μην συμβαίνει τίποτα. Αλλά, ήταν η Αθήνα, που παρέλαβε το έγγραφο. Και ήταν η Αθήνα, που σιώπησε.
Και τώρα, αντί να απαντήσουν ο Βενιζέλος, ο Κασουλίδης, ο Αναστασιάδης κι ο Σαμαράς πώς αντέδρασαν στην τουρκική θρασύτητα και πώς υπερασπίζονται την Κυπριακή Δημοκρατία, διογκώνουν την παρέμβαση Θεοχάρους και την οδηγούν σε άσχετους δρόμους για τις σχέσεις μας που είναι άψογες και για «δήθεν πατριωτικούς κύκλους». Ας απαντήσουν όμως και στα ερωτήματα:
Πώς αντιδρούν στην τουρκική πολιτική, που θέλει να εξοντώσει τον κυπριακό Ελληνισμό;
Διότι αυτή είναι η ουσία που παρακάμπτουν με προσωπικές ατζέντες στη στιγμή της ιστορίας που τους αναλογεί. Ότι εμείς, από τον Γιωργάλλα μέχρι τον Τσικουρή κι από τον Μόντη μέχρι την Θεοχάρους, ζούμε με την αγωνία της επιβίωσης, όχι μόνο της εθνικής αλλά και της φυσικής. Αδικαίωτοι ως ελεύθεροι άνθρωποι αλλά και ως Έλληνες. Και η Ελλάδα μας απαντά με «ρηματική διακοίνωση». Αντισταθμίζει, όμως, που γράφουμε ελληνικά.
Από τότε που εικοσάχρονα παιδιά την ώρα της θυσίας τους το μόνο που είχαν στα χείλη να πουν ξεψυχώντας ήταν: «Μάστρε πεθαίνω, ζήτω η Ελλάς» (Μάκης Γιωργάλλας, ετών 21, πυροβολήθηκε παραμονή Πρωτοχρονιάς του 1956 και ξεψύχησε στα χέρια του Γρηγόρη Αυξεντίου). Ή, έγραφαν στο τελευταίο τους γράμμα πριν οδηγηθούν στην αγχόνη: «Είναι καλό πράγμα να πεθαίνει κανείς για την Ελλάδα» (Ευαγόρας Παλληκαρίδης, ετών 19, απαγχονίστηκε μεσάνυκτα 13 Μαρτίου 1957).
Από τότε που οι προεστοί υποδέχονταν τον Βρετανό κατακτητή για να του πουν ότι τον θεωρούν πολιτισμένο και προσβλέπουν ότι θα μας δώσει στη μάνα μας. Από τον Αρχιεπίσκοπο Κυπριανό του 1821 μέχρι τον Ιωάννη Καρατζιά του 1798, τον στενό συνεργάτη του Ρήγα Φεραίου, που θυσιάστηκε στο πλευρό του. Και από τον Χριστόδουλο Σώζο, δικηγόρο, βουλευτή, δήμαρχο Λεμεσού, που τα παράτησε όλα όταν ξέσπασαν οι Βαλκανικοί για να πέσει μαχόμενος στις μάχες για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων (6 Δεκεμβρίου 1912) μέχρι τον Γεώργιο Τσικουρή του αντιδικτατορικού αγώνα (έπεσε στην Αθήνα 2 Σεπτεμβρίου 1970).
Αλλά κι από τότε που ο Κώστας Μόντης έγραφε: «Ελάχιστοι μας διαβάζουν/ ελάχιστοι ξέρουν τη γλώσσα μας/ μένουμε αδικαίωτοι κι αχειροκρότητοι σ΄ αυτή τη μακρινή γωνιά/ όμως αντισταθμίζει που γράφουμε ελληνικά». Αντισταθμίζει που γράφουμε ελληνικά! Από τότε λοιπόν περιμένουμε σ΄ αυτή τη μακρινή γωνιά του Ελληνισμού να σταματήσει το αθηναϊκό κράτος να μας θεωρεί χαμένη υπόθεση κι εμπόδιο στην εξωτερική του πολιτική και στις σχέσεις του με την Τουρκία. Περιμένουμε όμως σαν Έλληνες. Ακόμα κι εκείνοι που θεωρούν την ελληνική ταυτότητα ως ξεπερασμένο εθνικισμό.
Γι΄ αυτό και μας πονάει διπλά όταν η Ελλάδα μας, με εκπρόσωπο τον γενικό γραμματέα του υπουργείου Εξωτερικών, Αναστάσιο Μητσιάλη, καλεί σε «αμοιβαίες υποχωρήσεις» στο Κυπριακό και μιλά για τουρκοκυπριακό «λαό». Το καταπίνουμε όπως και πολλά άλλα παρόμοια. Πονάει ακόμα περισσότερο όταν το υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδας μας, στέλνει «ρηματική διακοίνωση» στην κυπριακή Κυβέρνηση, ως να είναι δύο κράτη σε ψυχρό πόλεμο, επειδή η Ελένη Θεοχάρους, ρώτησε τι έκανε η Ελληνική Προεδρία όταν παρέλαβε το έγγραφο της Άγκυρας που ονόμαζε την Κυπριακή Δημοκρατία «εκλιπούσα».
Ρώτησε πώς απάντησε η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ελληνική Προεδρία και ειδικά ο παραλαβών το έγγραφο, Ευάγγελος Βενιζέλος. Ρώτησε ακόμα ποιες ενέργειες έκανε η Ελληνική Προεδρία όταν η Τουρκία ως υποψήφια για ένταξη χώρα αναγκάζει τους Ευρωπαίους πολίτες της Κύπρου, να αποδέχονται τον όρο «Ελληνοκυπριακή Διοίκηση Νότιας Κύπρου». Η Ελένη Θεοχάρους θα ρωτούσε όποια κι αν ήταν η προεδρεύουσα χώρα και δεχόταν την τουρκική θρασύτητα ως να μην συμβαίνει τίποτα. Αλλά, ήταν η Αθήνα, που παρέλαβε το έγγραφο. Και ήταν η Αθήνα, που σιώπησε.
Και τώρα, αντί να απαντήσουν ο Βενιζέλος, ο Κασουλίδης, ο Αναστασιάδης κι ο Σαμαράς πώς αντέδρασαν στην τουρκική θρασύτητα και πώς υπερασπίζονται την Κυπριακή Δημοκρατία, διογκώνουν την παρέμβαση Θεοχάρους και την οδηγούν σε άσχετους δρόμους για τις σχέσεις μας που είναι άψογες και για «δήθεν πατριωτικούς κύκλους». Ας απαντήσουν όμως και στα ερωτήματα:
Πώς αντιδρούν στην τουρκική πολιτική, που θέλει να εξοντώσει τον κυπριακό Ελληνισμό;
Διότι αυτή είναι η ουσία που παρακάμπτουν με προσωπικές ατζέντες στη στιγμή της ιστορίας που τους αναλογεί. Ότι εμείς, από τον Γιωργάλλα μέχρι τον Τσικουρή κι από τον Μόντη μέχρι την Θεοχάρους, ζούμε με την αγωνία της επιβίωσης, όχι μόνο της εθνικής αλλά και της φυσικής. Αδικαίωτοι ως ελεύθεροι άνθρωποι αλλά και ως Έλληνες. Και η Ελλάδα μας απαντά με «ρηματική διακοίνωση». Αντισταθμίζει, όμως, που γράφουμε ελληνικά.