19 Ιουνίου 2014

Βαλκανοποίηση

 Άρτια εξοπλισμένοι στρατιώτες των κουρδικών δυνάμεων κοντά στο Κιρκούκ, οδηγούν για ανάκριση ύποπτο για στρατιωτική δράση υπέρ του ISIL  REUTERS/ Ako Rasheed<Του Νικόλα Ζηργάνου

«Το Ιράκ δεν θα ξαναγίνει όπως ήταν πριν από την κατάληψη (από το Ισλαμικό Κράτος του Ιράκ και του Λεβάντε, ΙΚΙΛ) της Μοσούλης» δήλωσε χθες ο πρωθυπουργός του Ιρακινού Κουρδιστάν, Νεσιρβάν Μπαρτζανί, υπογραμμίζοντας ότι οι δυνάμεις των Κούρδων δεν προτίθενται να επιτεθούν για να ανακαταλάβουν από τους σουνίτες τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη του Ιράκ. Με τη δήλωση αυτή, ο Μπαρτζανί έθεσε τέλος στις ελπίδες της κεντρικής κυβέρνησης της Βαγδάτης για από κοινού αντιμετώπιση των ισλαμιστών ανταρτών.


«Αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει εμπιστοσύνη» δήλωσε ο Μπαρτζανί αναφερόμενος στις σχέσεις του σιίτη πρωθυπουργού του Ιράκ, Νούρι αλ Μαλίκι, με τις άλλες σημαντικές εθνοτικές και θρησκευτικές ομάδες της χώρας και σόκαρε τη Βαγδάτη όταν πρότεινε πολιτική διευθέτηση της κρίσης και να αποκτήσουν οι σουνίτες δικές τους αυτόνομες περιοχές, στο πρότυπο των Κούρδων του Ιράκ. Στην πράξη, ο Νεσιρβάν Μπαρτζανί τάχθηκε υπέρ μιας τριχοτόμησης του Ιράκ, σε κουρδική, σιιτική και σουνιτική οντότητα, που τυπικά θα ανήκουν στην ίδια χώρα, όπως συμβαίνει στη μεταπολεμική Βοσνία. Ο Κούρδος ηγέτης επέκρινε σε συνέντευξή του την πολιτική που ακολούθησε τα τελευταία χρόνια ο σιίτης πρωθυπουργός Μαλίκι, μια πολιτική που απέκλεισε τους σουνίτες από τη διακυβέρνηση και τα κέντρα εξουσίας, με αποτέλεσμα «να αισθάνονται παραμελημένοι».

Το άνοιγμα του Μπαρτζανί προς τους σουνίτες ήρθε μόλις λίγες ημέρες μετά την κατάληψη του Κιρκούκ από τους Κούρδους «πεσμεργκά», όταν οι στρατιώτες των ιρακινών ενόπλων δυνάμεων εγκατέλειψαν τις θέσεις τους μπροστά στο ενδεχόμενο να συγκρουστούν με τους φανατικούς σουνίτες αντάρτες. Το μήνυμα που στέλνει ο Μπαρτζανί στον Μαλίκι είναι πως η κατάληψη του Κιρκούκ, των πετρελαιοπηγών του και σημαντικών εδαφών που διεκδικούσαν οι Κούρδοι σε τρεις βόρειες επαρχίες της χώρας δεν είναι μια προσωρινή κίνηση, αλλά πως οι Κούρδοι θα διεκδικήσουν την ενσωμάτωση του Κιρκούκ, το οποίο φιλοδοξούν να ανακηρύξουν στο μέλλον πρωτεύουσα του κράτους τους.

Θρησκευτική σύγκρουση

Στη Βαγδάτη πάντως, η κυβέρνηση φαίνεται πως όχι μόνο δεν προσπαθεί να συνεργαστεί με τα σουνιτικά κόμματα, αλλά αντιθέτως, παίζει το χαρτί της θρησκευτικής σύγκρουσης. Εξαπολύει κατηγορίες για προδοσία πολιτικών και συνωμοσία στρατιωτικών που έφεραν την κατάρρευση στη Μοσούλη και την άτακτη φυγή των κυβερνητικών δυνάμεων, ενισχύει σιιτικές πολιτοφυλακές εις βάρος του κυβερνητικού στρατού και, αντί να επιδιώξει ευρύτερες συγκλίσεις και συμμαχίες με όλες τις εθνοτικές ομάδες, προωθεί μια μετωπική σύγκρουση μεταξύ σιιτών και σουνιτών, προάγγελο εμφύλιου πολέμου.

Ο Μαλίκι κατήγγειλε πάλι χθες τη Σαουδική Αραβία πως υποστηρίζει τους σουνίτες τρομοκράτες του ΙΚΙΛ που διαπράττουν γενοκτονία και εγκλήματα πολέμου, για να κατηγορηθεί με τη σειρά του από το Ριάντ πως οδήγησε τη χώρα στο χείλος του γκρεμού και πως είναι υπεύθυνος για την περιθωριοποίηση των σουνιτών και τον αποκλεισμό τους από μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας.

Χθες, οι αντάρτες του ΙΚΙΛ έφτασαν 60 χιλιόμετρα έξω από τη Βαγδάτη, στα προάστια της Μπακούμπα, όπου μετά από σκληρές μάχες απωθήθηκαν από τον στρατό. Ωστόσο, συνέχισαν την προέλασή τους στον Βορρά, όπου κατέλαβαν την πόλη Ταλ Αφάρ, μια περιοχή που κατοικείται κυρίως από την τουρκμενική μειονότητα η οποία έχει στενούς δεσμούς με την Τουρκία. Λόγω της χαοτικής κατάστασης και της έλλειψης ασφάλειας, ανέστειλε χθες τη λειτουργία του το Μπαϊτζί, το μεγαλύτερο διυλιστήριο πετρελαίου του Ιράκ, και απομακρύνθηκαν οι ξένοι εργαζόμενοι.

Την κατάσταση στο Ιράκ συζήτησαν για πρώτη φορά επισήμως Ουάσινγκτον και Τεχεράνη, σε διμερή συνάντηση στη Βιέννη, στο περιθώριο των συνομιλιών για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ διευκρίνισε ότι δεν συζητάει κανενός είδους στρατιωτικό συντονισμό ή άλλα σχέδια σχετικά με το μέλλον της χώρας. Παρά τις προσεκτικές διατυπώσεις, είναι σαφές ότι οι δύο πλευρές αναζητούν τρόπους να στηριχτεί η κυβέρνηση της Βαγδάτης και να περισωθεί η ακεραιότητα του Ιράκ που απειλείται άμεσα. Η κυοφορούμενη συνεργασία Ουάσινγκτον-Τεχεράνης δέχτηκε πυρά από τον συνήθη ύποπτο, τον Ρεπουμπλικάνο γερουσιαστή Τζον Μακέιν, όμως ήδη στους κόλπους των συντηρητικών άρχισαν να δημιουργούνται ρήγματα, καθώς ο επίσης «ιρανοφάγος» γερουσιαστής, Λίντσεϊ Γκράχαμ, τάχθηκε υπέρ της συνεργασίας με το Ιράν.