Οι επιτυχίες της τζιχαντιστικής οργάνωσης ISIS
αποτελούν ευθεία απειλή τόσο για τη διατήρηση του Ιράκ ως ενιαίου
κράτους, όσο και για τα συμφέροντα των περισσότερων κεντρικών παικτών
στο μεσανατολικό γεωπολιτικό παίγνιο. Το πιθανότερο σενάριο είναι η
ανάσχεση της προέλασης των τζιχαντιστών και η εκδίωξή τους από τη
Μοσούλη, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα ηττηθούν κατά κράτος και θα
εξαφανιστούν από τον χάρτη. Βεβαίως, άγνωστες μεταβλητές παραμένουν η
συνοχή και η μαχητική ικανότητα του ιρακινού στρατού και των δυνάμεων
ασφαλείας, οι διαπραγματεύσεις του πρωθυπουργού Αλ Μαλικί με τους
Κούρδους και τους σουνίτες, ο βαθμός και η μορφή της αμερικανικής
εμπλοκής και η δυνατότητα συνεννόησης με το Ιράν, δυνάμεις του οποίου
μάχονται ήδη εναντίον του ISIS στο Ιράκ (προκαλώντας, ενδεχομένως,
αντι-συσπείρωση των σουνιτών).
Οι δε μεσο-μακροπρόθεσμες συνέπειες όσον αφορά τρομοκρατικές ενέργειες στην Τουρκία και την Ευρώπη, την περαιτέρω ριζοσπαστικοποίηση των πληθυσμών της περιοχής, αλλά και των μουσουλμανικών κοινοτήτων σε ευρωπαϊκές χώρες, και τη γενικότερη σταθερότητα στην περιοχή θα είναι πιθανότατα διαχειρίσιμες. Περιορισμένες μέχρι στιγμής φαίνονται να είναι οι ενεργειακές συνέπειες, αλλά αυτό θα μπορούσε να αλλάξει, καθώς στην ευρύτερη περιοχή των συγκρούσεων βρίσκoνται τα κοιτάσματα της Μοσούλης και του Κιρκούκ και το μεγαλύτερο διυλιστήριο πετρελαίου του Ιράκ, ενώ διέρχεται και ο πετρελαιοαγωγός Κιρκούκ-Τσεϊχάν.
Σε περίπτωση που η κυριαρχία των τζιχαντιστών εξελιχθεί σε μονιμότερο φαινόμενο, τότε δημιουργείται μια «μαύρη τρύπα ασφαλείας» σε τμήμα του Ιράκ και της Συρίας, που θα επιτρέψει τόσο την αναβαθμισμένη εκπαίδευση, εξοπλισμό και δράση ισλαμιστικών τρομοκρατικών οργανώσεων, όσο και τη δημιουργία ενός πλέγματος οργανωμένου εγκλήματος και τρομοκρατικής δραστηριότητας, με σημαντικές συνέπειες για τη σταθεροποίηση του Ιράκ και τον τερματισμό του εμφυλίου στη Συρία, και «παράπλευρες απώλειες» την τιμή του πετρελαίου και την αύξηση προσφύγων και μεταναστευτικών ροών προς την Τουρκία και εν συνεχεία προς την Ευρώπη, διαμέσου της Ελλάδας. Η κρίση στο Ιράκ υπογραμμίζει και την αποτυχία της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής στην περιοχή της Μέσης Ανατολής, ιδιαίτερα όσον αφορά τη Συρία και την Αίγυπτο, αλλά και την εξαιρετικά αργή αποκατάσταση των σχέσεων με το Ισραήλ, ενώ η Αγκυρα ανησυχεί όχι μόνο για τις οικονομικές και ενεργειακές επενδύσεις και σχεδιασμούς της, αλλά και για τη συσσώρευση προσφύγων και εξτρεμιστικών στοιχείων στα σύνορά της και στο έδαφός της.
Οι κρίσεις εμπεριέχουν ενίοτε και το στοιχείο της ευκαιρίας. Εν προκειμένω, θα μπορούσε να εξεταστεί το ενδεχόμενο έμμεσης συνεργασίας των ΗΠΑ (όπου εσωτερικά ασκούνται πιέσεις για ενεργότερο ρόλο στη Συρία) και της Τουρκίας με το Ιράν, που θα μπορούσε να περιλαμβάνει ακόμη και μια συζήτηση (με συμμετοχή, βεβαίως, και της Ρωσίας) για τη διάδοχη κατάσταση στη Συρία. Από την άλλη πλευρά, δεν μπορεί πλέον να αποκλειστεί μεσοπρόθεσμα το ενδεχόμενο de facto ή de jure αλλαγής του γεωγραφικού χάρτη στην Εγγύς Ανατολή, εξέλιξη που προβληματίζει μεταξύ άλλων χωρών και την Τουρκία λόγω των πιθανών συνεπειών για τους κουρδικούς πληθυσμούς που διαβιούν σε χώρες της περιοχής.
* Ο κ. Θάνος Π. Ντόκος είναι γενικός διευθυντής στο ΕΛΙΑΜΕΠ.
Οι δε μεσο-μακροπρόθεσμες συνέπειες όσον αφορά τρομοκρατικές ενέργειες στην Τουρκία και την Ευρώπη, την περαιτέρω ριζοσπαστικοποίηση των πληθυσμών της περιοχής, αλλά και των μουσουλμανικών κοινοτήτων σε ευρωπαϊκές χώρες, και τη γενικότερη σταθερότητα στην περιοχή θα είναι πιθανότατα διαχειρίσιμες. Περιορισμένες μέχρι στιγμής φαίνονται να είναι οι ενεργειακές συνέπειες, αλλά αυτό θα μπορούσε να αλλάξει, καθώς στην ευρύτερη περιοχή των συγκρούσεων βρίσκoνται τα κοιτάσματα της Μοσούλης και του Κιρκούκ και το μεγαλύτερο διυλιστήριο πετρελαίου του Ιράκ, ενώ διέρχεται και ο πετρελαιοαγωγός Κιρκούκ-Τσεϊχάν.
Σε περίπτωση που η κυριαρχία των τζιχαντιστών εξελιχθεί σε μονιμότερο φαινόμενο, τότε δημιουργείται μια «μαύρη τρύπα ασφαλείας» σε τμήμα του Ιράκ και της Συρίας, που θα επιτρέψει τόσο την αναβαθμισμένη εκπαίδευση, εξοπλισμό και δράση ισλαμιστικών τρομοκρατικών οργανώσεων, όσο και τη δημιουργία ενός πλέγματος οργανωμένου εγκλήματος και τρομοκρατικής δραστηριότητας, με σημαντικές συνέπειες για τη σταθεροποίηση του Ιράκ και τον τερματισμό του εμφυλίου στη Συρία, και «παράπλευρες απώλειες» την τιμή του πετρελαίου και την αύξηση προσφύγων και μεταναστευτικών ροών προς την Τουρκία και εν συνεχεία προς την Ευρώπη, διαμέσου της Ελλάδας. Η κρίση στο Ιράκ υπογραμμίζει και την αποτυχία της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής στην περιοχή της Μέσης Ανατολής, ιδιαίτερα όσον αφορά τη Συρία και την Αίγυπτο, αλλά και την εξαιρετικά αργή αποκατάσταση των σχέσεων με το Ισραήλ, ενώ η Αγκυρα ανησυχεί όχι μόνο για τις οικονομικές και ενεργειακές επενδύσεις και σχεδιασμούς της, αλλά και για τη συσσώρευση προσφύγων και εξτρεμιστικών στοιχείων στα σύνορά της και στο έδαφός της.
Οι κρίσεις εμπεριέχουν ενίοτε και το στοιχείο της ευκαιρίας. Εν προκειμένω, θα μπορούσε να εξεταστεί το ενδεχόμενο έμμεσης συνεργασίας των ΗΠΑ (όπου εσωτερικά ασκούνται πιέσεις για ενεργότερο ρόλο στη Συρία) και της Τουρκίας με το Ιράν, που θα μπορούσε να περιλαμβάνει ακόμη και μια συζήτηση (με συμμετοχή, βεβαίως, και της Ρωσίας) για τη διάδοχη κατάσταση στη Συρία. Από την άλλη πλευρά, δεν μπορεί πλέον να αποκλειστεί μεσοπρόθεσμα το ενδεχόμενο de facto ή de jure αλλαγής του γεωγραφικού χάρτη στην Εγγύς Ανατολή, εξέλιξη που προβληματίζει μεταξύ άλλων χωρών και την Τουρκία λόγω των πιθανών συνεπειών για τους κουρδικούς πληθυσμούς που διαβιούν σε χώρες της περιοχής.
* Ο κ. Θάνος Π. Ντόκος είναι γενικός διευθυντής στο ΕΛΙΑΜΕΠ.