Η κολοσσιαία συμφωνία των 400 δισ. δολαρίων
μεταξύ Ρωσίας και Κίνας, η ασιατική στροφή της Μόσχας και οι αντίρροπες
πολιτικο-στρατιωτικές κινήσεις της Ουάσινγκτον
Από τον Κώστα Ράπτη
Ποιος μπλοφάρει ή, για να το πούμε πιο κομψά, ποιος υπερτιμά τις
δυνατότητες του; Η Ευρώπη, όταν διαμηνύει ότι επιταχύνει την αναζήτηση
νέων πηγών ενεργειακής τροφοδοσίας, ή η Ρωσία, όταν διαμηνύει ότι
διαθέτει και άλλους εξαγωγικούς προορισμούς;Η προοπτική διατάραξης, λόγω ουκρανικής κρίσης, της ευρωρωσικής
ενεργειακής συνεργασίας θέτει εν αμφιβόλω μια από τις σταθερές των
ευρασιατικών ισορροπιών κι ευνοεί την «ευφάνταστη» προσέγγιση των
μελλοντικών συμπράξεων. Ο ενεργειακός χάρτης ξανασχεδιάζεται - και
μάλιστα σε επίπεδο πλανητικό.
Η συμφωνία που υπεγράφη κατά την επίσκεψη του Ρώσου προέδρου, Βλαντίμιρ Πούτιν, στην Κίνα την προηγούμενη εβδομάδα αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα - με τους περισσότερους αναλυτές των δυτικών μέσων ενημέρωσης να κάνουν λόγο για «μπλόφα», αλλά και κάποιους άλλους να μιλούν για στρατηγικό «φιάσκο» της Δύσης.
Το ότι οι ακριβείς όροι της συμφωνίας δεν έχουν αποκαλυφθεί ενθαρρύνει τις πιο αντιφατικές εκτιμήσεις. Γεγονός, όμως, παραμένει ότι, και αν ακόμα το κύριο μέλημα του Πούτιν ήταν η αποστολή ενός πολιτικού, κατ’ ουσίαν, μηνύματος προς τους Ευρωπαίους πελάτες, το Πεκίνο έκρινε για δικούς του λόγους σκόπιμο, έπειτα από τουλάχιστον δέκα χρόνια σκληρής διαπραγμάτευσης, να συγκατατεθεί. Προφανώς, οι Κινέζοι ιθύνοντες θεώρησαν ότι, πέρα από τους τακτικούς ελιγμούς της στιγμής απέναντι στην εκ δυσμών πίεση, η «ασιατική στροφή» του Πούτιν έχει και στρατηγικά χαρακτηριστικά. «Η περαιτέρω ανάπτυξη της ολόπλευρης ρωσοκινεζικής συνεργασίας υπαγορεύεται από την ανάγκη προώθησης της ειρήνης και της δικαιοσύνης στον πλανήτη και αποτελεί μια αναπόφευκτη επιλογή, που προκύπτει από τη διαδικασία ανάδυσης ενός πολυπολικού κόσμου», δήλωσε, σύμφωνα με τη σχετική ανακοίνωση του Κρεμλίνου, ο Κινέζος ηγέτης, Σι Τζινπίνγκ.
Η συμφωνία που υπεγράφη «την 11η ώρα», συνολικής αξίας 400 δισ. δολαρίων, έχει τριακονταετή διάρκεια και προβλέπει την πώληση από το 2018 στην Κίνα 38 δισ. κυβικών μέτρων ρωσικού φυσικού αερίου ετησίως, με προκαταβολή 25 δισ. δολαρίων, τα οποία θα επενδυθούν στην εκμετάλλευση και μεταφορά των κοιτασμάτων της ρωσικής Άπω Ανατολής (και θα προσφέρουν και ένα χρηματοδοτικό «μαξιλάρι» στην Gazprom απέναντι στην «αιμορραγία» της μη αποπληρωμής των ουκρανικών οφειλών). Η τιμή, που αποτελούσε το προηγούμενο διάστημα την κύρια αιτία διαφωνίας των δύο πλευρών, προσδιορίστηκε, κατά πληροφορίες, στα 350 δολάρια ανά 1.000 κυβικά μέτρα (έναντι 380 δολ. για την ευρωπαϊκή αγορά), με τη Ρωσία να μειώνει το ποσοστό φορολόγησης των εξαγωγών.
«Ο παγκόσμιος ανταγωνισμός για τα ρωσικά αποθέματα μόλις άρχισε. Αποκτήσαμε πρόσβαση στην ασιατική αγορά και αυτό ασφαλώς θα επηρεάσει τις τιμές για την Ευρώπη», δήλωσε θριαμβολογώντας ο πρόεδρος της Gazprom, Αλεξέι Μίλερ, και υπενθύμισε ότι τα 38 δισ. κυβικά μέτρα ετησίως της ρωσοκινεζικής συμφωνίας ξεπερνούν τον παγκόσμιο όγκο εξαγωγών υγροποιημένου φυσικού αερίου ετησίως.
Για την Κίνα, τα πλεονεκτήματα από μια τέτοια συμφωνία είναι σαφή: Το φυσικό αέριο επιτρέπει τη μείωση των εκπομπών καυσαερίων κατά περίπου 20% (σε μια συγκυρία κατά την οποία η εξάρτηση από τον άνθρακα και το πετρέλαιο έχει δημιουργήσει οξύτατο περιβαλλοντικό πρόβλημα), ενώ ταυτόχρονα εξασφαλίζει στη διψασμένη για ενέργεια κινεζική οικονομία μια χερσαία οδό τροφοδοσίας - απέναντι στην αμερικανική ναυτική ισχύ, που μπορεί ανά πάσα στιγμή να διαταράξει τις θαλάσσιες οδούς.
Το γεγονός ότι η εξαγγελθείσα «στροφή» των αμερικανικών προτεραιοτήτων στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού έχει πυκνώσει τη στρατιωτική συνεργασία των ΗΠΑ με Φιλιππίνες και Βιετνάμ δεν διαφεύγει την προσοχή του Πεκίνου.
Την εικόνα συμπληρώνουν οι δηλώσεις του Μπαράκ Ομπάμα από ιαπωνικού εδάφους ότι η αμυντική συνεργασία της χώρας του με την Ιαπωνία καλύπτει και τις διαφιλονικούμενες νήσους Σενκάκου της Αν. Σινικής Θάλασσας, ο εκλογικός θρίαμβος του εθνικιστή Ναρέντρα Μόντι στην Ινδία (η οποία επενδύει στην ενίσχυση του πολεμικού της Ναυτικού) και, παράλληλα, οι βίαιες ανπκινεζικές διαδηλώσεις στο Βιετνάμ, μετά την εγκατάσταση από την Κίνα της πλατφόρμας άντλησης πετρελαίου HYSY 981 εντός της βιετναμικής ΑΟΖ.
Πηγή:www.capital.gr
Η συμφωνία που υπεγράφη κατά την επίσκεψη του Ρώσου προέδρου, Βλαντίμιρ Πούτιν, στην Κίνα την προηγούμενη εβδομάδα αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα - με τους περισσότερους αναλυτές των δυτικών μέσων ενημέρωσης να κάνουν λόγο για «μπλόφα», αλλά και κάποιους άλλους να μιλούν για στρατηγικό «φιάσκο» της Δύσης.
Το ότι οι ακριβείς όροι της συμφωνίας δεν έχουν αποκαλυφθεί ενθαρρύνει τις πιο αντιφατικές εκτιμήσεις. Γεγονός, όμως, παραμένει ότι, και αν ακόμα το κύριο μέλημα του Πούτιν ήταν η αποστολή ενός πολιτικού, κατ’ ουσίαν, μηνύματος προς τους Ευρωπαίους πελάτες, το Πεκίνο έκρινε για δικούς του λόγους σκόπιμο, έπειτα από τουλάχιστον δέκα χρόνια σκληρής διαπραγμάτευσης, να συγκατατεθεί. Προφανώς, οι Κινέζοι ιθύνοντες θεώρησαν ότι, πέρα από τους τακτικούς ελιγμούς της στιγμής απέναντι στην εκ δυσμών πίεση, η «ασιατική στροφή» του Πούτιν έχει και στρατηγικά χαρακτηριστικά. «Η περαιτέρω ανάπτυξη της ολόπλευρης ρωσοκινεζικής συνεργασίας υπαγορεύεται από την ανάγκη προώθησης της ειρήνης και της δικαιοσύνης στον πλανήτη και αποτελεί μια αναπόφευκτη επιλογή, που προκύπτει από τη διαδικασία ανάδυσης ενός πολυπολικού κόσμου», δήλωσε, σύμφωνα με τη σχετική ανακοίνωση του Κρεμλίνου, ο Κινέζος ηγέτης, Σι Τζινπίνγκ.
Η συμφωνία που υπεγράφη «την 11η ώρα», συνολικής αξίας 400 δισ. δολαρίων, έχει τριακονταετή διάρκεια και προβλέπει την πώληση από το 2018 στην Κίνα 38 δισ. κυβικών μέτρων ρωσικού φυσικού αερίου ετησίως, με προκαταβολή 25 δισ. δολαρίων, τα οποία θα επενδυθούν στην εκμετάλλευση και μεταφορά των κοιτασμάτων της ρωσικής Άπω Ανατολής (και θα προσφέρουν και ένα χρηματοδοτικό «μαξιλάρι» στην Gazprom απέναντι στην «αιμορραγία» της μη αποπληρωμής των ουκρανικών οφειλών). Η τιμή, που αποτελούσε το προηγούμενο διάστημα την κύρια αιτία διαφωνίας των δύο πλευρών, προσδιορίστηκε, κατά πληροφορίες, στα 350 δολάρια ανά 1.000 κυβικά μέτρα (έναντι 380 δολ. για την ευρωπαϊκή αγορά), με τη Ρωσία να μειώνει το ποσοστό φορολόγησης των εξαγωγών.
«Ο παγκόσμιος ανταγωνισμός για τα ρωσικά αποθέματα μόλις άρχισε. Αποκτήσαμε πρόσβαση στην ασιατική αγορά και αυτό ασφαλώς θα επηρεάσει τις τιμές για την Ευρώπη», δήλωσε θριαμβολογώντας ο πρόεδρος της Gazprom, Αλεξέι Μίλερ, και υπενθύμισε ότι τα 38 δισ. κυβικά μέτρα ετησίως της ρωσοκινεζικής συμφωνίας ξεπερνούν τον παγκόσμιο όγκο εξαγωγών υγροποιημένου φυσικού αερίου ετησίως.
Για την Κίνα, τα πλεονεκτήματα από μια τέτοια συμφωνία είναι σαφή: Το φυσικό αέριο επιτρέπει τη μείωση των εκπομπών καυσαερίων κατά περίπου 20% (σε μια συγκυρία κατά την οποία η εξάρτηση από τον άνθρακα και το πετρέλαιο έχει δημιουργήσει οξύτατο περιβαλλοντικό πρόβλημα), ενώ ταυτόχρονα εξασφαλίζει στη διψασμένη για ενέργεια κινεζική οικονομία μια χερσαία οδό τροφοδοσίας - απέναντι στην αμερικανική ναυτική ισχύ, που μπορεί ανά πάσα στιγμή να διαταράξει τις θαλάσσιες οδούς.
Το γεγονός ότι η εξαγγελθείσα «στροφή» των αμερικανικών προτεραιοτήτων στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού έχει πυκνώσει τη στρατιωτική συνεργασία των ΗΠΑ με Φιλιππίνες και Βιετνάμ δεν διαφεύγει την προσοχή του Πεκίνου.
Την εικόνα συμπληρώνουν οι δηλώσεις του Μπαράκ Ομπάμα από ιαπωνικού εδάφους ότι η αμυντική συνεργασία της χώρας του με την Ιαπωνία καλύπτει και τις διαφιλονικούμενες νήσους Σενκάκου της Αν. Σινικής Θάλασσας, ο εκλογικός θρίαμβος του εθνικιστή Ναρέντρα Μόντι στην Ινδία (η οποία επενδύει στην ενίσχυση του πολεμικού της Ναυτικού) και, παράλληλα, οι βίαιες ανπκινεζικές διαδηλώσεις στο Βιετνάμ, μετά την εγκατάσταση από την Κίνα της πλατφόρμας άντλησης πετρελαίου HYSY 981 εντός της βιετναμικής ΑΟΖ.
Ο συγχρονισμός αυτών των εντάσεων με την ουκρανική κρίση συνιστά «διπλό μήνυμα» από πλευράς της Ουάσινγκτον, που, όμως, κινδυνεύει να επιταχύνει την εξέλιξη που κατεξοχήν επιθυμεί να αποτρέψει, ήτοι τη στρατηγική σύμπραξη Ρωσίας-Κίνας. Ξεπερνώντας τη βαθιά ριζωμένη καχυποψία τους (αρκεί και μόνο να αναλογιστεί κανείς ότι η ρωσική Άπω Ανατολή κατοικείται από μόλις 7,5 εκατ. ανθρώπους, ενώ η Μαντζουρία από δεκαπλάσιο αριθμό), οι δύο μεγάλες δυνάμεις της Ευρασίας βαθαίνουν τους δεσμούς τους - με ανοιχτό το κρίσιμο ερώτημα κατά πόσον σκοπεύουν να τους επεκτείνουν και στη στρατιωτική βιομηχανία. Η ευρωρωσική αλληλεξάρτηση δεν ξεπερνιέται Αποτελεί η ρωσοκινεζική συμφωνία για το φυσικό αέριο την «απάντηση» της Ρωσίας στην εξάρτησή της από τις εξαγωγές στην ευρωπαϊκή αγορά; Η απάντηση είναι σαφώς αρνητική. Το deal με το Πεκίνο είναι μια (ευπρόσδεκτη, ασφαλώς, για τους συμβαλλομένους) ευκαιρία να αναπτυχθούν αναξιοποίητα κοιτάσματα σε δύσκολες (γεωγραφικά και κλιματολογικά) περιοχές της ρωσικής επικράτειας. Όμως, για το ορατό μέλλον, λείπουν οι επενδύσεις και οι υποδομές για μια συνολική στροφή του εξαγωγικού προσανατολισμού της Ρωσίας και η Ευρώπη παραμένει ο υπ’ αριθμόν ένα «πελάτης». Αντιστρόφως, η εξάρτηση των Ευρωπαίων από τους Ρώσους προμηθευτές δεν μπορεί εύκολα να περιοριστεί - για την ακρίβεια, οι υφιστάμενες τάσεις οδηγούν προς τη διεύρυνσή της. Τυχόν αύξηση των εισαγωγών από τη Νορβηγία και τη Βόρειο Αφρική κατά 25 δισ. κυβικά μέτρα θα κόστιζε στην Ε.Ε. επιπλέον 189 εκατ. ευρώ, ενώ η απώλεια για τη Ρωσία θα ήταν 6,629 δισ. ευρώ. Αύξηση των εισαγωγών υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) κατά 3 δισ. κυβικά μέτρα θα κόστιζε 4,01 δισ. ευρώ και θα προκαλούσε απώλεια 7,995 δισ. ευρώ για τη Ρωσία. Με την υιοθέτηση τιμών εισαγωγής Ασίας, η ποσότητα θα ξεπερνούσε τα 60 δισ. κυβικά μέτρα αερίου, κοστίζοντας, όμως, στην Ε.Ε. 12,273 δισ. ευρώ επιπλέον και αυξάνοντας τις ρωσικές απώλειες στα 1 5,909 δισ. ευρώ. Η αλλαγή, πάλι, του ενεργειακού μείγματος στη βιομηχανία και η μείωση της οικιακής χρήσης αερίου θα μείωναν τις ανάγκες κατά 75 δισ. κυβικά μέτρα και θα κόστιζαν 303 εκατ. ευρώ, στερώντας από τη Ρωσία τζίρο 19,886 δισ. ευρώ. Ωστόσο, η στροφή στο πετρέλαιο θα κόστιζε 3,03 δισ. ευρώ, ενώ ένας συνδυασμός LNG και «μαύρου χρυσού» θα σήμαινε ότι η Ευρώπη θα έπρεπε να πληρώσει 15 δισ. επιπλέον, ενώ θα διατηρούσε εισαγωγές 68 δισ. κυβικών μέτρων από τη Ρωσία. Ο μεσανατολικός αντίκτυπος των νέων δεδομένων Το εκκρεμές ερώτημα των τουρκοϊσραηλινων σχέσεων, το ρίσκο των κούρδων του Ιράκ, η αναβάθμιση του Αζερμπαϊτζάν και το ενδιαφέρον του Ιράν Στη Μέση Ανατολή κόσμος πάει κι έρχεται... Την περασμένη εβδομάδα κατέφθασε στη Δαμασκό ρωσική αντιπροσωπία υπό τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης, Ντμίτρι Ραγκόζιν, για τη συνεδρίαση του ανώτατου συμβουλίου συνεργασίας Ρωσίας-Συρίας. Σηματοδοτώντας την επιστροφή της στα μεσανατολικά πράγματα, έπειτα από αρκετούς μήνες που έμοιαζε πλήρως απορροφημένη από την ουκρανική κρίση, και με δεδομένη την αποτυχία της «διαδικασίας της Γενεύης» για την εξεύρεση πολιτικής λύσης στον συριακό πόλεμο, η Μόσχα διαπραγματεύθηκε την πώληση πολεμικού υλικού, τη σύνδεση της Συρίας με την υπό ίδρυση Ευρασιατική Ένωση και τη χρηματοδότηση της ανοικοδόμησης της ρημαγμένης μεσανατολικής χώρας. Το κατεξοχήν διακύβευμα, ωστόσο, είναι ενεργειακό: να μη χρειαστεί να παραχωρήσει η Δαμασκός την επικράτειά της για αγωγούς καταριανού ή σαουδαραβικού φυσικού αερίου - ευθέως ανταγωνιστικούς προς τα ρωσικά συμφέροντα. Στην Ιερουσαλήμ, τις ίδιες ημέρες, διοργανώθηκε στο ισραηλινό Κοινοβούλιο ημερίδα με θέμα «Ισραήλ και Τουρκία: προς ένα νέο κεφάλαιο στις διμερείς σχέσεις», με προσκεκλημένο τον πρώτο υπουργό Εξωτερικών των Τούρκων ισλαμιστών, Γιασάρ Γιακίς. Προτού καν οριστικοποιηθεί η σύναψη συμφωνίας για την αποζημίωση των θυμάτων του πλοίου «Μavi Μarmara» και η αποκατάσταση των τουρκοϊσραηλινών σχέσεων, αδημονούντες επιχειρηματίες και των δύο πλευρών ανταλλάσσουν επισκέψεις και ασκούν λόμπινγκ για την αξιοποίηση του κοιτάσματος φυσικού αερίου Λεβιάθαν και τη μεταφορά του στις διεθνείς αγορές μέσω Τουρκίας.
|