03 Μαΐου 2014

Παιχνίδια με τη φωτιά- Η συνθήκη της Λοζάνης, τα «μιλιέτ» και οι ταυτότητες

Από τους Κώστα Ράπτη, Μαρία Μάνη
Η επιπολαιότητα και τα αυτογκόλ του ΣΥΡΙΖΑ, με τα μπες-βγες μειονοτικών παραγόντων στα ψηφοδέλτιά του, ανέδειξαν, έστω και διά της τεθλασμένης, τα θέματα της μουσουλμανικής μειονότητας, της πολυμορφίας της και του «αυτοπροσδιορισμού» (ή ετεροπροσδιορισμού). Ομοίως, η όψιμη ανησυχία των κομμάτων για τις επιδόσεις του μειονοτικού συνδυασμού DEB μοιάζει σαν να γύρισε το ημερολόγιο στις αρχές της δεκαετίας του ’90, οπότε η παρουσία ανεξάρτητων μουσουλμάνων βουλευτών στο Κοινοβούλιο λειτούργησε ως καταλύτης για την εκπόνηση, με ευρεία πολιτική συμφωνία, μιας μειονοτικής πολιτικής που βελτίωσε τους όρους διαβίωσης και μείωσε τις εντάσεις στη Θράκη.

Απομεινάρι μιας εμπειρίας συνύπαρξης που τερματίστηκε τραυματικά με την ανάδυση των εθνικών κρατών στη θέση της πολυεθνικής οθωμανικής αυτοκρατορίας, η μειονότητα της Θράκης μπόρεσε να εξαιρεθεί από την ανταλλαγή πληθυσμών του 1923 απλώς και μόνο ως αντίβαρο στην ελληνική μειονότητα της Κωνσταντινούπολης, την οποία η ίδια η αναδυόμενη Τουρκική Δημοκρατία δεν ήταν ακόμη τότε διόλου πρόθυμη να ξεριζώσει, εφόσον κάτι τέτοιο θα είχε καταστροφικές οικονομικές επιπτώσεις.

Για διαφορετικούς λόγους, εξαιρέθηκε επίσης της ανταλλαγής η κοινότητα των Τσάμηδων της Θεσπρωτίας, που έμελλε να εκλείψει στον πυρετό του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Μωσαϊκό
Δεν είναι ευρύτερα γνωστό ότι, προκειμένου περί της ανταλλαγής πληθυσμών, η Συνθήκη της Λοζάνης κάνει λόγο για μουσουλμανικές ή χριστιανικές μειονότητες (στον πληθυντικό), αποτυπώνοντας την απλούστατη πραγματικότητα ότι τα «μιλιέτ» («έθνη») της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ορίζονταν βάσει της θρησκευτικής τους ταυτότητας, συγκεντρώνοντας στο εσωτερικό τους πληθυσμούς διαφορετικής γλώσσας και κουλτούρας - όπως μας θυμίζει, λ.χ., το παράδειγμα των ελληνόφωνων Τουρκοκρητικών ή των τουρκόφωνων χριστιανών Καραμανλήδων.

Στην περίπτωση της Θράκης, αυτό μεταφράζεται σε μια πολυμορφία στους κόλπους της μειονότητας, η οποία περιλαμβάνει από τον τουρκικό κορμό και τους Πομάκους μέχρι τους μουσουλμάνους Τσιγγάνους ή τους λιγότερο γνωστούς Κιρκάσιους (Τσερκέζους) και τους αφρικανικών χαρακτηριστικών απογόνους αλλοτινών Σουδανών δούλων των μπέηδων. Σε θρησκευτικό επίπεδο, η «μειονότητα της μειονότητας» περιλαμβάνει όσους ακολουθούν, αντί για το σουνιτικό, το αλεβιτικό δόγμα.

Ωστόσο, το ενδιαφέρον για την ανάδειξη αυτής της πολυμορφίας είναι όψιμο. Λ.χ., στις αρχές της δεκαετίας του ’50 η επίσημη πολιτική του ελληνικού κράτους ευνοούσε για ένα διάστημα τον χαρακτηρισμό της μειονότητας ως τουρκικής, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η «σλαβική απειλή» που σε συνθήκες Ψυχρού Πολέμου θεωρούνταν ότι αντιπροσώπευαν οι Πομάκοι.

Άλλωστε, η σύγκρουση στους κόλπους της μειονότητας μεταξύ των «Παλαιοοθωμανών» και των «Νεωτεριστών» επιλύθηκε και με τη συνδρομή του ελληνικού κράτους - μεταξύ άλλων με την απέλαση των παραδοσιοκρατών αντικεμαλιστών που είχαν καταφύγει στη Θράκη από την Τουρκία.


Όσο για τις μορφωτικές συμφωνίες Ελλάδας-Τουρκίας, είχαν ως παρεπόμενο την επιβολή τουρκόφωνης εκπαίδευσης ακόμα και σε παιδιά της μειονότητας με μητρική γλώσσα άλλη από την τουρκική.

Τούτο, βέβαια, δεν σημαίνει ότι ο σταδιακός εκτουρκισμός του συνόλου της μειονότητας αποτελεί αποτέλεσμα μόνο των πολιτικών του τουρκικού προξενείου (με την ανοχή ή ενίοτε και συνδρομή του ελληνικού κράτους). Αποτελεί και μια αυθόρμητη αντικειμενική διαδικασία, που σχεδόν παντού στα Βαλκάνια ανασημασιοδότησε τα παλαιά θρησκευτικά «μιλιέτ» σε εθνικές ταυτότητες - μετατρέποντας, λ.χ., τους πιστούς Ρωμιούς πα-ντοίας καταγωγής σε Έλληνες πατριώτες.

Αυτόνομη ευρωκάθοδος για επίδειξη ισχύος
Σε κάθε περίπτωση, η κίνηση του εκκρεμούς από την «ομοιογένεια» στην «πολυμορφία» δεν υφίσταται ανεξάρτητα από τις σχέσεις εξουσίας: είτε αυτές αφορούν τους διακρατικούς συσχετισμούς, είτε τις πολιτικές καταπίεσης που υιοθέτησε το ελληνικό κράτος μετά τις απελάσεις των Κων-σταντινουπολιτών το 1964 (αφαίρεση ιθαγένειας με το διαβόητο άρθρο 19, εσωτερικό διαβατήριο για τη μετακίνηση στα πομακοχώρια, απαγόρευση αγοραπωλησιών γης κ.ο.κ.), είτε και τις τοπικές ελίτ, τόσο τις χριστιανικές, που επωφελήθηκαν από αλλεπάλληλους αναπτυξιακούς νόμους «για λόγους εθνικού συμφέροντος» (αφήνοντας συνήθως πίσω τους τα κουφάρια εργοστασίων που μετέφεραν τις δραστηριότητές τους στη φθηνότερη Βουλγαρία), όσο και τις μουσουλμανικές, που διαχειρίζονται από τα βακούφια μέχρι την πολιτική εκπροσώπηση της μειονότητας.

Αποτελεί ειρωνεία της Ιστορίας το γεγονός ότι η μοναδική περίοδος που η μειονότητα εγκατέλειψε την παραδοσιακή πολιτική της πολιτικής προσκόλλησης στα κόμματα εξουσίας και στήριξε αυτοτελείς σχηματισμούς ήταν όταν το ελληνικό κράτος έκανε τα τολμηρότερα βήματα. Η εκλογή του Αχμέτ Σαδίκ στις εκλογές του 1 989 με τον συνδυασμό «Εμπιστοσύνη» στη Ροδόπη και κατόπιν του Αχμέτ Φαΐκογλου το 1 990 στην Ξάνθη με τον συνδυασμό «Πεπρωμένο» οδήγησαν στη συμφωνία των πολιτικών αρχηγών για μέτρα ισοπολιτείας, τα οποία εφαρμόστηκαν επί κυβερνήσεως Μητσοτάκη.

Κληροδότησε, επίσης, στο πολιτικό μας σύστημα το πλαφόν του 3% για είσοδο στη Βουλή, ακριβώς για να αποτρέψει την αυτόνομη εκπροσώπηση της μειονότητας. Έκτοτε, η ανάδειξη μειονοτικών βουλευτών γινόταν από τις λίστες των κομμάτων εξουσίας - τα οποία παρίσταναν πως δεν καταλάβαιναν ότι επρόκειτο για τους «εκλεκτούς του προξενείου».

Μετρούν δυνάμεις
Πλέον, η Αθήνα δεν κρύβει την ανησυχία της για την απόφαση του μειονοτικού κόμματος Ισότητας, Ειρήνης και Φιλίας (που είχε συστήσει ο Αχμέτ Σαδίκ) να «κατεβάσει» στις ευρωεκλογές αυτόνομο συνδυασμό, τον DEB, με στόχο «να μετρήσει τις δυνάμεις του» και να διεκδικήσει παρουσία στην ελληνική Βουλή όποτε γίνουν οι εθνικές εκλογές - δηλαδή, να σπάσει το φράγμα του 3%.

Σε αυτήν την κίνηση αποδίδεται και το σχεδόν ανύπαρκτο ενδιαφέρον παραγόντων της μειονότητας να ενταχθούν στα ευρωψηφοδέλτια των κομμάτων, σε αντίθεση με προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις.

Ο φόβος του πολιτικού κόσμου, πέραν της στόχευσης και της δράσης του συνδυασμού, είναι τυχόν κομματικές διαρροές προς αυτόν, είτε με υποψηφιότητες είτε με δηλώσεις στήριξης και φωτογραφίσεις. Η προσοχή όλων έχει στραφεί στους τρεις μειονοτικούς βουλευτές που εξελέγησαν στις εκλογές του 2012 (δύο με τον ΣΥΡΙΖΑ και ένας με το ΠΑ-ΣΟΚ), καθώς μια ανάλογη «συμπεριφορά» θα προκαλέσει μείζον θέμα.

* Αναδημοσίευση από την εφημερίδα "Κεφάλαιο" της 26ης Απριλίου