Είτε υλοποιηθεί η συμφωνία της Γενεύης είτε
όχι, είναι βέβαιο ότι θα υπάρξουν σημαντικές συνέπειες τόσο για τις
σχέσεις της Ρωσίας με την Ευρώπη και τις ΗΠΑ, όσο και για ολόκληρο το
διεθνές σύστημα. Ακόμα και στο πιο αισιόδοξο σενάριο, η καχυποψία και
μια ενισχυμένη αίσθηση απειλής θα κυριαρχήσουν στη θεώρηση της Ρωσίας
από αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, με προεξάρχουσες τη Βρετανία, την Πολωνία
και τις Βαλτικές Δημοκρατίες. Η Γερμανία και αρκετές άλλες χώρες
αναμένεται να τηρήσουν μια πιο προσεκτική στάση, αλλά συνολικά η εικόνα
της Ε.Ε. θα είναι αυτή μιας διχασμένης και «ανίσχυρης δύναμης». Η
αποκατάσταση της εμπιστοσύνης και η οικοδόμηση μιας στρατηγικής
εταιρικής σχέσης θα παραμείνουν μια δύσκολη υπόθεση μεταξύ δύο πλευρών
που φαίνεται να έχουν πολύ διαφορετική στρατηγική κουλτούρα:
«μετα-μοντέρνα» στην περίπτωση της Ε.Ε., παραδοσιακή ρεαλπολιτίκ στην
περίπτωση της Ρωσίας.
Με ενδιαφέρον αναμένεται και η αλλαγή ηγεσίας στο ΝΑΤΟ, το οποίο υιοθέτησε μια σχετικά σκληρή στάση στην ουκρανική κρίση, προβάλλοντας τον παραδοσιακό ρόλο του ως εγγυητή της ασφάλειας και της εδαφικής ακεραιότητας των χωρών-μελών του. Αβεβαιότητα υπάρχει για το ενδεχόμενο αύξησης του αμερικανικού ενδιαφέροντος για τις ευρασιατικές εξελίξεις.
Η όλη συζήτηση περί οικονομικών κυρώσεων και μείωσης της ενεργειακής εξάρτησης της Ευρώπης από τη Ρωσία παραμένει κενή περιεχομένου λόγω της αλληλεξάρτησης των δύο πλευρών και της απουσίας βραχυπρόθεσμων εναλλακτικών λύσεων. Αν όμως δεν υπάρξει ουσιαστική βελτίωση σχέσεων, τότε η Ευρώπη μακροπρόθεσμα θα αναζητήσει άλλες λύσεις, όπως η εισαγωγή σχιστολιθικού αερίου από τις ΗΠΑ (ερωτηματικό αποτελεί το κόστος), η Ανατολική Μεσόγειος (εφόσον βρεθούν και πρόσθετα κοιτάσματα), αλλά και το Ιράν (εφόσον η προσέγγιση επιτευχθεί οριστικά). Ομως και η Ρωσία ενδέχεται να επιταχύνει την ενίσχυση των ενεργειακών σχέσεών της με την Κίνα, εξάγοντας μεγαλύτερες ποσότητες προς τις ασιατικές αγορές, εξέλιξη πάντως που θα μετατρέψει οριστικά την Κίνα στον κυρίαρχο εταίρο στο πλαίσιο των κινεζο-ρωσικών σχέσεων.
Οσον αφορά στη Μέση Ανατολή, η διαμέσου της διπλωματικής οδού εύρεση λύσης στην εμφύλια σύγκρουση της Συρίας καθίσταται ακόμη πιο δύσκολη λόγω των στρατιωτικών επιτυχιών του καθεστώτος Ασαντ και θα γίνει ουσιαστικά αδύνατη αν Ρωσία και Δύση βρεθούν οριστικά σε αντίπαλα στρατόπεδα στο ζήτημα αυτό. Μικρότερη αλλά κάθε άλλο παρά αμελητέα είναι η δυνατότητα της Μόσχας να προκαλέσει προβλήματα στην οριστικοποίηση της συμφωνίας για το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης.
Ιδιαίτερη σημαντική για την παγκόσμια ασφάλεια θα είναι μια ενδεχόμενη μετακίνηση από τη θεμελιώδη αρχή της μη αλλαγής συνόρων διά της βίας, που υπονομεύτηκε σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό στις περιπτώσεις Κοσόβου, Γεωργίας και Νοτίου Σουδάν, αλλά εξακολουθεί να γίνεται ευρέως αποδεκτή. Η περαιτέρω αμφισβήτηση αυτής της αρχής, είτε για τη διόρθωση «ιστορικών αδικιών» είτε για την προστασία μειονοτήτων, θα έβλαπτε τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα και της ίδιας της πολυεθνοτικής Ρωσίας –και τις σχέσεις της με αρκετές πρώην σοβιετικές δημοκρατίες– αλλά και πλειάδας άλλων χωρών. Οι μέχρι τώρα λανθασμένες εκτιμήσεις και χειρισμοί αμφοτέρων προκαλούν ανησυχία.
* Ο κ. Θάνος Π. Ντόκος είναι γενικός διευθυντής στο ΕΛΙΑΜΕΠ.
Με ενδιαφέρον αναμένεται και η αλλαγή ηγεσίας στο ΝΑΤΟ, το οποίο υιοθέτησε μια σχετικά σκληρή στάση στην ουκρανική κρίση, προβάλλοντας τον παραδοσιακό ρόλο του ως εγγυητή της ασφάλειας και της εδαφικής ακεραιότητας των χωρών-μελών του. Αβεβαιότητα υπάρχει για το ενδεχόμενο αύξησης του αμερικανικού ενδιαφέροντος για τις ευρασιατικές εξελίξεις.
Η όλη συζήτηση περί οικονομικών κυρώσεων και μείωσης της ενεργειακής εξάρτησης της Ευρώπης από τη Ρωσία παραμένει κενή περιεχομένου λόγω της αλληλεξάρτησης των δύο πλευρών και της απουσίας βραχυπρόθεσμων εναλλακτικών λύσεων. Αν όμως δεν υπάρξει ουσιαστική βελτίωση σχέσεων, τότε η Ευρώπη μακροπρόθεσμα θα αναζητήσει άλλες λύσεις, όπως η εισαγωγή σχιστολιθικού αερίου από τις ΗΠΑ (ερωτηματικό αποτελεί το κόστος), η Ανατολική Μεσόγειος (εφόσον βρεθούν και πρόσθετα κοιτάσματα), αλλά και το Ιράν (εφόσον η προσέγγιση επιτευχθεί οριστικά). Ομως και η Ρωσία ενδέχεται να επιταχύνει την ενίσχυση των ενεργειακών σχέσεών της με την Κίνα, εξάγοντας μεγαλύτερες ποσότητες προς τις ασιατικές αγορές, εξέλιξη πάντως που θα μετατρέψει οριστικά την Κίνα στον κυρίαρχο εταίρο στο πλαίσιο των κινεζο-ρωσικών σχέσεων.
Οσον αφορά στη Μέση Ανατολή, η διαμέσου της διπλωματικής οδού εύρεση λύσης στην εμφύλια σύγκρουση της Συρίας καθίσταται ακόμη πιο δύσκολη λόγω των στρατιωτικών επιτυχιών του καθεστώτος Ασαντ και θα γίνει ουσιαστικά αδύνατη αν Ρωσία και Δύση βρεθούν οριστικά σε αντίπαλα στρατόπεδα στο ζήτημα αυτό. Μικρότερη αλλά κάθε άλλο παρά αμελητέα είναι η δυνατότητα της Μόσχας να προκαλέσει προβλήματα στην οριστικοποίηση της συμφωνίας για το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης.
Ιδιαίτερη σημαντική για την παγκόσμια ασφάλεια θα είναι μια ενδεχόμενη μετακίνηση από τη θεμελιώδη αρχή της μη αλλαγής συνόρων διά της βίας, που υπονομεύτηκε σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό στις περιπτώσεις Κοσόβου, Γεωργίας και Νοτίου Σουδάν, αλλά εξακολουθεί να γίνεται ευρέως αποδεκτή. Η περαιτέρω αμφισβήτηση αυτής της αρχής, είτε για τη διόρθωση «ιστορικών αδικιών» είτε για την προστασία μειονοτήτων, θα έβλαπτε τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα και της ίδιας της πολυεθνοτικής Ρωσίας –και τις σχέσεις της με αρκετές πρώην σοβιετικές δημοκρατίες– αλλά και πλειάδας άλλων χωρών. Οι μέχρι τώρα λανθασμένες εκτιμήσεις και χειρισμοί αμφοτέρων προκαλούν ανησυχία.
* Ο κ. Θάνος Π. Ντόκος είναι γενικός διευθυντής στο ΕΛΙΑΜΕΠ.