Eδώ και δύο περίπου μήνες, η πολιτική ζωή
της Τουρκίας κινείται στον αστερισμό της σύγκρουσης Eρντογάν-Γκιουλέν.
Για να κατανοήσουμε την ουσία και το πολιτικό της βάρος, χρειάζεται να
δούμε μερικά ιστορικά δεδομένα, για τον τρόπο με τον οποίο συγκροτήθηκε η
δημοκρατία στη χώρα.
Το δημοκρατικό πολιτικό σύστημα στην Τουρκία συγκροτήθηκε, λοιπόν, μέσα από μια μάχη που υπερκαθορίστηκε από ένα αντιδημοκρατικό ερώτημα: Ποιο ηγεμονικό όραμα εξασφαλίζει στην Τουρκία τον ρόλο του ισχυρού, επομένως δυτικού κράτους
στην περιοχή; Από αυτό το ερώτημα, το οποίο έθεσε με όρους διχαστικών
και συγκρουσιακών διλημμάτων η νατοϊκή κυρίως «Δύση» για λογαριασμό της
Τουρκίας, προέκυψαν δύο αντίπαλα ηγεμονικά οράματα, που ενίσχυαν τη θέση
δύο αυταρχικών δυνάμεων — στρατού και Ισλάμ: το όραμα του κοσμικού
κράτους-έθνους του κεμαλισμού, και το όραμα του εθνοθρησκευτικού
κράτους-κοινότητας του τουρκοϊσλαμισμού. Η Τουρκία λοιπόν βρήκε τη θέση
της στον «πολιτισμένο κόσμο», όχι ως δημοκρατική χώρα, αλλά επειδή
μπορούσε να αναπαράγει μια μόνιμη εσωτερική απειλή, ως μέσον
νομιμοποίησης της ενίσχυσης του ισχυρού, αυταρχικού κράτους.
Έτσι, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν
εγκαινιάστηκε το πολυκομματικό σύστημα στη χώρα και άρχιζε η μάχη για
τη δημοκρατία, κινητοποιήθηκαν ταυτοχρόνως και δύο «ξεχασμένες»
δυνάμεις: ο στρατός και η θρησκεία. Ο πρώτος αποτέλεσε τη χρυσή εφεδρεία
του ΝΑΤΟ, μια δύναμη ικανή να εξασφαλίζει την επιβολή ενός ισχυρού
δυτικού κράτους σε μια ανατολίτικη, επομένως ευεπίφορη στον κομμουνισμό,
κοινωνία. Το Ισλάμ αποτέλεσε το κρυφό όπλο που ανέσυρε το Σχέδιο
Μάρσαλ, όπλο που θα έπαιζε τον ρόλο της «φωνής της ανατολίτικης
κοινωνίας» για δημοκρατία, απέναντι σε ένα κράτος που ξεπέρναγε
τα πολιτισμικά και ηθικά όριά της. Στην ουσία, με το Ισλάμ φτιαχνόταν
ένας εναλλακτικός διάδρομος διείσδυσης του κεφαλαίου, το οποίο δεν
μπορούσε να αφήνει την τύχη του σε ένα σκληρό κράτος. Ο στρατός λοιπόν
θα επέβαλε την πίστη στο δυνατό κράτος, ενώ το Ισλάμ θα εξέφραζε την προσδοκία γιαδημοκρατία (εναντίον
πάντα του κομμουνισμού, και τα δύο).
Πράγματι, στα τέλη της δεκαετίας
του ’60, κι ενώ το πολιτικό σύστημα της Τουρκίας συγκροτούνταν γύρω από
κόμματα με σαφείς ιδεολογικούς προσανατολισμούς και ταξικές αναφορές,
καθώς και μέσα από κινήματα, ενώ λοιπόν φαινόταν ότι η χώρα είχε μπει σε
φάση όπου η δημοκρατία αποκτούσε κοινωνικές ρίζες, το πραξικόπημα του
1971, αλλά και η ίδρυση του ισλαμικού κόμματος του Ερμπακάν (1969)
άλλαξαν την πολιτική ατζέντα.
Παρ’ όλα αυτά, η μάχη, τις δεκαετίες του
’70 και ’80, δεν δόθηκε ανάμεσα στον στρατό και το πολιτικό Ισλάμ. Η
πραγματική μάχη δόθηκε, από το αριστερό και το κουρδικό κίνημα, για τη
δημοκρατία, την κοινωνική δικαιοσύνη αλλά και την πολιτική οριοθέτηση
του εθνικού, εναντίον ενός αυταρχικού κράτους. Στα πραξικοπήματα,
κυνηγήθηκαν ανελέητα οι αριστεροί, οι Κούρδοι, οι δημοκράτες
(«κεμαλιστές» ή μη), όχι όμως το πολιτικό Ισλάμ. Αυτό που κυνηγήθηκε,
εντέλει, ήταν η αυτονομία των κομμάτων και τα κινήματα. Τα δύο αντίπαλα
ηγεμονικά οράματα (του κοσμικού κράτους του στρατού και του
εθνοθρησκευτικού κράτους-κοινότητας του Ισλάμ) λειτούργησαν μέχρι τα
τέλη της δεκαετίας του ’80 συμπληρωματικά, συντηρητικοποιούσαν εξίσου
την πολιτική ζωή της Τουρκίας, ενίσχυαν τη δεξιά πελατειακή στροφή του
πολιτικού συστήματος και προωθούσαν την ηγεμονία του μεγάλου κεφαλαίου
(κατεξοχήν του «στρατιωτικού», και στη συνέχεια του ισλαμικού).
Ο
στρατός και το πολιτικό Ισλάμ του Ερμπακάν έπαιζαν στο ίδιο γήπεδο: του
αυταρχισμού και του συντηρητισμού — του ισχυρού κράτους. Τα πράγματα
άλλαξαν στη δεκαετία του ’90, όταν το διεθνές και το εγχώριο κεφάλαιο
δεν είχαν πλέον ανάγκη ούτε τον στρατό ούτε το «σκληρό» πολιτικό Ισλάμ
του Ερμπακάν. Είχαν ανάγκη έναν αποτελεσματικό φορέα ενός ομοιογενούς πολιτισμού που
θα εξασφαλίζει την ατομική συμμετοχή σε ένα καταναλωτικό σύμπαν, με
όρους ηθικής-θρησκευτικής αφοσίωσης. Είχαν ανάγκη ένα ισχυρό κράτος, όχι
έθνος αλλά κοινότητα, με ευσέβεια στις ατομικές «εξουσίες» (όχι ελευθερίες) και τις δημοκρατικές αρχές της κοινότητας.
Είναι η εποχή που ισχυροποιήθηκαν οι
παράλληλες «δομές» στην κοινωνία και τη γραφειοκρατία που δημιουργούσαν
οι ΜΚΟ, με σημαντικότερες τα θρησκευτικά τάγματα (μεταξύ τους, αυτό του
Φετουλάχ Γκιουλέν με υποστήριξη αμερικανικών κεφαλαίων). Ούτε ο στρατός
ούτε το πολιτικό Ισλάμ του Ερμπακάν, που συγκρούονταν πια ανηλεώς,
κατάλαβαν ότι ο κόσμος είχε αλλάξει και ότι και οι δύο πια δεν
αποτελούσαν «δυτικά όπλα». Το κόμμα του Ερντογάν, γεννημένο μέσα από τα
σπλάχνα του πολιτικού Ισλάμ του Ερμπακάν, αλλά και σε ρήξη μ’ αυτό, δεν
μπήκε στην παλιά αντιπαλότητα ανάμεσα στα δύο παραδοσιακά οράματα, δεν
συγκρούστηκε με τον στρατό, ως φορέας μιας αντίπαλης ηγεμονίας.
Εμφανίστηκε ως ο αποτελεσματικότερος εκφραστής του διαχρονικού αιτήματος
για δημοκρατία. Κινητοποίησε τη θρησκεία ως τον διαχρονικό συνδετικό
κρίκο ανάμεσα στα πολλά και διαφορετικής ιδεολογικής προέλευσης αιτήματα
για δημοκρατία, ενώ συνεργάστηκε στενά με τις θρησκευτικές ΜΚΟ για τον
έλεγχο της γραφειοκρατίας (δικαιοσύνη, αστυνομία) εναντίον του στρατού. Ο
στρατός ηττήθηκε από την ίδια τη γραφειοκρατία, το άλλοτε ισχυρό του
όπλο.
Το κόμμα του Ερντογάν λοιπόν αποδέσμευσε
μια δημοκρατική, χειραφετητική δυναμική στην κοινωνία, και μάλιστα σε
μια στιγμή που η Ε.Ε. προέκρινε, για διάφορους λόγους, στον διάλογό της
με την Τουρκία, τη δημοκρατία και όχι το δόγμα του εκδυτικισμένου ισχυρού
συνεταίρου στην περιοχή. Οι αριστεροί –και όχι μόνο οι Τούρκοι–
γνώριζαν ότι το κόμμα του Ερντογάν ήταν νεοδεξιό και νεοφιλελεύθερο,
θεώρησαν ωστόσο ότι η εξουδετέρωση του στρατού εξουδετέρωνε συγχρόνως
και τον αντιδημοκρατικό παράγοντα, που στοίχειωνε την πολιτική ζωή της
χώρας.
Η παράδοση της Ε.Ε. στον
νεοφιλελευθερισμό και ο διάλογός της (όπως και των ΗΠΑ) με την Τουρκία
με όρους όχι δημοκρατίας αλλά αποτελεσματικότητας και ισχύος ενίσχυσε
τις αυταρχικές δυνάμεις στο εσωτερικό του κόμματος του Ερντογάν (και τον
αυταρχισμό του ίδιου), στο όνομα του παλιού ηγεμονικού οράματος του
πολιτικού Ισλάμ. Ενίσχυσε, επομένως, την άσκηση της πολιτικής με όρους
συνωμοσίας και προστασίας του κράτους, φορέα καταστολής στο όνομα μιας απειλής (ή κρίσης).
Η σύγκρουση με το «παράλληλο σύμπαν» που
έχει φτιάξει μέσα στο κράτος ο Φετουλάχ Γκιουλέν θα μπορούσε να σημάνει
βαθύ εκδημοκρατισμό. Αρκεί ωστόσο να παρακολουθήσουμε τους όρους με
τους οποίους διεξάγει τη σύγκρουση ο Ερντογάν, για να καταλάβουμε ότι
την αντιμετωπίζει ως διαμάχη φατριών, ως μάχη εναντίον των «προδοτών της
κοινότητας». Ενσωματώνει στον λόγο του ταυτοχρόνως και τα δύο οράματα:
και του στρατού και του πολιτικού Ισλάμ. Δεν επικαλείται λοιπόν τη
δημοκρατία και τους δημοκρατικούς θεσμούς, αλλά την οθωμανική περίοδο
του Φετρέτ (πόλεμος μεταξύ των διαδόχων του σουλτάνου Βαγιαζήτ Ι, 1402-1413), που έληξε με τη νίκη του μιλλέτ (της εθνοθρησκευτικής κοινότητας), ενώ οικειοποιείται τη γλώσσα του στρατού περί «εθνικών προδοτών».
Για πρώτη φορά ωστόσο μετά τη δεκαετία
του ’60 η Τουρκία βρίσκεται σε φάση επανιδεολογικοποίησης του πολιτικού,
όπως δείχνουν οι διαδηλώσεις εναντίον του Ερντογάν. Όσο όμως τα κόμματα
που τον αντιπολιτεύονται συγκροτούν τη σύγκρουση όχι με όρους ταξικούς,
ιδεολογικούς και πολιτικούς, αλλά τη συρρικνώνουν σε σύγκρουση της μιας
θρησκείας (κοσμικότητας) εναντίον της άλλης (Ισλάμ), το παιχνίδι της
δημοκρατίας θα υπονομεύεται και ο φασισμός θα καραδοκεί. Όσο η Ε.Ε.,
συμπεριφερόμενη ως Μεγάλη Δύναμη άλλων εποχών, δεν ξεκαθαρίζει με τι
είδους Τουρκία θέλει να συνομιλεί, ενώ τα γειτονικά, «μικρά» κράτη-μέλη,
όπως η Ελλάδα, συμμεριζόμενα αυτό το παιχνίδι, είτε αναπαράγουν τα
εθνικιστικά αντιτουρκικά παραληρήματα που διευκολύνουν το φαγοπότι των
εξοπλισμών, είτε ανοίγουν «φιλίες» με στόχο να μοιραστούν την ηγεμονία στην
περιοχή, η κατάσταση θα παραμένει δυσοίωνα μετέωρη, τόσο για την
Τουρκία όσο και ευρύτερα. Η Ε.Ε. (όπως και τα κράτη-μέλη) οφείλει να
συνομιλεί με οποιοδήποτε κόμμα εξέλεξε δημοκρατικά ο λαός της Τουρκίας,
με οποιοδήποτε κίνημα εκφράζει αιτήματα αυτού του λαού. Οφείλει, ωστόσο,
επίσης, να αναπτύξει έναν δημοκρατικό, ξεκάθαρο διάλογο με αυτή τη
χώρα.
Η Σία Αναγνωστοπούλου διδάσκει Ιστορία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.