Μιλώντας για την κατάσταση στη Βενεζουέλα ο Ιγνάσιο Ραμονέ,
πρώην διευθυντής της «Le Monde Diplomatique», καταγγέλλει «πραξικόπημα
αργής ανάφλεξης» το οποίο «συνδέεται με τις ΗΠΑ και καθοδηγείται από τον
πραξικοπηματία Λεοπόλδο Λόπες». Στην πρώτη φάση δημιουργείται έλλειψη
αγαθών πρώτης ανάγκης μέσω «κερδοσκοπικής αποθεματοποίησης», γεγονός που
δημιουργεί λαϊκή δυσφορία και κάνει τον κόσμο να στραφεί εναντίον «της
ανίκανης κυβέρνησης». Τα υπόλοιπα της πρώτης φάσης -εκδηλώσεις
διαμαρτυρίας και καταιγιστική προπαγάνδα από τα Μέσα Ενημέρωσης, εγχώρια
και διεθνή- είναι θέμα χρόνου.
Η δεύτερη φάση έχει στόχο την εξέγερση. Ενισχύεται η δυναμική μιας κοινωνικής ομάδας που διαμαρτύρεται (στη Βενεζουέλα ξεσηκώθηκε μια μειοψηφία αποφασισμένων φοιτητών), ακολουθούν -αναπόφευκτα- συγκρούσεις με την αστυνομία, γίνονται συλλήψεις, ενώ παράλληλα καταγγέλλεται από τα πρόθυμα ΜΜΕ και τα κοινωνικά δίκτυα η κρατική καταστολή, ώσπου μπαίνουν στο παιχνίδι της καταδίκης «μεγάλοι ανθρωπιστικοί οργανισμοί» και ξένες κυβερνήσεις... Στην κατακλείδα του άρθρου ο Ραμονέ σημειώνει: «Βρισκόμαστε σ' αυτό το στάδιο και συνεπώς: κινδυνεύει η δημοκρατία στη Βενεζουέλα; Ναι, γιατί απειλείται, για άλλη μια φορά, από τους αιώνιους πραξικοπηματίες»... Εν παρόδω ειρήσθω ότι μηντιακά συγκροτήματα που πολεμούσαν τον Τσάβες παραδέχτηκαν πριν από χρόνια ότι είχαν δεχτεί οικονομική βοήθεια από τις ΗΠΑ. Ετσι, ανοιχτά και κυνικά.
Μία μικρή χώρα, όπως η Βενεζουέλα, δύσκολα μπορεί να αντιμετωπίσει θηριώδεις εκστρατείες από ξένα κέντρα, καθώς και τον απηνή πόλεμο, οικονομικό, μηντιακό και άλλους. Ωστόσο, η προπαγάνδα και οι παρεμβάσεις ανθίζουν στις ρωγμές της διακυβέρνησης, στις αστοχίες και στον δογματισμό της. Ο Τσάβες αριστουργηματικά είχε καταφέρει να αποφεύγει τα ολισθήματα. Γι' αυτό και είχε αποτρέψει αρκετές επιχειρήσεις αποσταθεροποίησης, ενώ είχε συντρίψει την αντιπολίτευση σε αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις. Ομως ο Μαδούρο δεν είναι Τσάβες. Αντιμετώπισε δυναμικά μια «μικρής κλίμακας φοιτητική διαμαρτυρία» στον Σαν Κριστομπάλ και έδωσε λαβή να καταγγέλλεται η κυβέρνησή του για βίαιη κρατική καταστολή και να λειτουργούν σωρευτικά στον κόσμο οι αφορμές για να ξεσηκωθεί εναντίον του (καθημερινή βία από συμμορίες στους δρόμους, έλλειψη είδων πρώτης ανάγκης κ.ά.).
Ο Μαδούρο χάνει βαθμηδόν τον έλεγχο, καθώς, όπως σωστά επισημαίνει ο Francisco Toro στους «New York Times» («Καθημερινή» 1-2 Μαρτίου), ο Μαδούρο δαιμονοποιεί και καταγγέλλει συλλήβδην τους διαδηλωτές και την ηγεσία τους ως φασίστες και πράκτορες του αμερικανικού ιμπεριαλισμού. Και έτσι χάνει το δίκιο του. Διότι και εξωνημένη αντιπολίτευση υπάρχει και φασιστικά στοιχεία και αμερικανική παρέμβαση. Με μια θεμελιώδη διαφορά: το ετερόκλητο μέτωπο των αντι-τσαβίστας ξέρει «το πότε και το πώς», ενώ κάποιοι ηγέτες όπως ο Μαδούρο δεν έχουν συναίσθηση των ορίων εξουσίας ούτε ικανότητες να ελιχθούν. Και μοιραία κινδυνεύουν να καταστούν βορά αδηφάγων κέντρων εξουσίας, που δεν ανέχονται αιρετικούς ηγέτες και χώρες που «λοξοδρομούν».
Η δεύτερη φάση έχει στόχο την εξέγερση. Ενισχύεται η δυναμική μιας κοινωνικής ομάδας που διαμαρτύρεται (στη Βενεζουέλα ξεσηκώθηκε μια μειοψηφία αποφασισμένων φοιτητών), ακολουθούν -αναπόφευκτα- συγκρούσεις με την αστυνομία, γίνονται συλλήψεις, ενώ παράλληλα καταγγέλλεται από τα πρόθυμα ΜΜΕ και τα κοινωνικά δίκτυα η κρατική καταστολή, ώσπου μπαίνουν στο παιχνίδι της καταδίκης «μεγάλοι ανθρωπιστικοί οργανισμοί» και ξένες κυβερνήσεις... Στην κατακλείδα του άρθρου ο Ραμονέ σημειώνει: «Βρισκόμαστε σ' αυτό το στάδιο και συνεπώς: κινδυνεύει η δημοκρατία στη Βενεζουέλα; Ναι, γιατί απειλείται, για άλλη μια φορά, από τους αιώνιους πραξικοπηματίες»... Εν παρόδω ειρήσθω ότι μηντιακά συγκροτήματα που πολεμούσαν τον Τσάβες παραδέχτηκαν πριν από χρόνια ότι είχαν δεχτεί οικονομική βοήθεια από τις ΗΠΑ. Ετσι, ανοιχτά και κυνικά.
Μία μικρή χώρα, όπως η Βενεζουέλα, δύσκολα μπορεί να αντιμετωπίσει θηριώδεις εκστρατείες από ξένα κέντρα, καθώς και τον απηνή πόλεμο, οικονομικό, μηντιακό και άλλους. Ωστόσο, η προπαγάνδα και οι παρεμβάσεις ανθίζουν στις ρωγμές της διακυβέρνησης, στις αστοχίες και στον δογματισμό της. Ο Τσάβες αριστουργηματικά είχε καταφέρει να αποφεύγει τα ολισθήματα. Γι' αυτό και είχε αποτρέψει αρκετές επιχειρήσεις αποσταθεροποίησης, ενώ είχε συντρίψει την αντιπολίτευση σε αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις. Ομως ο Μαδούρο δεν είναι Τσάβες. Αντιμετώπισε δυναμικά μια «μικρής κλίμακας φοιτητική διαμαρτυρία» στον Σαν Κριστομπάλ και έδωσε λαβή να καταγγέλλεται η κυβέρνησή του για βίαιη κρατική καταστολή και να λειτουργούν σωρευτικά στον κόσμο οι αφορμές για να ξεσηκωθεί εναντίον του (καθημερινή βία από συμμορίες στους δρόμους, έλλειψη είδων πρώτης ανάγκης κ.ά.).
Ο Μαδούρο χάνει βαθμηδόν τον έλεγχο, καθώς, όπως σωστά επισημαίνει ο Francisco Toro στους «New York Times» («Καθημερινή» 1-2 Μαρτίου), ο Μαδούρο δαιμονοποιεί και καταγγέλλει συλλήβδην τους διαδηλωτές και την ηγεσία τους ως φασίστες και πράκτορες του αμερικανικού ιμπεριαλισμού. Και έτσι χάνει το δίκιο του. Διότι και εξωνημένη αντιπολίτευση υπάρχει και φασιστικά στοιχεία και αμερικανική παρέμβαση. Με μια θεμελιώδη διαφορά: το ετερόκλητο μέτωπο των αντι-τσαβίστας ξέρει «το πότε και το πώς», ενώ κάποιοι ηγέτες όπως ο Μαδούρο δεν έχουν συναίσθηση των ορίων εξουσίας ούτε ικανότητες να ελιχθούν. Και μοιραία κινδυνεύουν να καταστούν βορά αδηφάγων κέντρων εξουσίας, που δεν ανέχονται αιρετικούς ηγέτες και χώρες που «λοξοδρομούν».