06 Μαρτίου 2014

Ουκρανία: Από το ελεγχόμενο ρίσκο στην ανεξέλεγκτη χρεοκοπία*

http://www.aixmi.gr/wp-content/themes/aixmi2/timthumb.php?src=http://www.aixmi.gr/wp-content/uploads/2014/03/73353309_ukraine-e1393976065683.jpg&h=260&w=660&zc=1&q=100
Η κρίση στην Ουκρανία μαίνεται, με τον κίνδυνο «ατυχήματος» να πολλαπλασιάζεται όσο η κατάσταση δεν ομαλοποιείται. Ενώ, μέσα σε ένα τόσο συγκεχυμένο σκηνικό δεν αποκλείονται προβοκάτσιες αλλά και ένταση της κοινωνικής πόλωσης, με ενδείξεις εμφύλιας διαμάχης.
Όπως περιέγραψα σε προηγούμενο κείμενό μου, η Ρωσία άφησε όλες τις πλευρές να τοποθετηθούν και, πλέον, ξετυλίγει -εν τη αμηχανία των υπολοίπων- τη στρατηγική της. Η οποία στηρίζεται στο εξής τετράπτυχο:

  • Αναχαίτιση δυτικής επιρροής εντός του μετασοβιετικού χώρου, που για τη Μόσχα κρίνεται ως ζωτικός.
  • Αποσταθεροποίηση, υπονόμευση και απονομιμοποίηση της ενδιάμεσης κυβέρνησης, την οποία δεν αναγνωρίζει. Η παρουσία νεοναζιστικών στοιχείων στους κόλπους της και η απροθυμία απαγκίστρωσης των φιλοευρωπαϊκών δυνάμεων από αυτά επιτείνουν τις εντάσεις και προσφέρουν πρόσχημα ρωσικής παρέμβασης, δυνητικά δε και επέμβασης. Ενώ με την άρνησή της να τη νομιμοποιήσει, δημιουργεί προηγούμενο ανυπακοής για τους κατοίκους των ουκρανικών επαρχιών που αριθμητικά πρόσκεινται στη Ρωσία.
  • Δημιουργία τετελεσμένων στο έδαφος που δεν θα αμφισβητηθούν. Αποτελεί καίριο στόχο για τη Ρωσία (αλλά και πλήγμα για το Κίεβο) η περιχαράκωση -σε πρώτη φάση- της Κριμαίας και, αν κριθεί στο χρόνο χρήσιμο, η ενθάρρυνση τάσεων μεγαλύτερης αυτονομίας περιοχών που το ρωσικό ή ρωσόφωνο ή ρωσόφιλο στοιχείο είναι πλειοψηφικό. Έτσι, αφενός η όποια επόμενη κυβέρνηση δεν θα μπορεί να αναιρέσει τις νέες πραγματικότητες, αφετέρου θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως επιπλέον και άκρως αποτελεσματικός μοχλός πίεσης έναντι αυτής. Το Κρεμλίνο μοιάζει να βιάζεται να κατοχυρώσει τα συμφέροντα του πριν οι πιέσεις γίνουν ασφυκτικές και υποχρεωθεί να ανακρούσει πρύμναν.
  • Εκτροχιασμός της οικονομίας και της ευρωπαϊκής πορείας για να αναδειχθεί εξ’αντανακλάσεως ο κρίσιμος ρόλος και η χρησιμότητα της Ρωσίας. Πέραν της δυνατότητας αύξησης των τιμών φυσικού αερίου ή απαίτησης αποπληρωμής του άνω των 1,5 δισ $ χρέους προς την Gazprom, κάτι που θα είχε δραματικές συνέπειες για την ουκρανική οικονομία, η μη συμμετοχή της Μόσχας στην κάλυψη του χρηματοδοτικού κενού της χώρας, θα δυσκολέψει την προσπάθεια διάσωσης. Ενώ, βέβαια, όσο διατηρείται το καθεστώς αστάθειας και δυνητικού διαμελισμού, εύλογα αποτρέπονται χρηματοδότες και επενδυτές απ’ το να τοποθετήσουν (ρισκάροντας) τα κεφάλαιά τους.
Πούτιν: Μπαίνουμε στη μάχη και μετά βλέπουμε…
Παγίως, η τακτική του Πούτιν κινείται στη διττή λογική του «μπαίνουμε στη μάχη και κατόπιν βλέπουμε τι κάνουμε» και του «εντοπίζουμε και εκμεταλλευόμαστε στο έπακρο τις αδυναμίες του αντιπάλου». Και εδώ τόσο η μεταβατική κυβέρνηση του Κιέβου όσο και η Δύση δείχνουν αδυναμία/απροθυμία εμπλοκής, τουλάχιστον στο βαθμό και το χρόνο που η Μόσχα δεν θα προλάβει να παγιώσει τη θέση της. Το να επιχειρήσει, λόγω του κενού εξουσίας, να διευρύνει τις επιχειρήσεις της ή να κλείσει το μάτι σε λογικές απόσχισης είναι κίνηση υψηλού ρίσκου, από τη στιγμή που η κατάσταση μπορεί να ξεφύγει από κάθε έλεγχο με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατός ο μετριασμός της. Άλλωστε, συμφέρει τη Ρωσία να έχει στην αυλή της μία χώρα του μεγέθους της Ουκρανίας αποσταθεροποιήμενη, με ενίσχυση των αντιρωσικών αισθημάτων (άλλο η κατοχύρωση του ρωσικού/ρωσόφωνου στοιχείου και του στόλου της και άλλο η ενίσχυση αποσχιστικών τάσεων) ως αντίδραση στις μεθόδους της, και ένα σημαντικό κομμάτι της διεθνούς κοινότητας (μεταξύ των οποίων και κράτη των οποίων τη συνεργασία έχει ανάγκη για να αντιμετωπίσει μία σειρά προκλήσεις) απέναντί της.

Παράλληλα, θα ρισκάρει να στείλει μεν ένα μήνυμα ισχύος στις πολιτικές ελίτ των μετασοβιετικών δημοκρατιών (έχουν βέβαια ήδη θορυβηθεί από το προηγούμενο της Γεωργίας), ωστόσο, να δημιουργήσει και σύγχυση, αν όχι κοινωνικές δυναμικές αμφισβήτησης της στενής σχέσης τους σχέσης, εφόσον η Μόσχα παρουσιάζεται ως αδίστακτος δυνάστης, που μπορεί ακόμη και να χρεωθεί το διαμελισμό μίας χώρας, χάριν της εξυπηρέτησης των συμφερόντων της.

Για τους παραπάνω λόγους, θεωρώ ότι ο Πούτιν θα θελήσει να βάλει άνω τελεία, προσφέροντας την εναλλακτική διαλόγου (μάλλον, όμως, με σκληρούς όρους), ωσότου ζυγίσει τα νέα δεδομένα και κινηθεί ανάλογα. Σε κάποια σημεία πιο διαλλακτικά, αφού έχει καταφέρει τους στόχους της πρώτης φάσης, αλλά ασυμβίβαστα σε ό,τι αφορά τη θέση της Ρωσίας, τόσο στην Κριμαία όσο και την ευρύτερη περιοχή, αλλά και το ρωσικό και ρωσόφωνο πληθυσμό, για τον οποίο επιθυμεί να εξελιχθεί σε προστάτη του- στοιχείο που θα αξιοποιήσει ανάλογα τις εξελίξεις. Αν της αναγνωριστεί αυτός ο ρόλος (με τρόπο που θα της τονώσει την αυτοπεποίθηση αλλά δεν θα της επιτρέψει να εκτραχυνθεί), θα έχει λιγότερους λόγους να κινηθεί με την επιθετικότητα των τελευταίων ημερών. Κάτι που θα μπορούσε να έχει αποτραπεί αν η Μόσχα δεν περιφρονούνταν επιδεικτικά το διάστημα που μεσολάβησε από την απόρριψη της συμφωνίας σύνδεσης με την ΕΕ μέχρι την κινούμενη στα όρια (μάλλον εκτός ορίων) νομιμότητας ανατροπή του Γιαννουκόβιτς.

Το τελευταίο είναι ένα χαρτί που το Κρεμλίνο θα παίξει, μιλώντας για πραξικόπημα και ζητώντας από τους τρεις ευρωπαίους ΥΠΕΞ να τηρήσουν την υπογραφή τους. Άλλωστε, το αποτέλεσμα αυτής της συμφωνίας θα ήταν η δημιουργία μεταβατικής κυβέρνησης, η διεξαγωγή πρόωρων εκλογών, η επιστροφή στο σύνταγμα του 2004, και ο αφοπλισμός των διαδηλωτών. Είναι κρίσιμο και καθοριστικό το κατά πόσο η Μόσχα θα εμμείνει στη θέση της, θέτοντας ως προαπαιτούμενο για την έναρξη των διαπραγματεύσεων την επιστροφή στη συμφωνία της 21ης Φεβρουαρίου μεταξύ Γιαννουκόβιτς, αντιπολίτευσης και των ΥΠΕΞ Γερμανίας, Γαλλίας και Πολωνίας ή θα αποδεχθεί τη νέα κατάσταση, όπως απαιτεί να κάνουν οι εταίροι της στην Κριμαία. Το πρώτο σενάριο είναι αυτή τη στιγμή επικρατέστερο.

Η προσωρινή κυβέρνηση δύσκολα θα κερδίσει την αναγνώριση της Ρωσίας. Και αυτό αποστερεί ένα απευθείας δίαυλο επικοινωνίας, με αποτέλεσμα αυτή να γίνεται μέσω των Δυτικών, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την επιτυχή έκβαση. Υπάρχουν, ωστόσο, δύο κινήσεις που θα μπορούσαν να εκτονώσουν εν μέρει την ένταση μεταξύ των δύο πλευρών. Το πάγωμα υλοποίησης ή ακόμη καλύτερα η άρση νόμων που διεγείρουν τα ρωσικά αντανακλαστικά (π.χ. μία επίσημη γλώσσα, η ουκρανική) και ο αποκλεισμός από την πολιτική διαδικασία και η απερίφραστη καταδίκη των μεθόδων του Δεξιού Τομέα.

Το «χάιδεμά» του -που ούτως ή άλλως, εκτρέφει το αυγό του φιδιού και ουδεμία σχέση έχει με τα ευρωπαϊκά ιδανικά χάριν των οποίων επήλθε η ανατροπή Γιαννουκόβιτς- δίνει πάτημα στη Μόσχα να επικαλείται τις δράσεις και τις προθέσεις του ακραίου αυτού μορφώματος για να αποδώσει μέρος των κινήσεων της στην προστασία των ρώσων και ρωσόφωνων και ανοίγει την πόρτα σε εμφύλιες  συγκρούσεις, καθότι οι νεοναζί ετοιμάζονται για επιχειρήσεις εκτός Κιέβου. Αν, μάλιστα, αποτολμήσουν να βρεθούν σε ανατολικές περιοχές ελεγχόμενες από το ρωσόφωνο στοιχείο θα παρακολουθήσουμε βίαιες μάχες σώμα με σώμα.

Εδώ, αξίζει να σημειώσουμε πως μέχρι στιγμής έχουμε επιχειρήσεις χωρίς χρήση στρατιωτικής βίας, παρά μόνο μετακίνηση και μεταφορά στρατευμάτων, εκβιασμούς, ψυχολογική βία και αποσκιρτήσεις. Αν, ωστόσο, ανοίξει πυρ και έχουμε έστω και ένα τραυματία τα πράγματα αλλάζουν ριζικά. Το ίδιο και αν έχουμε επέκταση των (επίσημων) ρωσικών κινήσεων πέραν της Κριμαίας. Όλες οι πλευρές οφείλουν να το αντιληφθούν, μαζί και τα συνεπαγόμενα ρίσκα.

Παρά το κλίμα έντασης, αντεγκλήσεων, προκλήσεων, χαοτικών διαφωνιών, και κοινωνικής πόλωσης, οι παράμετροι εκτός κρίσης συντείνουν στην ανάγκη συμβιβασμού. Ακόμη και η σχετικά χλιαρή αντίδραση από πλευράς Δύσης, παρά τη ρωσική επιθετικότητα, όπως, άλλωστε και η αναζήτηση μέτρων που θα την περιορίσουν, υποδηλώνουν την αλληλεξάρτηση συμφερόντων μεταξύ των εξωτερικών δρώντων. Κυρίως, αλλά όχι μόνο, στο οικονομικό πεδίο, όπου οι οικονομίες είναι διασυνδεδεμένες, ενώ ακόμη και ο κομβικής σημασίας ενεργειακός κλάδος της Ρωσίας εξαρτάται εν μέρει από δυτικά κεφάλαια και τεχνολογία. Από την άλλη, η ασφάλεια τροφοδοσίας της Γηραιάς Ηπείρου έχει τη Μόσχα (αλλά και το Κίεβο ως κύριο διαμετακομιστή) ως σημείο αναφοράς. Διόλου αποκλείεται να υπάρξουν ρητορικές προτροπές και απειλές για εκατέρωθεν κυρώσεις, αλλά στο τέλος μάλλον θα επικρατήσουν πιο ψύχραιμες φωνές. Μάλιστα, ο αρνητικός αντίκτυπος στο ρούβλι και τη ρωσική χρηματιστηριακή και τραπεζική αγορά αποτυπώνει το βαθμό του ευάλωτου της ρωσικής οικονομίας, αλλά και οι συναλλαγές υδρογονανθράκων σε δολάρια προσφέρουν ένα σχετικό εργαλείο πίεσης και στο Κρεμλίνο. Εντούτοις, ο ρώσος πρόεδρος, ως πραγματιστής και εκφραστής της θεωρίας του ελεγχόμενου ρίσκου, πιθανότατα δεν θα ήθελε να είναι αυτός που θα ανοίξει το Κουτί της Πανδώρας…
*Ο Κωνσταντίνος Φίλης είναι Διεθνολόγος και Διευθυντής Ερευνών του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων.
Γράφει: Κωνσταντίνος Φίλης