Τίθεται, βεβαίως, το ερώτημα γιατί η Ε.Ε. επέλεξε να δώσει μια μάχη για την οποία δεν είχε ιδιαίτερη διάθεση να «πολεμήσει», καθώς η Πολιτική Γειτονίας δεν αποτελεί υψηλή προτεραιότητα, ούτε τα απαραίτητα κονδύλια είναι διαθέσιμα. Αντίθετα, για τη Μόσχα το διακύβευμα είναι πολύ σημαντικότερο, καθώς δεν νοείται η Ρωσία ως μεγάλη δύναμη χωρίς μια «φιλική» Ουκρανία. Θα πρέπει όμως να καθοριστούν τα όρια μεταξύ «droit de regard» και ελέγχου.
Οι δύο πλευρές πρέπει να υιοθετήσουν μια πιο σφαιρική, μακροσκοπική θεώρηση των σχέσεών τους. Η Ρωσία δεν θα μπορέσει να διατηρήσει τον ρόλο της μεγάλης δύναμης χωρίς την οικονομική και τεχνολογική συνεργασία με τη Δύση για τον εκσυγχρονισμό της παραγωγικής της βάσης. Αλλά και για τη Δύση, η Ρωσία –εν πολλοίς μια χώρα status quo εφόσον αναγνωριστεί ο σημαντικός ρόλος της σε περιοχές όπως η Μαύρη Θάλασσα, η Κεντρική Ασία και η Μέση Ανατολή– μπορεί να είναι ένας χρήσιμος εταίρος σε μια εποχή τεκτονικών αλλαγών σε παγκόσμιο επίπεδο. Υπάρχουν προφανείς διαφορές και αποκλίνοντα συμφέροντα σε μια σειρά ζητημάτων, αλλά η έμφαση θα πρέπει να είναι στα κοινά συμφέροντα και στη δημιουργία ενός οδικού χάρτη για την οικοδόμηση της επιδιωκόμενης εταιρικής σχέσης (με τα ανθρώπινα δικαιώματα να αποτελούν σημαντικό αλλά όχι υποχρεωτικά κεντρικό στοιχείο).
Στο ζήτημα της Ουκρανίας, θα πρέπει να αποφευχθεί ο περαιτέρω πολιτικός διχασμός της χώρας (και το εφιαλτικό σενάριο της εδαφικής διχοτόμησης), μέσω της παροχής από την Ε.Ε. ουσιαστικής οικονομικής βοήθειας στην Ουκρανία και της εγκατάλειψης προσεγγίσεων τύπου «ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου», που μπορεί να οδηγήσουν στη στήριξη ακραίων, νεοφασιστικών ομάδων της αντιπολίτευσης. Μια πιθανή λύση στο αδιέξοδο θα ήταν μια συμφωνία ελεύθερου εμπορίου με την τελωνειακή ένωση Ρωσίας, Λευκορωσίας και Καζαχστάν. Εν κατακλείδι, καθώς η Ρωσία δεν είναι ένας εύκολος γείτονας, αλλά μπορεί να αποτελέσει έναν δυνητικά σημαντικό εταίρο, θα πρέπει να αναζητηθούν τρόποι για την επανεκκίνηση των σχέσεων Ε.Ε.–Ρωσίας, με μια προσπάθεια σύνθεσης διαφορετικών θέσεων, και εδώ η Ελλάδα θα μπορούσε να διαδραματίσει χρήσιμο ρόλο σε συνεργασία με άλλους εταίρους.
* Ο κ. Θάνος Π. Ντόκος είναι γενικός διευθυντής στο ΕΛΙΑΜΕΠ.