15 Φεβρουαρίου 2014

Σε «μέγκενη» ο Ερντογάν


ΤΟΥΡΚΙΑ – Ο πρόεδρος Γκιουλ δέχεται πιέσεις να ασκήσει βέτο στον νόμο για το Διαδίκτυο και ο πρωθυπουργός επιχειρεί να αποκαταστήσει τις σχέσεις του με τις ένοπλες δυνάμεις

Της Ελλης Πάνου
 Με την προσφιλή τακτική της άγριας καταστολής, η αστυνομία της Αγκυρας διέλυσε χθες την πορεία διαμαρτυρίας που επιχείρησαν να κάνουν προς το κοινοβούλιο τρεις χιλιάδες διαδηλωτές. Αίτημά τους η απελευθέρωση εκατοντάδων αξιωματικών του στρατού που έχουν καταδικαστεί για τις δύο πολύκροτες υποθέσεις συνωμοσίας εναντίον της ισλαμικής κυβέρνησης Ερντογάν, «Βαριοπούλα» και «Εργκένεκον».

 Στριμωγμένος από το πρωτοφανές σκάνδαλο διαφθοράς που υπονομεύει την εξουσία του, ο Τούρκος πρωθυπουργός σαν να τείνει τώρα το χέρι προς τις ένοπλες δυνάμεις, τασσόμενος πρόσφατα υπέρ της διεξαγωγής νέας δίκης για τους «συνωμότες» αξιωματικούς, όπως ζητά το Γενικό Επιτελείο που χαρακτηρίζει κατασκευασμένα κάποια από τα αποδεικτικά στοιχεία της ενοχής τους.

Τα ανοιχτά μέτωπα, όμως, πολλαπλασιάζονται διαρκώς. Μετά την κατακραυγή εντός κι εκτός Τουρκίας για την ψήφιση του αμφιλεγόμενου νόμου, που θεσμοθετεί ασφυκτικό κυβερνητικό έλεγχο στη χρήση του Διαδικτύου, ο πρόεδρος Γκιουλ, έχοντας περιθώριο άλλων δέκα ημερών για να επικυρώσει τη νέα νομοθεσία, παραδέχτηκε δημόσια ότι «υπάρχουν ένα ή δύο προβλήματα και εργαζόμαστε γι’ αυτά», χωρίς να δώσει περαιτέρω διευκρινίσεις. Η Διεθνής Αμνηστία κάλεσε χθες τον Τούρκο πρόεδρο να ασκήσει βέτο για να μπλοκάρει τον νόμο που μπορεί να επιφέρει «ανατριχιαστικές συνέπειες στην ελευθερία της έκφρασης», καταγγέλλοντας παράλληλα τα κρούσματα αυτολογοκρισίας στα κυρίαρχα ΜΜΕ της γείτονος και τις απειλές για ποινικές διώξεις κατά δημοσιογράφων.

Πριν από τρεις ημέρες σε συνέντευξη Τύπου δημοσιογράφος της εφημερίδας «Ζαμάν» -που αντιπολιτεύεται πλέον τον Ερντογάν μετά τον πόλεμο που έχει ξεσπάσει με τους ισλαμιστές οπαδούς του Φετουλάχ Γκιουλέν- τόλμησε να κάνει τις κρίσιμες ερωτήσεις στον Τούρκο πρωθυπουργό: εάν δωροδοκήθηκε προκειμένου να εγκρίνει την ανέγερση πολυτελών σπιτιών σε απαγορευμένη ζώνη, εάν συμμάχησε με επιχειρηματίες για να ελέγξει μέσα ενημέρωσης με αντάλλαγμα την παραχώρηση γενναιόδωρων κρατικών συμβολαίων και, τέλος, εάν πράγματι προσπάθησε προσωπικά να λογοκρίνει το τηλεοπτικό κανάλι Haberturk, εμποδίζοντας τη μετάδοση ομιλίας ηγέτη της αντιπολίτευσης.

Ο δημοσιογράφος έγινε πάραυτα ήρωας στο διαδίκτυο κι ο Ερντογάν, αφού έδειξε να σοκάρεται από την «τόλμη» του δημοσιογράφου, του επιτέθηκε κατηγορώντας τον ότι «είναι η φωνή των αφεντικών του». Οσον αφορά όμως το τελευταίο ερώτημα, αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι πράγματι τηλεφώνησε σε στέλεχος του καναλιού, στη διάρκεια των ταραχών του Γκεζί, από το Μαρόκο όπου βρισκόταν για επίσημη επίσκεψη, όχι για να επηρεάσει την κάλυψη του καναλιού, αλλά για να επισημάνει ότι δέχεται προσβολές.

Η ιδιοκτησία του Haberturk παραδέχτηκε εμμέσως ότι δέχεται έντονες πιέσεις από την κυβέρνηση. «Είναι πασίγνωστο ότι όσοι εργάζονται στα μέσα ενημέρωσης αντιμετωπίζουν παρόμοιες καταστάσεις», είπε ο Φατίχ Αλταϊλί, «εν καιρώ θα αποδειχτεί ότι όλοι βρίσκονται στην ίδια θέση με μένα».

Η Τουρκία παρέμεινε και το 2013 η μεγαλύτερη «φυλακή» στον κόσμο για τους λειτουργούς του Τύπου, τόνισαν στις ετήσιες εκθέσεις τους η ΜΚΟ «Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα» (RSF) και η Επιτροπή για την Προστασία των Δημοσιογράφων (CPJ), που κατακεραυνώνουν την αυταρχική εφαρμογή του αντιτρομοκρατικού νόμου εναντίον πληθώρας εργαζομένων σε τουρκικά ΜΜΕ, που τόλμησαν να ασκήσουν κριτική στην κυβέρνηση για την αιματηρή καταστολή της λαϊκής «εξέγερσης» το περασμένο καλοκαίρι και τους χειρισμούς της στο κουρδικό ζήτημα.
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ