06 Οκτωβρίου 2013

Χρυσής Αυγής γενεσιουργά αίτια και αντιμετώπιση…

Του Χριστόδουλου Γιαλλουρίδη

  • Η πολιτική ηγεσία της Ελλάδας πρέπει να συναντηθεί σε ένα modus vivendi ανόρθωσης της χώρας
  • Η κρίση που βιώνει το ελληνικό πολιτικό σύστημα είναι κρίση δημοκρατίας σε όλες της τις διαστάσεις, αφού μπόρεσε και επέτρεψε τη γέννηση και την εξάπλωση ενός μορφώματος, που προσιδιάζει σε νεοναζιστικά πρότυπα εν έτει 2013
  • Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ δεν εξικνείται απλά και μόνο στο εκλογικό γεγονός, αλλά στην καθημερινή διαλεκτική σχέση των πολιτών και των θεσμών, της ηγεσίας και της κοινωνίας, σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής και οικονομικής ζωής
Ο γνωστός Γερμανός πολιτικός φιλόσοφος Carl Schmitt, του οποίου το έργο έτυχε μεγάλης κριτικής, αλλά και αναγνώρισης, έμεινε γνωστός για την επιστημονική του προσέγγιση της πολιτικής, από τη δεκαετία του τριάντα, ως σχέσης εχθρού και φίλου. Το βιβλίο του «Η σχέση εχθρού και φίλου στην πολιτική» μεταχειρίστηκε προπαγανδιστικά, κακοποιούμενο από τη ναζιστική ιδεολογία και πολιτική πρακτική. Στόχος της ερμηνευτικής αυτής προπαγανδιστικής «αξιοποίησης» ήταν η θεμελίωση του επιχειρήματος της εξόντωσης, στη διάρκεια της εξουσίας των εθνικοσοσιαλιστών, τους πάσης φύσεως αντιπάλους.

Σε αυτούς συγκαταλέγονται, με προεξάρχοντες τους Εβραίους, οι Σλάβοι, οι Αθίγγανοι, οι Ρόμα, οι κομμουνιστές, οι ομοφυλόφιλοι, οι ανάπηροι και όλοι εκείνοι που τολμούσαν να αρθρώσουν αντίθετη άποψη στην ολοκληρωτική σκέψη και συμπεριφορά του Τρίτου Ράιχ. Ο Carl Schmitt, μιλώντας για τη σχέση εχθρού και φίλου στην πολιτική, προφανώς δεν εννοούσε την ολοκληρωτική εξόντωση και κυρίως την εξαφάνιση των πολιτικών του αντιπάλων, αλλά κατέγραφε μέσα σε αυτό το βιβλιαράκι την πραγματικότητα της πολιτικής, όπως ο ίδιος την αντιλαμβανόταν, ότι δηλαδή είναι μια διαρκής ιδεολογικοπολιτική σύγκρουση για την επικράτηση των φίλων, δηλαδή της ομάδας που διεκδικεί την εξουσία, έναντι των εχθρών, που είναι οι άλλοι, η αντίπαλη παράταξη που βρίσκεται απέναντι, αντιπαρατίθεται και διεκδικά με όλα τα μέσα την εξουσία.Περιγράφεται, δηλαδή, η σύγκρουση για την πολιτική εξουσία, όπου χρησιμοποιούνται όλα τα μέσα για την κατάκτησή της.

Η αντίληψη που ερμηνεύθηκε από τους Ναζί, που κόστισε στον Carl Schmitt την καταδίκη του σε φυλάκιση μετά το τέλος του Τρίτου Ράιχ, ήταν η ολοκληρωτική διάσταση της πολιτικής στη σύγκρουση για την εξουσία. Το καθεστώς δηλαδή, εν προκειμένω οι Ναζί, αφ’ ής στιγμής κατακτήσουν την εξουσία, έστω και όντας μειοψηφία, δεν επιτρέπουν την ύπαρξη αντίθετης πολιτικής ομάδας ή την εκφορά αντίθετου πολιτικού λόγου.

Ο χαρακτηρισμός του αντιπάλου ως εχθρού νομιμοποιούσε τη βία και την εξοντωτική συμπεριφορά απέναντί του. Ο εχθρός οριζόταν από τους εθνικοσοσιαλιστές, σε μια ιεραρχική προσέγγιση του κόσμου, από φυλετικά κριτήρια και την κατάταξη των διαφόρων εθνοτήτων και λαών σε προνομιούχους και καταδικασμένους να εξοντωθούν και να αφανιστούν από προσώπου γης, σε εκείνους που είχαν αντίθετη άποψη και στάση ζωής από το ναζιστικό καθεστώς, που ήταν υποχρεωμένοι να σιωπούν για να δικαιούνται να υπάρχουν.

Το σύστημα επιβολής του F?hrer Prinzip καθόριζε την ολοκληρωτική σκέψη και συμπεριφορά απέναντι σε όλους, δεν επέτρεπε δηλαδή την παραμικρή διαφοροποίηση και αντίθεση στην ιδεολογία και τις πολιτικές αρχές που καθόριζε ο Aρχηγός και το Kόμμα. Αυτή λοιπόν η ολοκληρωτική ταύτιση μεταξύ πολιτικής ηγεσίας, εξουσίας και κοινωνίας, η κατάργηση των διαφοροποιήσεων, δημιουργούσε ένα σύστημα που ονομάζεται ολοκληρωτικό, όπου δηλαδή ο κάθε πολίτης είναι στρατευμένος στις οδηγίες και την καθοδήγηση του Aρχηγού, όπου του απαγορεύεται η σκέψη.

Υποχρεούται να λειτουργεί αυτοματοποιημένα και μηχανοποιημένα με βάση το σύστημα οργάνωσης του κράτους, στο οποίο έχει μία θέση διατεταγμένη, επιλεγμένη από άλλους, υπηρετώντας τον Αρχηγό, ο οποίος ενσαρκώνει και εκφράζει το εθνικό συμφέρον του κράτους και του λαού. Μια τέτοια ολοκληρωτική τάξη που ανδρώθηκε στον Μεσοπόλεμο, στην Ιταλία με τον Φασισμό, στη Γερμανία με τον Εθνικοσοσιαλισμό και στην Ισπανία με τον Φράνκο, και που έχει τα αίτιά της και στην παγκόσμια οικονομική κρίση της δεκαετίας του είκοσι, αλλά και στην ευρύτερη άνοδο του εθνικισμού παντού, ως αντιστάθμισμα που μαρξισμού-κομμουνισμού, δεν έχει φυσικά καμιά σχέση με τη Δημοκρατία, ούτε αυτήν της Κλασικής Ελλάδας, ούτε αυτήν των σύγχρονων δυτικών δημοκρατιών, της πλουραλιστικής αντιπροσωπευτικής, κοινοβουλευτικής δημοκρατίας όλων των τύπων και παραλλαγών.

Γιατί ακριβώς η δημοκρατία στηρίζεται στην διαλεκτική σχέση ταυτότητας - ετερότητας και στην αποδοχή του άλλου ως ύπαρξης και ως αντίθετης γνώμης. Στο κράτος δε, έχει ως χαρακτηριστικό της γνώρισμα το κράτος δικαίου, δηλαδή την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ατομικών ελευθεριών. Η δημοκρατία δεν εξικνείται απλά και μόνο στο εκλογικό γεγονός, αλλά στην καθημερινή διαλεκτική σχέση των πολιτών και των θεσμών, της ηγεσίας και της κοινωνίας σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής και οικονομικής ζωής. Η δημοκρατία απεχθάνεται την παραίτηση, την απάθεια, τη δογματική σκέψη και κυρίως είναι αντίθετη με την άρνηση του διαλόγου και της διαλεκτικής αποδοχής του άλλου.

Η κρίση που βιώνει το ελληνικό πολιτικό σύστημα είναι κρίση δημοκρατίας σε όλες της τις διαστάσεις, αφού μπόρεσε και επέτρεψε τη γέννηση και την εξάπλωση ενός μορφώματος που προσιδιάζει σε νεοναζιστικά πρότυπα εν έτει 2013, του οποίου όλη η στάση, οργανωτική δομή και συμπεριφορά παραπέμπει ασφαλώς σε ολοκληρωτικά συστήματα, όπως ο ναζισμός, αντιγράφοντάς τον με αισθητικές, εν προκειμένω, κακοτεχνίες.

Επομένως, αυτό που πρέπει να αναζητήσει η δημοκρατία σήμερα και το πολιτικό μας σύστημα δεν μπορεί να σταματήσει στη σύλληψη, φυλάκιση και ενδεχόμενη καταδίκη των πρωταγωνιστών και των συνοδοιπόρων τού εν λόγω μορφώματος, αλλά πρέπει, άνευ ετέρου, να αναζητηθούν τα βαθύτερα και τα πλέον ορατά αίτια που γαλούχησαν εκείνο το τμήμα του εκλογικού σώματος, ώστε να ταυτίζεται εμμέσως ή και αμέσως με το αξιακό πλέγμα, τις ιδέες και τις στάσεις που προβάλλει η Χρυσή Αυγή.

Αντιμετωπίζει η κοινωνία μας εδώ και δεκαετίες μια καθίζηση αξιών, μιαν ανατροπή παραδοσιακών πολιτισμικών προτύπων, μια σύγχρονη ανυπαρξία κοινωνικών προτύπων, ενώ ταυτόχρονα προβάλλεται διαχρονικά μια πολιτική ηγεσία διεφθαρμένη, ανεπαρκής και εν πολλοίς ανίκανη να υπερασπιστεί αυτό το οποίο είναι καθήκον της, που είναι το εθνικό συμφέρον της χώρας, δηλαδή η πατριωτική διάσταση της πολιτικής.

Αυτό συνάγεται και από την ανυπαρξία οποιουδήποτε σχεδίου για τη στρατηγική της χώρας σε όλα τα επίπεδα, πράγμα που οδηγεί τις εκάστοτε ηγεσίες σε μικρές ή μεγάλες υποχωρήσεις, προκειμένου να διαφυλάξουν την παρουσία τους στον κυβερνητικό θώκο και τη διατήρηση της εξουσίας, παραχωρώντας κυριαρχία και εθνικό συμφέρον στους τρίτους που ξέρουν να διεκδικούν.

Παραχωρήσαμε την υπεράσπιση του εθνικού μας συμφέροντος και τον πατριωτισμό στους πιο επικίνδυνους και ανεύθυνους παράγοντες της πολιτικής ζωής της χώρας, όπως είναι η Χρυσή Αυγή, ως υπερασπιστών της σημαίας, της πατρίδος και των αξιών του Ελληνισμού. Οποία ντροπή!

Η δημοκρατία μας, τις τελευταίες δεκαετίες, εξικνείται στην ικανοποίηση των πελατειακών δομών του πολιτικού συστήματος, στις συντεχνιακές διεκδικήσεις με όλα τα μέσα και με όποιο κόστος, η παιδεία μας έχασε την ελληνοπρέπεια και την αρχαιογνωσία της, και γίνεται ένα πιθηκοειδές αντίγραφο ξένων μοντέλων, ενώ ταυτόχρονα οι στρατιές των απελπισμένων από τα οικονομικά αδιέξοδα έρχονται να προστεθούν στο φαινόμενο της προϊούσας κατάθλιψης από την εθνική ταπείνωση και τον διασυρμό της χώρας τα τελευταία χρόνια.

Θα μπορούσε λοιπόν η μάχη εξάρθρωσης του νεοναζιστικού μορφώματος -Χρυσή Αυγή- να αποτελέσει την αφετηρία πραγματικών, δομικών αλλαγών και εξελίξεων στην πολιτική κουλτούρα της χώρας, τις στάσεις και τις συμπεριφορές των πολιτών, κυρίως όμως της ηγεσίας ενός Έθνους που ταπεινώνεται, που χάνει την αξιοπρέπειά του και που αδυνατεί να κοιτάξει περήφανα τον εαυτό του στον καθρέφτη. Αυτό για να το πετύχουμε πρέπει η πολιτική ηγεσία της χώρας, που σκέφτεται και συμπεριφέρεται με κανόνες δημοκρατίας, να συναντηθεί σε ένα modus vivendi ανόρθωσης της χώρας, ξεκινώντας από το επίπεδο των αξιών, του πολιτισμού και της θεσμικής οργάνωσης του κράτους σε όλα τα επίπεδα, κυρίως όμως στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στους θεσμούς και του πολιτικού προσωπικού της χώρας.

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ Κ. ΓΙΑΛΛΟΥΡΙΔΗΣ
Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής
Κοσμήτορας Σχολής Διεθνών Σπουδών,
Επικοινωνίας και Πολιτισμού
Παντείου Πανεπιστημίου