Τα δεινά των λαών που βρέθηκαν υπό τον Οθωμανικό ζυγό συνεχίζονται έως σήμερα, σχεδόν δυο αιώνες μετά την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τα Βαλκάνια ηρέμησαν μόνο μετά τον Πόλεμο επειδή έγιναν τμήμα της Σοβιετικής επικράτειας. Η Μ. Ανατολή παραμένει φλεγόμενη περιοχή
διότι οι προσπάθειες απεξάρτησης από τις ξένες Δυνάμεις έμειναν
ημιτελείς ενώ, μεταπολεμικά, καμία Μεγάλη Δύναμη δεν σταθεροποίησε, όπως στα Βαλκάνια, την κυρίαρχη θέση της.
Μόνο
χάριν συντομίας επιτρέπεται να μιλάμε για «Άραβες» εν γένει. Δεν
συγκρίνονται πχ η θεοκρατούμενη Σαουδική Αραβία με το κοσμικό καθεστώς
της Αιγύπτου ή της Συρίας. Οι διαφορές δεν περιορίζονται στη θρησκεία
που διαιρεί και δεν ενώνει «το αραβικό έθνος» αλλά εκτείνονται σε
κοινωνικά, οικονομικά αλλά και πολιτιστικά στοιχεία. Οι
απρόκλητες πρόσφατες επεμβάσεις των ΗΠΑ στη Λιβύη και το Ιράκ
επιδείνωσαν την κατάσταση. Όλα αυτά, ωστόσο, διόλου δεν σημαίνουν ότι
δεν υπάρχει ένα κοινό υπόστρωμα, η αίσθηση ενός αλύτρωτου Έθνους
που αναζήτησε την ενότητά του άλλοτε μέσω του αραβικού (νασερικού)
εθνικισμού και άλλοτε μέσω του Ισλάμ. Απόπειρες αποτυχημένες ως τώρα. Η
αμφιλεγόμενη «Αραβική Άνοιξη» δεν κατέληξε σε απτά αποτελέσματα και στην
περίπτωση της Αιγύπτου άνοιξε πληγές που αιμορραγούν χωρίς άμεση
προοπτική να κλείσουν σύντομα.
Εμφανίζεται,
όμως, κατά περίπτωση, η εικόνα μιας ενότητας των αραβικών κρατών υπό
την αιγίδα του «Αραβικού Συνδέσμου», οργάνωση σε επίπεδο κυβερνήσεων. Η
τελευταία εκδήλωση του Αραβικού Συνδέσμου ήταν ότι τάχθηκε υπέρ της
αμερικανικής επέμβασης στη Συρία. Η ιδεολογία δεν υπαγορεύει πουθενά την
εξωτερική πολιτική αλλά σίγουρα είναι μάταιο να αναζητήσει κανείς
«προοδευτικό πρόσημο» στη φιλία με «τους Άραβες» ή και «τους
Παλαιστίνιους», εκτός αν λησμονήσουμε τη Χαμάς. Η Ελλάδα είχε
και διατηρεί καλές σχέσεις με το σύνολο των αραβικών χωρών,
παραμερίζοντας, ορθώς, το εσωτερικό καθεστώς ή τους ιδεολογικούς τους
προσανατολισμούς. Οι σχέσεις αυτές δεν διαταράχθηκαν όταν αποκαταστήσαμε
«κανονικές» σχέσεις με το κράτος του Ισραήλ.
Το αντίθετο θα ήταν
παράδοξο από τη στιγμή που όλες σχεδόν οι αραβικές χώρες έχουν
εγκαταλείψει τη θέση της εξάλειψης του Ισραήλ από το χάρτη, τουλάχιστον
στην πράξη. Είναι προφανές ότι οι σχέσεις μας με αραβικές χώρες δεν
εξαρτώνται από τις σχέσεις μας με το Ισραήλ από το γεγονός και μόνο ότι
πχ η Αίγυπτος καθορίζει και επανακαθορίζει την εξωτερική της πολιτική
απέναντί μας με κριτήριο τη δική της στάση έναντι της Τουρκίας-και όχι
έναντι του Ισραήλ. Αναφέρομαι στο θέμα της ΑΟΖ, όπου το νέο
καθεστώς του στρατηγού Σίσι, εχθρικό προς την τουρκική βουλιμία, είναι
ευμενώς διατεθειμένο απέναντί μας.
Ο
ισχυρισμός, λοιπόν, ότι η σχέση μας με το Ισραήλ πλήττει τις σχέσεις μας
με τους Άραβες δεν ευσταθεί και γι’ αυτό, προφανώς, έχει περάσει στη
δεύτερη σειρά των επιχειρημάτων κατά των ελληνοϊσραηλινών σχέσεων. Αλλά
ούτε και η θέση ότι η Ελλάδα προσδένεται στο άρμα ΗΠΑ/Ισραήλ ευσταθεί. Είναι
σα να λέμε ότι «έσταξε η ουρά του γαϊδάρου», λες και η Ελλάδα είχε την
ελάχιστη ανεξαρτησία έναντι των ΗΠΑ και τη χαλάει η σχέση με το Ισραήλ.
Τέλος το επιχείρημα ότι η χώρα μας εμπλέκεται σε πολεμικά σχέδια στην
περιοχή, ιδιαιτέρως κατά του Ιράν είναι επίσης έωλο. Η Ελλάδα,
παρά τις τυπικές υποχρεώσεις της στο ΝΑΤΟ (και την αμέριστη έως δουλική
προθυμία των κυβερνώντων), ουδέποτε έχει εμπλακεί άμεσα σε πολεμικές
επιχειρήσεις στη γειτονιά της-εννοώ με αποστολή στρατευμάτων. Έμεινε στα
«μετόπισθεν», όπως στον πόλεμο στη Γιουγκοσλαυία, παρέχοντας
διευκολύνσεις, ενώ στο Αφγανιστάν περιορίστηκε στη δεύτερη γραμμή, εκτός
πολεμικών συγκρούσεων.
Το
Ισραήλ, αντίθετα, διευκολύνεται από τη σχέση με την Ελλάδα και έναντι
της Τουρκίας και έναντι του Ιράν. Το αν θα επωφεληθούμε είναι δικό μας
ζήτημα, των εκάστοτε κυβερνήσεων. Η υποτέλειά τους (βλ. δηλώσεις για
Συρία) δεν αφήνει περιθώρια αισιοδοξίας. Το Ισραήλ έχει κοινά συμφέροντα
με την Ελλάδα/Κύπρο αλλά και Αίγυπτο εξ αιτίας των πετρελαίων/αερίου
και των σχετικών αγωγών.
Και πάλι εξαρτάται από την Αθήνα αν θα
επωφεληθούμε ή αν θα ξεπουλήσουμε τα διαθέσιμα
πλεονεκτήματα έναντι
πινακίου φακής, πχ η κυοφορούμενη δυσμενέστατη λύση του Κυπριακού δεν
απορρέει, ως υποχρέωσή μας, από την προσέγγιση με το Ισραήλ. Αντιθέτως
θα μπορούσε να είναι ευκαιρία σθεναρής στάσης έναντι των τουρκικών
απαιτήσεων. Είναι τουλάχιστον περίεργο ότι όσοι, ιδίως στην Αριστερά,
αντιδρούν στην ελληνο/ισραηλινή προσέγγιση δεν απαιτούν (από την
κυβέρνηση) να περιληφθεί στους (δημόσιους ή όχι) όρους της συμφωνίας με
το Τελ Αβίβ η στήριξη του Ισραήλ έναντι της Τουρκίας.
Είναι
περίεργο ότι δεν αναφέρουν καν την Τουρκία. Αντιθέτως επικρίνουν τη
σχέση με τον μοναδικό (προσώρας) πιθανό σύμμαχό μας έναντι των
απαιτήσεων της Άγκυρας. Αν το Ισραήλ θέλει διευκολύνσεις ως προς το Ιράν
τι πιο λογικό να ζητήσουμε ως αντιπαροχή στήριξη έναντι της Τουρκίας;
Στο τέλος-τέλος το σύνολο των προβλημάτων στην περιοχή όσο και το κάθε
πρόβλημα χωριστά, πχ το Παλαιστινιακό ή το Κυπριακό, δεν εξαρτάται
αποκλειστικά από τις δράσεις των επί μέρους τοπικών παικτών αλλά και από
τις στρατηγικές των Μεγάλων ισχυρών Δυνάμεων, όπως υποδεικνύει η
περίπτωση της Συρίας.
Με τη διαφορά ότι ο τοπικός παίκτης
οφείλει να επιδεικνύει αλύγιστη αποφασιστικότητα ώστε οι αντίπαλοι να
υποχωρούν και οι φίλοι να παραμένουν πιστοί. Όποιος θέλει να λέει «την
αλήθεια στο λαό» οφείλει να αναγνωρίσει και να δηλώσει ότι η Ελλάδα
άγεται και φέρεται στο διεθνές πεδίο ως υποτελής, ως έρμαιο, ως
προτεκτοράτο. Η επιλογή του τάδε ή του δείνα συμμάχου δεν
γίνεται με κριτήριο το συμφέρον της χώρας αλλά κατ’ εντολή. Το αίτημα
είναι να πάψουμε να είμαστε προτεκτοράτο, το αίτημα είναι η εθνική
ανεξαρτησία. Το εμπόδιο δεν βρίσκεται ούτε στο Τελ Αβίβ ούτε στη Μόσχα,
την Ουάσιγκτον ή την Άγκυρα. Το εμπόδιο, πέραν πάσης ιδεολογίας,
βρίσκεται στην Αθήνα.
ΥΓ Είναι
προφανής έλλειψη κάθε αναφορά στο ρόλο της Ρωσίας. Θα απαιτούσε ειδική
αναφορά στις περίπλοκες σχέσεις Μόσχας-Τελ Αβίβ-Ουάσιγκτον, δηλαδή ένα
επί πλέον άρθρο.
Σάββατο 12 Οκτωβρίου 2013