Στη σημερινή κρίσιμη νεοελληνική στιγμή, ο
πρωθυπουργός εξαγγέλλει «καλά νέα»: «Η ανάπτυξη προ των πυλών», «σε μόνο
6 χρόνια θα φθάσουμε εκεί που βρισκόμαστε προ 6ετίας».
Προϋπόθεση: «Να λέμε την αλήθεια, να προσφέρουμε ελπίδα, αντί
απόγνωσης». Ο πεσιμισμός, επεξηγεί ο ίδιος, οδηγεί σε απατηλές λύσεις,
στο λαϊκισμό και τον εξτρεμισμό. Οφείλουν οι πολίτες να πιστέψουν στην
ανάκαμψη, για να γίνει αυτή πραγματικότητα. Σε καταστροφική στιγμή για
τη Βρετανία, τον Μάιο 1940, ο πρωθυπουργός Ουίνστον Τσόρτσιλ εξήγγειλε
για το λαό του όχι την ελπίδα, αλλα την απελπισία: «Αίμα, μόχθο, δάκρυα
και ιδρώτα». Οχι γιατί έβλεπε φως στην άκρη του τούνελ, αλλά επειδή
ακριβώς «όλα τα σκίαζε η φοβέρα», ήταν όλα σκοτεινά και δεν έβλεπε
τίποτα απολύτως.
Ασφαλώς, η αλήθεια πρέπει να λέγεται και άνευ αυτής ουδέν επιτυγχάνεται. Ωστόσο, εάν η ανάκαμψη ήταν ζήτημα πίστης, τότε το πρόβλημα θα ήταν απείρως ευκολότερο απ' ό,τι σήμερα βιώνουν οι πολίτες. Ποιος δεν θα ήθελε να πιστέψει ότι η ανάπτυξη βρίσκεται προ των πυλών, εάν αυτό αρκούσε για να την επαναφέρει; Φημολογείται ότι η ευρωπαϊκή οικονομία ανακάμπτει. Ωστόσο, σε ουδεμία ευρωπαϊκή χώρα το πρόβλημα της ανάκαμψης τοποθετείται στο πεδίο της πίστης. Εντοπίζεται κυρίως στα μέτρα των κυβερνήσεων για να την επαναφέρουν, να την ενισχύσουν, να τη σταθεροποιήσουν.
Στη χώρα μας, οι κυβερνήσεις, ενώ επαίρονται γι' αυτήν, δεν παύουν να της καταφέρουν καίρια πλήγματα. Ενώ απαιτούν αισιοδοξία από εργαζομένους, εξαπολύουν ακραίες «λύσεις» εις βάρος τους, υπονομεύοντας κάθε δυνατότητα για ελπίδα, είτε για το άμεσο είτε για το απώτερο μέλλον. Στη χώρα μας, σήμερα, η αλήθεια δύσκολα συμβιβάζεται με την αισιοδοξία και ακόμη πιο δύσκολα μπορεί να αντιστρέψει τα συναισθήματα πτώσης και απόγνωσης των πολιτών.
Οταν η σωρευτική συρρίκνωση του εθνικού εισοδήματος υπερβαίνει το 25%, η ανεργία είναι 27% και 64% στους νέους, με περαιτέρω αυξητική δυναμική, πόσο ρεαλιστικό είναι να προσκαλούνται οι πολίτες σε αισιοδοξία; Το προαναγγελλόμενο «πρωτογενές πλεόνασμα» σε συνθήκες βαθιάς ύφεσης τι άλλο σημαίνει, παρά πρόσθετη αφαίμαξη και περαιτέρω αποδυνάμωση της οικονομίας; Οτι οι θυσίες όχι μόνον δεν βελτιώνουν την κατάσταση, αλλά την επιδεινώνουν ακόμη περισσότερο. Οταν στην εκτεταμένη ανεργία προσφέρονται πρόσθετα θύματα με απολύσεις και διαθεσιμότητα από το Δημόσιο, κάθε υποψία αισιοδοξίας εκπνέει, όχι μόνον για εργαζομένους, αλλά επίσης για οικονομολόγους. Η απασχόληση αποτελεί καθοριστικό δείκτη για τις προοπτικές της οικονομίας.
Στην Αμερική, οι μεταβολές της επιδρούν κατ' ευθείαν στις προσδοκίες, ακόμη και στο χρηματιστήριο. Για την ανάκαμψη, ο Ομπάμα δίδει προτεραιότητα στην αύξησή της, ακόμη και με δημόσιο χρήμα. Στη Γαλλία, ο Ολάντ την ενισχύει, επιδοτώντας 50.000 θέσεις εργασίας για νέους, ακόμη και με ασαφές αντικείμενο, όπως βοήθεια σε ηλικωμένους, είτε κατ' οίκον είτε καθ' οδόν. Σε αντίθεση με τον υπόλοιπο κόσμο, στη χώρα μας η κυβέρνηση όχι μόνον δεν επιδοτεί προσλήψεις, αλλά και καταργεί θέσεις εργασίας, ακόμη και με συγκεκριμένο περιεχόμενο, όπως στους τομείς υγείας, εκπαίδευσης, φύλαξης, ασφάλειας.
Τις περισσότερες φορές, οι περικοπές δημόσιων δαπανών αντιστοιχούν όχι μόνον σε θέσεις εργασίας, που σβήνοντας επαυξάνουν την ανεργία και την κοινωνική απαισιοδοξία, αλλά και σε παροχές κοινωνικών υπηρεσιών επ' ωφελεία των κοινωνικά αδυνάμων. Σε τελική ανάλυση, σε αυτούς επιρρίπτεται το κόστος της επιδιωκόμενης δημοσιονομικής εξυγίανσης, παρ' όλο που αυτό δεν επιτυγχάνεται με μέτρα που αναρριπίζουν την ύφεση. Είναι δυνατόν η εξυγίανση του δημόσιου τομέα να βασίζεται στον καταποντισμό του ιδιωτικού;«Δεν αποτελεί λύση η στρατηγική της έντασης», τονίζει δικαιολογημένα ο επί των απολύσεων υπουργός. Ωστόσο, σε αυτή την περίπτωση, ποιος πυροδοτεί με ακραίες, εξτρεμιστικές επιλογές το εκρηκτικό κοινωνικό κλίμα; Οι απολύοντες ή οι απολυόμενοι; Η ψυχραιμία είναι απαραίτητη· ωστόσο, όταν οι πρώτοι τη χάνουν, πόσο ρεαλιστικό είναι να την απαιτούν από τους δεύτερους;
Σύμφωνα με το νομπελίστα Τζόζεφ Στίγκλιτς, «μάστιγα της εποχής μας» είναι η όξυνση της κοινωνικής ανισότητας. Αυτή, τονίζει ο ίδιος, δεν είναι κάτι που απλώς συμβαίνει, δεν είναι συνέπεια φυσικών ούτε οικονομικών νόμων, αλλά στόχος των οικονομικών πολιτικών, που τα κράτη υιοθετούν, με πρόσχημα την καταπολέμηση της κρίσης.Ησπίλωση και αποδυνάμωση των εργατικών σωματείων, η περικοπή του ελάχιστου ορίου αμοιβής, η ενθάρρυνση και υποφορολόγηση της κερδοσκοπίας, εις βάρος της παραγωγικής εργασίας, δεν προκύπτουν από τον ουρανό, αλλά από νομοθετικές απορρυθμίσεις και απελευθερώσεις των τελευταίων ετών. Ενώ υπάρχει δραματικό έλλειμμα σε εκπαίδευση, υγεία, ασφάλεια, σε αυτούς ακριβώς τους χώρους επικεντρώνονται οι απολύσεις.
Κορύφωση του σημερινού δράματος: η ανάθεση της αξιολόγησης του Δημοσίου σε ιδιωτικούς οργανισμούς. Αυτό προϋποθέτει βασική παρανόηση κάθε έννοιας «δημόσιου αγαθού» και «κοινωνικού οφέλους», εις βάρος κυρίως των πιο αδύναμων συμπολιτών μας. Αλλά εξ ίσου βασική παρανόηση του πώς αποκαθίσταται η ανάκαμψη: με την αλήθεια, ασφαλώς. Αλλά συγκεκριμένα, με αναπτυξιακή πολιτική - όχι υφεσιακή, όπως συμβαίνει σήμερα. Οταν η πραγματικότητα παραμένει ασφυκτική και καταθλιπτική, πώς άραγε αποσοβείται η απόγνωση;