30 Σεπτεμβρίου 2013

Η Ελλάδα, οι ΗΠΑ και το τοπίο που αλλάζει

Το ευρωπαϊκό τοπίο μεταλλάσσεται. Το θερμόμετρο της αμερικανογερμανικής έντασης ανεβαίνει στα ύψη και θα συνεχίσει ανερχόμενο όσο η Γερμανία συνεχίζει να εγκλωβίζει τη λοιπή Ευρώπη στις πολιτικές της. Η κορύφωση της έντασης αναμένεται μετά τις ευρωεκλογές, όταν θα γίνουν πλέον ξεκάθαρες οι προθέσεις του Βερολίνου. Η παλαιάς κοπής διατλαντική αντίληψη συνεργασίας αποτελεί πλέον παρελθόν. Μέσα στο διαμορφούμενο αυτό κλίμα ποικίλων διλημμάτων, ο πρωθυπουργός Σαμαράς βρίσκεται στις Ηνωμένες Πολιτείες. Εκ νέου!...Μετά τη βεβιασμένη πρώτη επίσκεψη του Ελληνα πρωθυπουργού στην Ουάσιγκτον, τον Αύγουστο, ακολουθεί από χθες μια δεύτερη, πιο διευρυμένη επίσκεψη του κ. Σαμαρά στην αμερικανική πρωτεύουσα και, υπό μία έννοια, σε συνέχεια και επισφράγιση ζητημάτων της πρώτης. Οι Αμερικανοί, επί της ουσίας, για να εμβαθύνουν την ενεργειακή τους παρουσία στην ανατολική Μεσόγειο, και η ελληνική κυβέρνηση, παραμένουσα στους τύπους, για να πάρει μια περαιτέρω «ανάσα εντυπώσεων» στο εσωτερικό της από ανούσιες αμερικανικές υποστηρικτικές δηλώσεις, κατά τα ειωθότα πολλών δεκαετιών.

Ηπαντελής απουσία της χώρας από τις διεθνείς εξελίξεις και η πραγματική της αδυναμία να μετακινήσει ακόμη και τα πλοία της λόγω ελλείψεως καυσίμων, δεν παρέχει δυνατότητες για συζήτηση με σοβαρούς γεωπολιτικούς όρους, και αυτό είναι γνωστό και στις δύο πλευρές.

Ετσι η κυβέρνηση και πάλι «πιπιλίζει την καραμέλα» ότι η επίσκεψη του πρωθυπουργού αποβλέπει στην «προσέλκυση επενδύσεων», τη στιγμή που, η μία μετά την άλλη, μεγάλες και σοβαρές εταιρείες εγκαταλείπουν την ελληνική επικράτεια.

Στελέχη του ΔΝΤ παραδέχονται αυτό που είναι πρόδηλο, πως, κατ' ουσίαν, το ευρώ για την Ελλάδα έχει καταστεί θεωρητικό, γιατί όταν δεν μπορείς να δανειστείς από τις τράπεζες, υπάρχει σαφώς ένα πρόβλημα λειτουργίας τής νομισματικής ένωσης για τη χώρα. Η δυσκολία πρόσβασης στη ρευστότητα και η πολύ πιο ακριβή κεφαλαιακή δυνατότητα έχουν καταστήσει ανενεργή για την Ελλάδα τη νομισματική ένωση και η ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων είναι υπό συνεχή πίεση, δεδομένου ότι η οποιαδήποτε προσπάθεια μείωσης του κόστους εργασίας αντισταθμίζεται από το ακριβό χρήμα και τις υψηλές ενεργειακές δαπάνες.

Κατά την αυγουστιάτικη παρουσία του κ. Σαμαρά στην Ουάσιγκτον παγιώθηκαν κατ' ουσίαν οι παράμετροι των αμερικανικών ενεργειακών συμφερόντων στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου, ενώ, παράλληλα και σε συνδυασμό, άνοιξε εκβιαστικά ένα κεφάλαιο ρύθμισης θεμάτων-εκκρεμοτήτων της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής που επί σαράντα και πλέον χρόνια παρέμεναν κλειστά. Σε βάρος, εννοείται, των μακροπρόθεσμων ελληνικών συμφερόντων.

Οπως διεγνώσθη εκείνη την περίοδο, οι αμερικανικής εμπνεύσεως και μέσω Ισραήλ ρυθμίσεις με την ενεργειακή συμφωνία Αθήνας, Λευκωσίας και Τελ Αβίβ, εμμέσως πλην σαφώς, έθεταν ως προϋπόθεση το «άμεσο κλείσιμο» ζητημάτων ασφαλείας, για να δυνηθεί η Ελλάδα να καταστεί «παίκτης στα ενεργειακά».

Αυτό, εκ των πραγμάτων, εισήγαγε στην εξίσωση τη γείτονα Τουρκία, η οποία τώρα, όπως είναι λογικό εκ μέρους της, θα διεκδικήσει ανταλλάγματα στις οποιεσδήποτε ρυθμίσεις -πρωτίστως από την Ελλάδα, όπως ήταν και διαχρονικά ο απώτερος γεωπολιτικός της στόχος.

Στο σκεπτικό εκείνων που συνέλαβαν την ενέργεια ως εφαλτήριο στενότερης συνεργασίας των τριών χωρών σε θέματα ασφαλείας και σταθερότητας στην περιοχή, ήταν διάχυτη η εντύπωση πως για την Ελλάδα η ενέργεια είναι ένα θέμα που συνδέεται ευθέως με την ασφάλειά της έναντι της Τουρκίας. Κατ' επέκταση, μεθοδεύτηκε ο εγκλωβισμός της χώρας στο γεωπολιτικό παιχνίδι της Ουάσιγκτον, άνευ της δυνατότητας, εξ αντικειμένου, σοβαρών ανταλλαγμάτων.

Μακροπρόθεσμα δε, συμφωνούσα σιωπηρά η κυβέρνηση με το αμερικανικό πλάνο, κατ' ουσίαν αποδέχθηκε έναν υποδεέστερο για τη χώρα ρόλο στο από μακρού σχεδιαζόμενο τριγωνικό σύστημα ασφαλείας με Ισραήλ και Τουρκία. Κάτι που δυνητικά και σε βάθος χρόνου μπορεί ν' αποδειχθεί σε βάρος των ελληνικών συμφερόντων.

Ετσι η Ουάσιγκτον ανέλαβε εργολαβικά τη διαχείριση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και μέσα από ένα άτυπο Μνημόνιο ξεκίνησε ήδη τις... «μεταρρυθμίσεις» σε ζητήματα εθνικών συμφερόντων της χώρας, κατά τα πρότυπα του οικονομικού Μνημονίου με τη Γερμανία.

Είναι φυσικό για το Λευκό Οίκο να θέλει να διαγνώσει τώρα τα περιθώρια που υπάρχουν και να δράξει την ευκαιρία για διευθέτηση πρωτίστως του Κυπριακού, με πρυτανεύουσα τη λογική πως η επίλυση θεμάτων ασφαλείας και σταθερότητας είναι μια κυρίαρχη παράμετρος της συμφωνηθείσης ενεργειακής συνεργασίας στην ανατολική Μεσόγειο. Με την Ελλάδα μέσα στον τριμερή αυτόν άξονα, δίνεται μια προστιθέμενη αξία στο γεωπολιτικό βάθος της αυξημένης πλέον παλέτας ανταλλαγμάτων που θα μπορούν να δώσουν στην Τουρκία.

Συναφώς, είναι ενδιαφέρον ότι έχει αλλάξει η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας και, με τον ευρέως διαπιστούμενο εκτροχιασμό της τουρκικής ένταξης στην Ευρώπη, θα πρέπει να δοθεί κάποιος ρόλος στη γείτονα -και το πιθανότερο είναι πως αυτός ο ρόλος θα είναι γεωστρατιωτικής φύσεως. Δεν είναι εξ άλλου τυχαίες οι παρασκηνιακές πλειοδοσίες ανταλλαγμάτων προς την Τουρκία, από Ην. Πολιτείες και Γερμανία.

Η Τουρκία, παρά τις πολυετείς προσπάθειές της, αντί να αυξήσει τη γεωπολιτική της επιρροή βρίσκεται σε γεωπολιτικό αδιέξοδο, και αυτό φάνηκε στην υπόθεση της Συρίας πρόσφατα. Απέτυχε σε ζητήματα που αφορούσαν τη «διαχείριση» του Ιράν, το οποίο τώρα έχει εμπλακεί σε απ' ευθείας συνομιλίες και διαπραγματεύσεις με την Ουάσιγκτον. Ομοίως, απέτυχε προγενέστερα στη Λιβύη και στην Αίγυπτο, ενώ αντιμετωπίζει αυξημένη κουρδική και τζιχαντιστική απειλή. Επικρατεί ένταση στις σχέσεις της Αγκυρας με τη Σαουδική Αραβία και είναι εκτός ρόλου στη διαμάχη Ισραήλ και Παλαιστινίων.Είναι φυσικό συνεπώς να στραφεί στις διεκδικήσεις της προς την Ελλάδα. Αρχής γενομένης μέσω Κυπριακού...
dpdimas29@gmail.com