Ηπροσπάθεια αναδιάρθρωσης του δημόσιου τομέα, με στόχο την ποιοτική του βελτίωση, είναι μία ευρύτατα αποδεκτή μεταρρύθμιση, δεδομένου ότι η προετοιμασία και η εφαρμογή των νόμων, των προεδρικών διαταγμάτων και των υπουργικών αποφάσεων δεν μπορούν υλοποιηθούν με επάρκεια, όταν η Δημόσια Διοίκηση δεν είναι αποτελεσματική και αποδοτική. Οπως το καλής ποιότητας εργαλείο είναι απαραίτητο για να επιτύχει κάθε εργαζόμενος στο έργο του, έτσι και η κυβέρνηση και οι υπουργοί της χρειάζονται ένα καλής ποιότητας «εργαλείο», δηλαδή τη Δημόσια Διοίκηση, για να προετοιμάζει και να εφαρμόζει σωστά τις πολιτικές αποφάσεις προκειμένου να επιτύχουν στο κυβερνητικό έργο τους.
Ηκαθυστέρηση στην εφαρμογή ενός αξιόπιστου συστήματος αξιολόγησης επί δεκαετίες οδήγησε τη Δημόσια Διοίκηση να αποτελεί πλέον το μεγάλο εμπόδιο για το ξεπέρασμα της σημερινής κρίσης. Οι πελατειακού τύπου προσλήψεις στην περίοδο της πλαστής ευημερίας έχουν δημιουργήσει ένα εξαιρετικά βραδυκίνητο και αναποτελεσματικό δημόσιο τομέα, ο οποίος αποτελεί τροχοπέδη για οποιαδήποτε μεταρρυθμιστική και αναπτυξιακή προσπάθεια.
Μπροστά σ' αυτή την κατάσταση κι έπειτα από ισχυρές πιέσεις από τους εταίρους και δανειστές μας, η πολιτική εξουσία επιχειρεί αναδιάρθρωση της Δημόσιας Διοίκησης με τη μέθοδο της κινητικότητας-διαθεσιμότητας. Στόχος της είναι προφανώς να βελτιώσει την αποτελεσματικότητά της, με τη συμπλήρωση των κενών που υπάρχουν στις διάφορες υπηρεσίες, την απομάκρυνση των λιγότερο αποδοτικών υπαλλήλων και την αντικατάστασή τους με προσλήψεις περισσότερο αποδοτικών.
Ομως, μια τέτοια προσπάθεια, χωρίς να έχει προηγηθεί αξιολόγηση των δομών, των διαδικασιών και των προσώπων, είναι αναπόφευκτο να προκαλεί αναταραχή και να επιδεινώνει, μεσοπρόθεσμα , την αποδοτικότητα της Δημόσιας Διοίκησης, την οποία προσπαθεί να βελτιώσει. Το αίσθημα ανασφάλειας που δημιουργείται σε όλους τους υπαλλήλους, καθώς η αξιολόγηση είναι ποσοτική και όχι ποιοτική, μαζί με τις μεγάλες μισθολογικές μειώσεις που έχουν ήδη υποστεί, προκαλούν μάλλον αποστροφή στη μεγάλη προσπάθεια που σήμερα χρειάζεται για το ξεπέρασμα της κρίσης.
Ειδικότερα, όταν η κινητικότητα-διαθεσιμότητα στρέφεται σε αυτοδιοικούμενους χώρους, όπως είναι οι δήμοι και τα Πανεπιστήμια, είναι επόμενο ότι, εκτός από τους υπαλλήλους, τους οποίους αφορά άμεσα, θα υπάρξει αντίδραση και από τους επικεφαλής των αυτοδιοικούμενων αυτών χώρων, δηλαδή από τους δημάρχους και τους πρυτάνεις.
Ετσι, ανεξάρτητα από την αναγκαιότητα να υπαχθούν και αυτοί οι χώροι στην κινητικότητα-διαθεσιμότητα, πράγμα που δεν μπορεί να διαπιστωθεί, χωρίς προηγούμενη αξιολόγηση των υπηρεσιών, των διαδικασιών και των υπαλλήλων που εργάζονται στους χώρους αυτούς, το μεταρρυθμιστικό αυτό εγχείρημα είναι αναπόφευκτο να προκαλεί δυσανάλογη κοινωνική αναταραχή.
Στο χώρο της Ανώτατης Εκπαίδευσης, ιδιαίτερα, όπου μεταξύ άλλων θίγονται οι φοιτητές και οι οικογένειές τους από την παύση λειτουργίας των Πανεπιστημίων, η σωφροσύνη θα επέβαλλε αυτή η μεταρρυθμιστική προσπάθεια να είχε απασχολήσει περισσότερο την πολιτική εξουσία κατά το σχεδιασμό και τον προγραμματισμό της, ενώ η μετριοπάθεια θα έπρεπε σήμερα να οδηγήσει στην επανεξέτασή της, εφ' όσον δεν έχει προηγηθεί καμιά ουσιαστική αξιολόγηση.
* καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών, πρώην υπουργού