Πολλοί στην Τουρκία είδαν την «Αραβική Ανοιξη» ως ιστορική ευκαιρία
για την εδραίωση της τουρκικής δεσπόζουσας θέσεως στη Μέση Ανατολή. Η
αλλαγή καθεστώτων στον αραβικό κόσμο αναμενόταν να αναδείξει το τουρκικό
οικονομικό και πολιτικό μοντέλο ως το πλέον κατάλληλο και εφαρμόσιμο
στην περιοχή. Οι εξελίξεις, ωστόσο, τείνουν να διαψεύσουν πανηγυρικώς
τις τουρκικές φιλοδοξίες. Σειρά εσφαλμένων εκτιμήσεων και πολιτικών
έχουν οδηγήσει την τουρκική εξωτερική πολιτική σε διαδοχικές αποτυχίες,
και η Τουρκία εμφανίζεται περιφερειακώς απομονωμένη.
Οι διαπιστώσεις αυτές δεν περιορίζονται στον κατά γενική ομολογία άστοχο χειρισμό της κρίσεως στη Συρία ή τις τεταμένες σχέσεις με το Ιράν. Αναφέρονται και στις σχέσεις της Τουρκίας με μείζονες σουνιτικές δυνάμεις της Μέσης Ανατολής, την Σαουδική Αραβία και την Αίγυπτο. Η σύμπηξη ενός «σουνιτικού μπλοκ» μεταξύ Τουρκίας, Σαουδικής Αραβίας, Κατάρ και Αιγύπτου υπήρξε μία από τις πρώτες στρατηγικές επιλογές της τουρκικής διπλωματίας στην κρίση της Συρίας. Αυτή η επιλογή κατηγορήθηκε έντονα, ακριβώς διότι επέτρεπε στο καθεστώς Ασαντ να επικαλεστεί τον θρησκευτικό χαρακτήρα της συγκρούσεως και να ενισχύσει τα ερείσματά του στα μη σουνιτικά στοιχεία της συριακής κοινωνίας.
Τα γεγονότα όμως ακύρωσαν την τουρκική στρατηγική κίνηση. Η συναντίληψη την οποία διατηρούσε η Τουρκία με τη Σαουδική Αραβία και το Κατάρ πλέον δεν υφίσταται. Η ψύχρανση αυτή οφείλεται και στην τουρκική ανοχή προς τις δραστηριότητες στα τουρκοσυριακά σύνορα των συνδεδεμένων με την Αλ-Κάιντα οργανώσεων «Μέτωπο Αλ-Νούσρα» και «Ισλαμικό Κράτος Ιράκ-Συρίας». Αν και οι δύο οργανώσεις είχαν χαρακτηρισθεί από τις δυτικές δυνάμεις τρομοκρατικές, η τουρκική κυβέρνηση εξακολουθούσε να τις θεωρεί συστατικά στοιχεία των συριακών αντικαθεστωτικών δυνάμεων.
Ηταν επόμενο η στάση αυτή να συμβάλει στον επαναπροσδιορισμό της στάσεως της Σαουδικής Αραβίας, το καθεστώς της οποίας αποτελεί τον κύριο στόχο της Αλ-Κάιντα και των παραρτημάτων της. Οι πρόσφατες τρομοκρατικές επιθέσεις εναντίον της τουρκικής πρεσβείας στο Μογκαντίσου της Σομαλίας υπενθύμισαν ότι η Τουρκία δεν εξαιρείται των στόχων της ισλαμικής τρομοκρατίας.
Εξάλλου η διαδοχή στην ηγεσία του Κατάρ προοιωνίζεται μια περισσότερο μετριοπαθή εξωτερική πολιτική. Ο νέος σεΐχης Ταμίμ μπιν-Χάμαντ-αλ-Θάνι δείχνει να λαμβάνει αποστάσεις από την επιθετική πολιτική χρηματοδοτήσεων αντικαθεστωτικών οργανώσεων στη Συρία και αλλού που ακολούθησε ο πατέρας του, και να αναζητεί κοινά σημεία πολιτικής με τη Δύση.
Επιπλέον, η γενναιόδωρη υποστήριξη προς τα κατά τόπους παραρτήματα των «Αδελφών Μουσουλμάνων» στη Συρία, την Αίγυπτο και αλλού οδήγησε την Τουρκία σε τροχιά συγκρούσεως, όχι μόνον με τις κοσμικές δυνάμεις των οικείων χωρών, αλλά και με τα ισλαμικά καθεστώτα του Κόλπου. Το πραξικόπημα στην Αίγυπτο ανέδειξε σαφέστερα το χάσμα μεταξύ Τουρκίας, Σαουδικής Αραβίας και Κατάρ. Ενώ η κυβέρνηση Ερντογάν παρέμεινε αμετακίνητη στην υποστήριξη της κυβερνήσεως Μόρσι, η Σαουδική Αραβία και το Κατάρ έσπευσαν όχι μόνον να αναγνωρίσουν την κυβέρνηση των πραξικοπηματιών, αλλά να παράσχουν και οικονομική βοήθεια.
Μετά και το αιγυπτιακό πραξικόπημα οι μόνες φίλιες προς την Τουρκία δυνάμεις που απέμειναν στη Μέση Ανατολή είναι η κυβέρνηση της ισλαμιστικής οργανώσεως «Χαμάς» στη Λωρίδα της Γάζας και -κατά τραγική ειρωνεία- η «Περιφερειακή Κυβέρνηση του Κουρδιστάν» στο βόρειο Ιράκ. Κάθε άλλο παρά εντυπωσιακός απολογισμός για την εξωτερική πολιτική μιας χώρας που φιλοδόξησε να ηγηθεί των εξελίξεων στη Μέση Ανατολή.
* Ο Ιωάννης Ν. Γρηγοριάδης είναι επίκουρος καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Μπίλκεντ και επιστημονικός συνεργάτης του ΕΛΙΑΜΕΠ.
Οι διαπιστώσεις αυτές δεν περιορίζονται στον κατά γενική ομολογία άστοχο χειρισμό της κρίσεως στη Συρία ή τις τεταμένες σχέσεις με το Ιράν. Αναφέρονται και στις σχέσεις της Τουρκίας με μείζονες σουνιτικές δυνάμεις της Μέσης Ανατολής, την Σαουδική Αραβία και την Αίγυπτο. Η σύμπηξη ενός «σουνιτικού μπλοκ» μεταξύ Τουρκίας, Σαουδικής Αραβίας, Κατάρ και Αιγύπτου υπήρξε μία από τις πρώτες στρατηγικές επιλογές της τουρκικής διπλωματίας στην κρίση της Συρίας. Αυτή η επιλογή κατηγορήθηκε έντονα, ακριβώς διότι επέτρεπε στο καθεστώς Ασαντ να επικαλεστεί τον θρησκευτικό χαρακτήρα της συγκρούσεως και να ενισχύσει τα ερείσματά του στα μη σουνιτικά στοιχεία της συριακής κοινωνίας.
Τα γεγονότα όμως ακύρωσαν την τουρκική στρατηγική κίνηση. Η συναντίληψη την οποία διατηρούσε η Τουρκία με τη Σαουδική Αραβία και το Κατάρ πλέον δεν υφίσταται. Η ψύχρανση αυτή οφείλεται και στην τουρκική ανοχή προς τις δραστηριότητες στα τουρκοσυριακά σύνορα των συνδεδεμένων με την Αλ-Κάιντα οργανώσεων «Μέτωπο Αλ-Νούσρα» και «Ισλαμικό Κράτος Ιράκ-Συρίας». Αν και οι δύο οργανώσεις είχαν χαρακτηρισθεί από τις δυτικές δυνάμεις τρομοκρατικές, η τουρκική κυβέρνηση εξακολουθούσε να τις θεωρεί συστατικά στοιχεία των συριακών αντικαθεστωτικών δυνάμεων.
Ηταν επόμενο η στάση αυτή να συμβάλει στον επαναπροσδιορισμό της στάσεως της Σαουδικής Αραβίας, το καθεστώς της οποίας αποτελεί τον κύριο στόχο της Αλ-Κάιντα και των παραρτημάτων της. Οι πρόσφατες τρομοκρατικές επιθέσεις εναντίον της τουρκικής πρεσβείας στο Μογκαντίσου της Σομαλίας υπενθύμισαν ότι η Τουρκία δεν εξαιρείται των στόχων της ισλαμικής τρομοκρατίας.
Εξάλλου η διαδοχή στην ηγεσία του Κατάρ προοιωνίζεται μια περισσότερο μετριοπαθή εξωτερική πολιτική. Ο νέος σεΐχης Ταμίμ μπιν-Χάμαντ-αλ-Θάνι δείχνει να λαμβάνει αποστάσεις από την επιθετική πολιτική χρηματοδοτήσεων αντικαθεστωτικών οργανώσεων στη Συρία και αλλού που ακολούθησε ο πατέρας του, και να αναζητεί κοινά σημεία πολιτικής με τη Δύση.
Επιπλέον, η γενναιόδωρη υποστήριξη προς τα κατά τόπους παραρτήματα των «Αδελφών Μουσουλμάνων» στη Συρία, την Αίγυπτο και αλλού οδήγησε την Τουρκία σε τροχιά συγκρούσεως, όχι μόνον με τις κοσμικές δυνάμεις των οικείων χωρών, αλλά και με τα ισλαμικά καθεστώτα του Κόλπου. Το πραξικόπημα στην Αίγυπτο ανέδειξε σαφέστερα το χάσμα μεταξύ Τουρκίας, Σαουδικής Αραβίας και Κατάρ. Ενώ η κυβέρνηση Ερντογάν παρέμεινε αμετακίνητη στην υποστήριξη της κυβερνήσεως Μόρσι, η Σαουδική Αραβία και το Κατάρ έσπευσαν όχι μόνον να αναγνωρίσουν την κυβέρνηση των πραξικοπηματιών, αλλά να παράσχουν και οικονομική βοήθεια.
Μετά και το αιγυπτιακό πραξικόπημα οι μόνες φίλιες προς την Τουρκία δυνάμεις που απέμειναν στη Μέση Ανατολή είναι η κυβέρνηση της ισλαμιστικής οργανώσεως «Χαμάς» στη Λωρίδα της Γάζας και -κατά τραγική ειρωνεία- η «Περιφερειακή Κυβέρνηση του Κουρδιστάν» στο βόρειο Ιράκ. Κάθε άλλο παρά εντυπωσιακός απολογισμός για την εξωτερική πολιτική μιας χώρας που φιλοδόξησε να ηγηθεί των εξελίξεων στη Μέση Ανατολή.
* Ο Ιωάννης Ν. Γρηγοριάδης είναι επίκουρος καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Μπίλκεντ και επιστημονικός συνεργάτης του ΕΛΙΑΜΕΠ.