28 Αυγούστου 2013

Ο άξονας σταθερότητας της Μέσης Ανατολής

http://media.washtimes.com/media/community/viewpoint/entry/2013/08/25/FireFINAL_s640x427.jpg?73b8e21685896c3f2859310aaa5adb253919b641
Καθώς η Αίγυπτος βρίσκεται στο χείλος του εμφυλίου πολέμου, με ανησυχητικά φαινόμενα βίας και επιδεινούμενες διαιρέσεις σε όλες τις πλευρές, είναι δύσκολο να βρει κανείς ένα πραγματικά φωτεινό σημείο σε όλη τη Μέση Ανατολή ή τη Βόρειο Αφρική. Τα δεινά της Συρίας συνεχίζουν αμείωτα. Οι σεκταριστικές επιθέσεις στο Ιράκ είναι πιο συχνές και πιο φονικές. Η εύθραυστη ειρήνη του Λιβάνου κλονίζεται. Η Ιορδανία κατακλύζεται από πρόσφυγες.
Οι μαχητές της Λιβύης είναι ανεξέλεγκτοι. Η Τυνησία αντιμετωπίζει πολιτική κρίση. Το αστέρι της Τουρκίας ως η ενσάρκωση της ισλαμικής δημοκρατίας τρεμοσβήνει. Παρ' όλα τα προβλήματα ο αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Τζον Κέρι, αποφάσισε να εστιάσει στο Ισραήλ και στην Παλαιστίνη. Η δικαιολόγηση αυτής της απόφασης - «αν όχι τώρα, ποτέ» - είναι αληθινή. Αλλά υπάρχει ακόμη μία, εξίσου δυνατή εξήγηση (αν και συχνά παραγνωρίζεται): η τεράστια προοπτική μίας οικονομικής ζώνης μεταξύ του Ισραήλ, της Παλαιστίνης και της Ιορδανίας που θα μπορούσε να οδηγήσει ολόκληρη την περιφέρεια στην ανάπτυξη.

Με τα αθάνατα λόγια του Τζέιμς Κάρβιλ, επικεφαλής της προεκλογικής εκστρατείας του Μπιλ Κλίντον το 1992, «είναι η οικονομία, ηλίθιε!». Η θλιβερή αποτυχία των οικονομιών της Μέσης Ανατολής και της Βορείου Αφρικής να προσφέρουν στους λαούς τους την ευημερία που τόσο επιθυμούν, είναι ένας από τους βασικούς λόγους που οι άνθρωποι βγαίνουν στους δρόμους. Δεν είναι ο μοναδικός παράγοντας αλλά η αύξηση στις τιμές των τροφίμων συνέβαλαν στην εξάπλωση της επανάστασης στην Αίγυπτο το 2011 και ξανά τον περασμένο Ιούνιο όταν η βασικότερη διαμαρτυρία κατά του πρώην προέδρου Μοχάμεντ Μόρσι δεν αφορούσε στην ιδεολογία του αλλά στην αδιαφορία του προς τις ανάγκες των καθημερινών Αιγυπτίων.

Σε αυτό το φόντο, τα εδάφη του Ισραήλ και της Παλαιστίνης χαρακτηρίζονται από σχετική σταθερότητα. Οι υψηλής ποιότητας υποδομές του  Ισραήλ θα μπορούσαν να επεκταθούν στη Δυτική Όχθη και τη Γάζα αν υπάρξει ασφάλεια και μία νέα γενεά επιχειρηματιών και τεχνολόγων έχουν μεγαλώσει και στις δύο πλευρές των συνόρων. Το περιοδικό Forbes γράφει ότι «εκατοντάδες Ισραηλινοί και Παλαιστίνιοι γίνονται πραγματικοί συνέταιροι σε startup εταιρείες και σιγά σιγά μεταμορφώνουν την παλαιστινιακή οικονομία τουλάχιστον στη Δυτική Όχθη». Όλη αυτή η δραστηριότητα ξεπερνά τις προσδοκίες.

Ο Άλεκ Ρος, πρώην σύμβουλος για την καινοτομία της πρώην υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ Χίλαρι Κλίντον, υποστηρίζει ότι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος να αναζωογονηθεί η οικονομία είναι η παροχή ίντερνετ 3G στη Δυτική Όχθη. Χωρίς ίντερνετ υψηλών ταχυτήτων, οι ξένες επενδύσεις και η εγχώρια επιχειρηματικότητα είναι σχεδόν αδύνατες. Το ανθρώπινο κεφάλαιο για γρήγορη οικονομική ανάπτυξη είναι εκεί, όπως και η θέληση αλλά και το επενδυτικό κεφάλαιο. Όμως λείπουν οι υποδομές. Ενώ στο παρελθόν η περιοχή ήταν πηγή βίας και αναταραχών, σήμερα τα δεδομένα έχουν αλλάξει.

Το Ισραήλ και η Παλαιστίνη μπορούν να λύσουν τις διαφορές τους και να συμβιώσουν σαν δύο δημοκρατίες που θα προσφέρουν μία όαση σταθερότητας και λογικής σε μία θάλασσα πολιτικής αταξίας και οικονομικής αστάθειας. Προσθέστε σε αυτό μία συμφωνία ελεύθερου εμπορίου ή ακόμη μία τελωνειακή ένωση με την Ιορδανία και έχουμε την απαρχή μία Μεσανατολικής Μπενελούξ (την ένωση του Βελγίου, της Ολλανδίας και του Λουξεμβούργου που σχημάτισαν τον οικονομικό πυρήνα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας). Όνειρο θερινής νυκτός; Ίσως. Αλλά αν βάλουμε στην άκρη το Ιράν, όλοι οι μεγάλοι παίκτες της περιοχής - Σαουδική Αραβία και λοιπά κράτη του Κόλπου, η Τουρκία και οι δύο πλευρές της Αιγύπτου - έχουν πολλούς λόγους για να επιθυμούν την πραγματοποίησή του. Και οι ίδιοι οι Ισραηλινοί και οι Παλαιστίνιοι, με πραγματικό ή πιθανό εμφύλιο στα τρία από τα τέσσερα σύνορά τους, δεν χρειάζονται υπενθύμιση για το τί μπορεί να συμβεί αν δεν αρχίσουν να εξάγουν ειρήνη.

Η Αν-Μαρί Σλότερ, πρώην επικεφαλής πολιτικού σχεδιασμού στο Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ (2009-2011), είναι καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον.