Γράφει ο Σταύρος Λυγερός ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΜΗΝΕΣ σχετικής
ακινησίας στο ελληνοτουρκικό διπλωματικό μέτωπο, η επίσκεψη Βενιζέλου
στην Αγκυρα ήρθε με τη σημειολογία της να μας υπενθυμίσει ότι η Ελλάδα
διολισθαίνει αργά αλλά σταθερά προς μία κατάσταση έμμεσης
δορυφοροποίησης. Στη διπλωματία οι συμβολισμοί έχουν συχνά καθοριστική
σημασία.
Το γεγονός ότι ο νέος Ελληνας υπουργός Εξωτερικών επέλεξε μετά τη
Λευκωσία να επισκεφθεί την Τουρκία υποδηλώνει μία πολιτική ιεράρχηση,
την οποία, βεβαίως, επισήμανε με ικανοποίηση ο Νταβούτογλου. Πολύ
περισσότερο όταν αυτή η επίσκεψη σχεδόν ταυτίσθηκε χρονικά με την
επέτειο της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο. Είναι ενδεικτικό της
περιρρέουσας πολιτικοψυχολογικής ατμόσφαιρας ότι, παρά τη χρονική
σύμπτωση και παρότι του δόθηκε η ευκαιρία, ο Βενιζέλος απέφυγε να
αναφερθεί στο Κυπριακό.
Η συνάντηση γνωριμίας Βενιζέλου - Νταβούτογλου δεν κρύβει μυστικές διαπραγματεύσεις. Τα στοιχεία που τη συνθέτουν, όμως, επιβεβαιώνουν ότι η δικομματική κυβέρνηση Σαμαρά συνεχίζει στην ίδια γραμμή πλεύσης που κινήθηκαν οι προηγούμενες ελληνικές κυβερνήσεις. Πάγιος στόχος της Αθήνας ήταν να εξασφαλίσει την ύφεση στο ελληνοτουρκικό μέτωπο με φαινομενικά ανώδυνες υποχωρήσεις. Το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια οι τουρκικές προκλήσεις έχουν κατά κανόνα συμβολικό χαρακτήρα φαίνεται να δικαιώνει αυτή την πολιτική.
Στην πραγματικότητα, ο Ερντογάν δεν είχε ούτε έχει την πολυτέλεια να «απλώσει τραχανά» στο μέτωπο με την Ελλάδα. Δεν επιθυμούσε την πρόκληση έντασης, επειδή αυτή θα ενίσχυε την κεμαλική στρατογραφειοκρατία και θα διευκόλυνε την προσπάθειά της να τον ανατρέψει. Οι αποκαλύψεις για το σχέδιο «Βαριοπούλα» το επιβεβαίωσαν.
Εκείνα τα χρόνια ο Ερντογάν είχε συμφέρον να κρατάει χαμηλά τη θερμοκρασία στα ελληνοτουρκικά, επειδή προτεραιότητά του ήταν να ξεδοντιάσει το «βαθύ κράτος». Αυτό, όμως, δεν εμπόδιζε την Αγκυρα να εκμεταλλεύεται το φοβικό σύνδρομο της Αθήνας για να προωθεί με βελούδινο τρόπο τη νεοοθωμανική στρατηγική της και να κερδίζει πόντους στον διαρκή διπλωματικό «πόλεμο θέσεων».
Τώρα που ο Ερντογάν έχει επικρατήσει στον ακήρυχτο εσωτερικό πόλεμο, αντιμετωπίζει άλλα προβλήματα:
• Πρώτον, οι Τούρκοι έχουν εμπλακεί στη συριακή κρίση, η οποία αποδεικνύεται ναρκοπέδιο. Η πρόβλεψη ότι η ανατροπή του καθεστώτος Ασαντ ήταν ζήτημα λίγου χρόνου διαψεύσθηκε. Το αποτέλεσμα είναι η Αγκυρα να έχει μετατραπεί από μέρος της λύσης, όπως επιθυμούσε, σε μέρος του προβλήματος.
• Δεύτερον, ο συσχετισμός δυνάμεων στην περιοχή επιδεινώθηκε για τον Ερντογάν αφενός από την αποτυχία της αμερικανικής πρωτοβουλίας να συμφιλιώσει την Τουρκία με το Ισραήλ και αφετέρου από την ανατροπή του Μόρσι. Το νέο καθεστώς στην Αίγυπτο είναι όχι μόνο επιφυλακτικό, αλλά πιθανότατα και αντίθετο με τα νεοοθωμανικά οράματα.
• Τρίτον, λόγω των εθνικιστικών προκαταλήψεων, πολλοί Τούρκοι βλέπουν αρνητικά τις διαπραγματεύσεις με τον Οτσαλάν για πολιτική λύση του Κουρδικού.
• Τέταρτον, εκδηλώθηκε η εξέγερση στην πλατεία Ταξίμ, η οποία έβγαλε στην επιφάνεια την υποδόρια αντιπαράθεση ανάμεσα στη «βαθιά Τουρκία», που συνεχίζει να εκφράζει ο Ερντογάν, και στα δυτικότροπα αστικά στρώματα, που δεν είναι διατεθειμένα να αποδεχθούν τον αυταρχισμό και την ισλαμική ατζέντα του «νέου σουλτάνου». Η εσωτερική αμφισβήτηση έχει αποδυναμώσει τον Ερντογάν και στο επίπεδο της εξωτερικής πολιτικής.
Η επίσκεψη του Ελληνα υπουργού Εξωτερικών εγγράφεται στο κλίμα σχετικής ύφεσης στα ελληνοτουρκικά, που ευνοείται από τα ανωτέρω ανοικτά μέτωπα της Αγκυρας. Αν και ο Σαμαράς φαίνεται να διατηρεί μία επιφυλακτικότητα, διαφαίνεται ότι ο Βενιζέλος υιοθετεί ορισμένα στοιχεία από τον διπλωματικό «μπιζιμποντισμό» και την «προσωπική διπλωματία» του Γιώργου Παπανδρέου.
Η απόρριψη της «διπλωματίας χαρακωμάτων» και η προτίμηση της «διπλωματίας ανοικτού πεδίου» είναι γενικά θετική, αλλά όχι αυτοσκοπός. Δικαιώνεται μόνο εάν εξυπηρετεί τα εθνικά συμφέροντα, είτε στο επίπεδο της ουσίας είτε στο επίπεδο των διεθνών εντυπώσεων. Το κλίμα στη διπλωματία είναι σημαντικός παράγοντας, αλλά δεν αρκεί από μόνο του για να παραγάγει αποτελέσματα. Ειδικά την τελευταία τριετία, που η Ελλάδα έχει μετατραπεί σε αποικία χρέους της ευρωζώνης.
Η οικονομία δεν ήταν ποτέ αποκομμένη από την πολιτική. Είναι συγκοινωνούντα δοχεία. Γι’ αυτό και η διαπραγματευτική ισχύς της Αθήνας βρίσκεται στο ναδίρ. Μ’ αυτή την έννοια, είναι εκτεθειμένη και στα εθνικά θέματα. Αυτό σημαίνει ότι στον διαρκή διπλωματικό πόλεμο θέσεων η απώλεια κύρους και διαπραγματευτικής δύναμης αντανακλάται στον τρόπο που την αντιμετωπίζουν οι αντίπαλοι, οι γείτονες και βεβαίως οι μεγάλες δυνάμεις.
...και η νεοοθωμανική στρατηγική δορυφοροποίησης
ΕΑΝ, ΟΠΩΣ ΔΙΑΦΑΙΝΕΤΑΙ, ο Βενιζέλος έχει πρόθεση να ξαναπιάσει το νήμα του διμερούς διαλόγου, θα πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη τον δυσμενή συσχετισμό δυνάμεων. Ο λόγος, άλλωστε, που διαχρονικά οι διμερείς διερευνητικές επαφές καρκινοβατούν δεν οφείλεται στην έλλειψη πολιτικής βούλησης εκ μέρους της Αθήνας. Οφείλεται στο γεγονός ότι οι Τούρκοι ζητούν τόσα πολλά. Από το 1974 οι ελληνικές κυβερνήσεις προσπάθησαν να επιλύσουν προβλήματα ακολουθώντας διαφορετικές πολιτικές προσεγγίσεις. Ολες ανεξαιρέτως, όμως, προσέκρουσαν στον πάγιο επεκτατισμό της Αγκυρας.
Το δίδυμο Ερντογάν - Νταβούτογλου προωθεί την ηγεμονικού χαρακτήρα στρατηγική του με τακτικές ήπιας ισχύος. Για τους λόγους που προαναφέραμε, αποφεύγει τις στρατιωτικού τύπου πιέσεις, αλλά δεν κάνει βήμα πίσω από τις μονομερείς τουρκικές διεκδικήσεις. Στις δηλώσεις του μετά τη συνάντησή του με τον Ελληνα ομόλογό του, ο Νταβούτογλου εμφανίσθηκε με το γνωστό ήπιο και καθησυχαστικό ύφος. Η ρητορική του είναι δείγμα δημόσιας διπλωματίας. Δεν μπερδεύει, άλλωστε, όπως πολλοί στην Αθήνα, την εξωτερική πολιτική με τις δημόσιες σχέσεις. Χρησιμοποιεί, όμως, τις δημόσιες σχέσεις και τα ρητορικά ανοίγματα για να υπηρετήσει τη στρατηγική του.
Στο πλαίσιο της πολιτικής των νεοοθωμανών να ρυμουλκήσουν σταδιακά την Ελλάδα σε μία τροχιά δορυφοροποίησης, ο Νταβούτογλου προσπαθεί να πείσει την ελληνική κοινή γνώμη ότι η Τουρκία όχι μόνο δεν απειλεί, αλλά και εργάζεται για να απαλλάξει τις διμερείς σχέσεις από προκαταλήψεις του παρελθόντος. Για να διαλύσει τις ελληνικές επιφυλάξεις και να εντάξει την Αθήνα στη στρατηγική του, επιστρατεύει όχι μόνο ιστορικές, γεωγραφικές, οικονομικές και πολιτισμικές αναφορές, αλλά και το δέλεαρ ενός κοινού ρόλου στην ευρύτερη περιοχή. Αυτός είναι ο αγωγός ΤΑΡ, αλλά είναι και η προωθούμενη συνεκμετάλλευση των πιθανολογούμενων κοιτασμάτων στην ελληνική υφαλοκρηπίδα.
Η συνάντηση γνωριμίας Βενιζέλου - Νταβούτογλου δεν κρύβει μυστικές διαπραγματεύσεις. Τα στοιχεία που τη συνθέτουν, όμως, επιβεβαιώνουν ότι η δικομματική κυβέρνηση Σαμαρά συνεχίζει στην ίδια γραμμή πλεύσης που κινήθηκαν οι προηγούμενες ελληνικές κυβερνήσεις. Πάγιος στόχος της Αθήνας ήταν να εξασφαλίσει την ύφεση στο ελληνοτουρκικό μέτωπο με φαινομενικά ανώδυνες υποχωρήσεις. Το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια οι τουρκικές προκλήσεις έχουν κατά κανόνα συμβολικό χαρακτήρα φαίνεται να δικαιώνει αυτή την πολιτική.
Στην πραγματικότητα, ο Ερντογάν δεν είχε ούτε έχει την πολυτέλεια να «απλώσει τραχανά» στο μέτωπο με την Ελλάδα. Δεν επιθυμούσε την πρόκληση έντασης, επειδή αυτή θα ενίσχυε την κεμαλική στρατογραφειοκρατία και θα διευκόλυνε την προσπάθειά της να τον ανατρέψει. Οι αποκαλύψεις για το σχέδιο «Βαριοπούλα» το επιβεβαίωσαν.
Εκείνα τα χρόνια ο Ερντογάν είχε συμφέρον να κρατάει χαμηλά τη θερμοκρασία στα ελληνοτουρκικά, επειδή προτεραιότητά του ήταν να ξεδοντιάσει το «βαθύ κράτος». Αυτό, όμως, δεν εμπόδιζε την Αγκυρα να εκμεταλλεύεται το φοβικό σύνδρομο της Αθήνας για να προωθεί με βελούδινο τρόπο τη νεοοθωμανική στρατηγική της και να κερδίζει πόντους στον διαρκή διπλωματικό «πόλεμο θέσεων».
Τώρα που ο Ερντογάν έχει επικρατήσει στον ακήρυχτο εσωτερικό πόλεμο, αντιμετωπίζει άλλα προβλήματα:
• Πρώτον, οι Τούρκοι έχουν εμπλακεί στη συριακή κρίση, η οποία αποδεικνύεται ναρκοπέδιο. Η πρόβλεψη ότι η ανατροπή του καθεστώτος Ασαντ ήταν ζήτημα λίγου χρόνου διαψεύσθηκε. Το αποτέλεσμα είναι η Αγκυρα να έχει μετατραπεί από μέρος της λύσης, όπως επιθυμούσε, σε μέρος του προβλήματος.
• Δεύτερον, ο συσχετισμός δυνάμεων στην περιοχή επιδεινώθηκε για τον Ερντογάν αφενός από την αποτυχία της αμερικανικής πρωτοβουλίας να συμφιλιώσει την Τουρκία με το Ισραήλ και αφετέρου από την ανατροπή του Μόρσι. Το νέο καθεστώς στην Αίγυπτο είναι όχι μόνο επιφυλακτικό, αλλά πιθανότατα και αντίθετο με τα νεοοθωμανικά οράματα.
• Τρίτον, λόγω των εθνικιστικών προκαταλήψεων, πολλοί Τούρκοι βλέπουν αρνητικά τις διαπραγματεύσεις με τον Οτσαλάν για πολιτική λύση του Κουρδικού.
• Τέταρτον, εκδηλώθηκε η εξέγερση στην πλατεία Ταξίμ, η οποία έβγαλε στην επιφάνεια την υποδόρια αντιπαράθεση ανάμεσα στη «βαθιά Τουρκία», που συνεχίζει να εκφράζει ο Ερντογάν, και στα δυτικότροπα αστικά στρώματα, που δεν είναι διατεθειμένα να αποδεχθούν τον αυταρχισμό και την ισλαμική ατζέντα του «νέου σουλτάνου». Η εσωτερική αμφισβήτηση έχει αποδυναμώσει τον Ερντογάν και στο επίπεδο της εξωτερικής πολιτικής.
Η επίσκεψη του Ελληνα υπουργού Εξωτερικών εγγράφεται στο κλίμα σχετικής ύφεσης στα ελληνοτουρκικά, που ευνοείται από τα ανωτέρω ανοικτά μέτωπα της Αγκυρας. Αν και ο Σαμαράς φαίνεται να διατηρεί μία επιφυλακτικότητα, διαφαίνεται ότι ο Βενιζέλος υιοθετεί ορισμένα στοιχεία από τον διπλωματικό «μπιζιμποντισμό» και την «προσωπική διπλωματία» του Γιώργου Παπανδρέου.
Η απόρριψη της «διπλωματίας χαρακωμάτων» και η προτίμηση της «διπλωματίας ανοικτού πεδίου» είναι γενικά θετική, αλλά όχι αυτοσκοπός. Δικαιώνεται μόνο εάν εξυπηρετεί τα εθνικά συμφέροντα, είτε στο επίπεδο της ουσίας είτε στο επίπεδο των διεθνών εντυπώσεων. Το κλίμα στη διπλωματία είναι σημαντικός παράγοντας, αλλά δεν αρκεί από μόνο του για να παραγάγει αποτελέσματα. Ειδικά την τελευταία τριετία, που η Ελλάδα έχει μετατραπεί σε αποικία χρέους της ευρωζώνης.
Η οικονομία δεν ήταν ποτέ αποκομμένη από την πολιτική. Είναι συγκοινωνούντα δοχεία. Γι’ αυτό και η διαπραγματευτική ισχύς της Αθήνας βρίσκεται στο ναδίρ. Μ’ αυτή την έννοια, είναι εκτεθειμένη και στα εθνικά θέματα. Αυτό σημαίνει ότι στον διαρκή διπλωματικό πόλεμο θέσεων η απώλεια κύρους και διαπραγματευτικής δύναμης αντανακλάται στον τρόπο που την αντιμετωπίζουν οι αντίπαλοι, οι γείτονες και βεβαίως οι μεγάλες δυνάμεις.
...και η νεοοθωμανική στρατηγική δορυφοροποίησης
ΕΑΝ, ΟΠΩΣ ΔΙΑΦΑΙΝΕΤΑΙ, ο Βενιζέλος έχει πρόθεση να ξαναπιάσει το νήμα του διμερούς διαλόγου, θα πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη τον δυσμενή συσχετισμό δυνάμεων. Ο λόγος, άλλωστε, που διαχρονικά οι διμερείς διερευνητικές επαφές καρκινοβατούν δεν οφείλεται στην έλλειψη πολιτικής βούλησης εκ μέρους της Αθήνας. Οφείλεται στο γεγονός ότι οι Τούρκοι ζητούν τόσα πολλά. Από το 1974 οι ελληνικές κυβερνήσεις προσπάθησαν να επιλύσουν προβλήματα ακολουθώντας διαφορετικές πολιτικές προσεγγίσεις. Ολες ανεξαιρέτως, όμως, προσέκρουσαν στον πάγιο επεκτατισμό της Αγκυρας.
Το δίδυμο Ερντογάν - Νταβούτογλου προωθεί την ηγεμονικού χαρακτήρα στρατηγική του με τακτικές ήπιας ισχύος. Για τους λόγους που προαναφέραμε, αποφεύγει τις στρατιωτικού τύπου πιέσεις, αλλά δεν κάνει βήμα πίσω από τις μονομερείς τουρκικές διεκδικήσεις. Στις δηλώσεις του μετά τη συνάντησή του με τον Ελληνα ομόλογό του, ο Νταβούτογλου εμφανίσθηκε με το γνωστό ήπιο και καθησυχαστικό ύφος. Η ρητορική του είναι δείγμα δημόσιας διπλωματίας. Δεν μπερδεύει, άλλωστε, όπως πολλοί στην Αθήνα, την εξωτερική πολιτική με τις δημόσιες σχέσεις. Χρησιμοποιεί, όμως, τις δημόσιες σχέσεις και τα ρητορικά ανοίγματα για να υπηρετήσει τη στρατηγική του.
Στο πλαίσιο της πολιτικής των νεοοθωμανών να ρυμουλκήσουν σταδιακά την Ελλάδα σε μία τροχιά δορυφοροποίησης, ο Νταβούτογλου προσπαθεί να πείσει την ελληνική κοινή γνώμη ότι η Τουρκία όχι μόνο δεν απειλεί, αλλά και εργάζεται για να απαλλάξει τις διμερείς σχέσεις από προκαταλήψεις του παρελθόντος. Για να διαλύσει τις ελληνικές επιφυλάξεις και να εντάξει την Αθήνα στη στρατηγική του, επιστρατεύει όχι μόνο ιστορικές, γεωγραφικές, οικονομικές και πολιτισμικές αναφορές, αλλά και το δέλεαρ ενός κοινού ρόλου στην ευρύτερη περιοχή. Αυτός είναι ο αγωγός ΤΑΡ, αλλά είναι και η προωθούμενη συνεκμετάλλευση των πιθανολογούμενων κοιτασμάτων στην ελληνική υφαλοκρηπίδα.