Ορθή αναμφίβολα (υπό τις
διαμορφούμενες συγκυρίες) κι επιβαλλόμενη οπωσδήποτε η στρατηγική ζεύξη
Ελλάδος και Κύπρου με το Ισραήλ.Με θετικό πρόσημο οι προοπτικές και οι αναμενόμενες ως συνέπεια
νέες γεωπολιτικές ισορροπίες που αφορούν τα καθ' ημάς. Καλώς και η Αθήνα
και η Λευκωσία πράττουν προς αυτή την κατεύθυνση. Αλλά την ίδια ώρα
πρέπει ν' αποτιμούμε με ρεαλισμό τα πράγματα. Τις επιλογές μας δηλαδή
και τα ευκταία παράγωγα που αναμένουμε ν' ανακύψουν.Γιατί στην πλάστιγγα των Ισραηλινών (και φυσικά των εν πολλοίς
ταυτόσημων αμερικανικών) επιλογών, ο τουρκικός παράγοντας ενέχει σαφώς
μεγαλύτερη βαρύτητα. Τουλάχιστον μέχρι στιγμής -και για λόγους
αυτόδηλους- έτσι προφανώς αποτιμάται.
Και μπορεί μεν το Τελ Αβίβ να τα έχει σπάσει με την Αγκυρα (μάλλον η τελευταία με το πρώτο) αλλά στο σύνολο γεωστρατηγικό παιχνίδι, αυτές οι περιφερειακές μείζονες δυνάμεις «θα τα βρουν». Εστω και αν θα πρόκειται για λυκοφιλία, θα τα βρουν, προκειμένου να διαφυλάξουν και τα δικά τους συμφέροντα και τα συμφέροντα εκείνων που τους προσδιορίζουν ως στρατηγικούς τοποτηρητές των ηγετικών κέντρων του ατλαντισμού.
Με αυτή την προσέγγιση, δεν αναιρείται η σημασία των ελληνικών επιλογών. Αντιθέτως. Απλώς τα πράγματα μπαίνουν κάτω από ένα πραγματιστικότερο πρίσμα. Για να μη βρεθούμε σε δεδομένη στιγμή προ αιφνιδιασμών. Οχι γιατί μπορεί να υπάρξουν υπαναχωρήσεις από πλευράς των νέων στρατηγικών εταίρων μας, αλλά γιατί οπωσδήποτε οι δικές τους προσεγγίσεις δεν είναι (και δεν μπορεί να είναι) μονοδιάστατες. Ούτε σε βαθμό που να δημιουργεί στο μέλλον μείζονα προβλήματα με την Τουρκία. Τη μόνη δηλαδή κάτω από τις σημερινές συνθήκες χώρα, που μπορεί να λογίζεται σύμμαχος (έστω κατ' ανοχήν) του Ισραήλ, σ' έναν περίγυρο στον οποίον πλεονάζουν οι εχθρικές διαθέσεις. Αλλά και οι προοπτικές επικινδύνων υποτροπών. Ορα ισραηλο-ιρανικές τριβές, που οδηγούν με μαθηματική βεβαιότητα σε συγκρουσιακή αντιπαράθεση. Κατά την οποία -ό,τι και να συμβεί- η θέση της Αγκυρας θα είναι αυτονοήτως καθοριστική. Κι αυτό για το Ισραήλ μετρά σε βαθμό που αιτιολογεί τη συγγνώμη που εκών ή άκων άρθρωσε ο Νετανιάχου στον αλαζόνα Ερντογάν.
Με ακριβώς τον ίδιο τρόπο και για τους ίδιους λόγους, Ελλάδα και Κύπρος: ενώ πραγματοποιούν στροφή προσεγγίζοντας επί άλλων απ' ό,τι μέχρι σήμερα επιπέδων το Ισραήλ, οφείλουν να βρουν και να εμπεδώσουν σ' αυτό το νέο περιβάλλον αναγκαίες ισορροπίες σε ό,τι αφορά τις σχέσεις με τον αραβικό κόσμο.
Εκφεύγοντας από τις μέχρι χθες μονοδρομικές εν πολλοίς αντιλήψεις και σχέσεις, είναι ανάγκη να υπάρξει χρυσή τομή, προκειμένου: ενώ θα ενδυναμώνεται η φιλία και η στρατηγική συμμαχία με το Ισραήλ, να μην απονευρώνονται οι πολιτικές σχέσεις και οι μέχρι σήμερα φιλικές διασυνδέσεις με κομβικά αραβικά (και συναφή) κέντρα. Των οποίων και η Αθήνα και η Λευκωσία έχουν ανάγκη τη διπλωματική τους και άλλη στήριξη σε διεθνή φόρα. Κυρίως η Λευκωσία. Δεδομένων των απευκταίων ενδεχομένων αναγνωρίσεως ή και απλής κατ' ανοχήν αναβαθμίσεως του κατοχικού μορφώματος. Που εν πολλοίς συνιστά για την Κύπρο την αχίλλειον πτέρναν. Και ταυτοχρόνως το εκ των ων ουκ άνευ στρατηγικό προγεφύρωμα της Αγκυρας σ' αυτή την εύφλεκτη γεωγραφία.
Πέραν αυτών των αναφορών και του ευανάγνωστου προβληματισμού που αυτές υποβάλλουν, είναι ακόμη μετέωρο το πρακτικό ζήτημα της εμπλοκής της Τουρκίας στις ενεργειακές προοπτικές που διανοίγονται. Οχι μόνο με την απαίτηση για προσδιορισμό του τουρκοκυπριακού μεριδίου στα κοιτάσματα και τα παράγωγα που θ' ανακύψουν, αλλά και στους πρακτικούς τρόπους παροχετεύσεως αυτών των αποθεμάτων προς τις αγορές.
Και το ενδεχόμενο διελεύσεως του φυσικού αερίου από την Τουρκία βρίσκεται ακόμη στο τραπέζι. Οχι μεν από εμάς, αλλ' οπωσδήποτε από άλλους. Και από το ίδιο το Ισραήλ. Και από τις ΗΠΑ. Ενώ δεν πρέπει να παραγνωρίζεται η βρετανική εμπλοκή, αντιθέτως πρέπει να μας ανησυχεί τα μάλα η μέχρι τώρα εκκωφαντική σιωπή του Λονδίνου και η έως και περίεργη απουσία του από αυτό το κρίσιμο γεωπολιτικό γίγνεσθαι.
Αυτό το τελευταίο να το υπογραμμίσουμε και να μην αφήσουμε να εκφύγει των προβληματισμών και των σχεδιασμών που προάγουμε. Θα συναντήσουμε το βρετανικό παράγοντα, την ώρα που δεν τον περιμένουμε. Και μόνον άσοφοι δεν αντιλαμβάνονται το γιατί. Κυρίως έχοντας κατά νουν έωλες βρετανικές πρακτικές και πολιτικές σχετικά με το Κυπριακό και όσα έχουν εξελιχθεί όλες αυτές τις δεκαετίες. Τα οποία και φέρουν αδρά τα βρετανικά αποτυπώματα.
Αποτυπώματα του αγγλικού ρόλου και δόλου...
Και μπορεί μεν το Τελ Αβίβ να τα έχει σπάσει με την Αγκυρα (μάλλον η τελευταία με το πρώτο) αλλά στο σύνολο γεωστρατηγικό παιχνίδι, αυτές οι περιφερειακές μείζονες δυνάμεις «θα τα βρουν». Εστω και αν θα πρόκειται για λυκοφιλία, θα τα βρουν, προκειμένου να διαφυλάξουν και τα δικά τους συμφέροντα και τα συμφέροντα εκείνων που τους προσδιορίζουν ως στρατηγικούς τοποτηρητές των ηγετικών κέντρων του ατλαντισμού.
Με αυτή την προσέγγιση, δεν αναιρείται η σημασία των ελληνικών επιλογών. Αντιθέτως. Απλώς τα πράγματα μπαίνουν κάτω από ένα πραγματιστικότερο πρίσμα. Για να μη βρεθούμε σε δεδομένη στιγμή προ αιφνιδιασμών. Οχι γιατί μπορεί να υπάρξουν υπαναχωρήσεις από πλευράς των νέων στρατηγικών εταίρων μας, αλλά γιατί οπωσδήποτε οι δικές τους προσεγγίσεις δεν είναι (και δεν μπορεί να είναι) μονοδιάστατες. Ούτε σε βαθμό που να δημιουργεί στο μέλλον μείζονα προβλήματα με την Τουρκία. Τη μόνη δηλαδή κάτω από τις σημερινές συνθήκες χώρα, που μπορεί να λογίζεται σύμμαχος (έστω κατ' ανοχήν) του Ισραήλ, σ' έναν περίγυρο στον οποίον πλεονάζουν οι εχθρικές διαθέσεις. Αλλά και οι προοπτικές επικινδύνων υποτροπών. Ορα ισραηλο-ιρανικές τριβές, που οδηγούν με μαθηματική βεβαιότητα σε συγκρουσιακή αντιπαράθεση. Κατά την οποία -ό,τι και να συμβεί- η θέση της Αγκυρας θα είναι αυτονοήτως καθοριστική. Κι αυτό για το Ισραήλ μετρά σε βαθμό που αιτιολογεί τη συγγνώμη που εκών ή άκων άρθρωσε ο Νετανιάχου στον αλαζόνα Ερντογάν.
Με ακριβώς τον ίδιο τρόπο και για τους ίδιους λόγους, Ελλάδα και Κύπρος: ενώ πραγματοποιούν στροφή προσεγγίζοντας επί άλλων απ' ό,τι μέχρι σήμερα επιπέδων το Ισραήλ, οφείλουν να βρουν και να εμπεδώσουν σ' αυτό το νέο περιβάλλον αναγκαίες ισορροπίες σε ό,τι αφορά τις σχέσεις με τον αραβικό κόσμο.
Εκφεύγοντας από τις μέχρι χθες μονοδρομικές εν πολλοίς αντιλήψεις και σχέσεις, είναι ανάγκη να υπάρξει χρυσή τομή, προκειμένου: ενώ θα ενδυναμώνεται η φιλία και η στρατηγική συμμαχία με το Ισραήλ, να μην απονευρώνονται οι πολιτικές σχέσεις και οι μέχρι σήμερα φιλικές διασυνδέσεις με κομβικά αραβικά (και συναφή) κέντρα. Των οποίων και η Αθήνα και η Λευκωσία έχουν ανάγκη τη διπλωματική τους και άλλη στήριξη σε διεθνή φόρα. Κυρίως η Λευκωσία. Δεδομένων των απευκταίων ενδεχομένων αναγνωρίσεως ή και απλής κατ' ανοχήν αναβαθμίσεως του κατοχικού μορφώματος. Που εν πολλοίς συνιστά για την Κύπρο την αχίλλειον πτέρναν. Και ταυτοχρόνως το εκ των ων ουκ άνευ στρατηγικό προγεφύρωμα της Αγκυρας σ' αυτή την εύφλεκτη γεωγραφία.
Πέραν αυτών των αναφορών και του ευανάγνωστου προβληματισμού που αυτές υποβάλλουν, είναι ακόμη μετέωρο το πρακτικό ζήτημα της εμπλοκής της Τουρκίας στις ενεργειακές προοπτικές που διανοίγονται. Οχι μόνο με την απαίτηση για προσδιορισμό του τουρκοκυπριακού μεριδίου στα κοιτάσματα και τα παράγωγα που θ' ανακύψουν, αλλά και στους πρακτικούς τρόπους παροχετεύσεως αυτών των αποθεμάτων προς τις αγορές.
Και το ενδεχόμενο διελεύσεως του φυσικού αερίου από την Τουρκία βρίσκεται ακόμη στο τραπέζι. Οχι μεν από εμάς, αλλ' οπωσδήποτε από άλλους. Και από το ίδιο το Ισραήλ. Και από τις ΗΠΑ. Ενώ δεν πρέπει να παραγνωρίζεται η βρετανική εμπλοκή, αντιθέτως πρέπει να μας ανησυχεί τα μάλα η μέχρι τώρα εκκωφαντική σιωπή του Λονδίνου και η έως και περίεργη απουσία του από αυτό το κρίσιμο γεωπολιτικό γίγνεσθαι.
Αυτό το τελευταίο να το υπογραμμίσουμε και να μην αφήσουμε να εκφύγει των προβληματισμών και των σχεδιασμών που προάγουμε. Θα συναντήσουμε το βρετανικό παράγοντα, την ώρα που δεν τον περιμένουμε. Και μόνον άσοφοι δεν αντιλαμβάνονται το γιατί. Κυρίως έχοντας κατά νουν έωλες βρετανικές πρακτικές και πολιτικές σχετικά με το Κυπριακό και όσα έχουν εξελιχθεί όλες αυτές τις δεκαετίες. Τα οποία και φέρουν αδρά τα βρετανικά αποτυπώματα.
Αποτυπώματα του αγγλικού ρόλου και δόλου...