Του Αλέξανδρου Καζαμία*
Μια από τις σημαντικότερες αποφάσεις που υιοθέτησε το Α΄ Συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ τον περασμένο Ιούλιο είναι η θεωρία των «δύο μπλοκ». Σύμφωνα με αυτήν, το πολιτικό μας σύστημα είναι σήμερα μοιρασμένο σε δύο σχηματισμούς: Το μνημονιακό «μπλοκ του δικομματισμού», που εκτείνεται από την Kεντροαριστερά ώς την Ακρα Δεξιά· και ένα αντίπαλο «μπλοκ», που περιλαμβάνει τις δυνάμεις της εργασίας, των κινημάτων και τους άνεργους και εκπροσωπείται από την Αριστερά και κυρίως τον ΣΥΡΙΖΑ. Για το «μπλοκ του δικομματισμού», το κείμενο αποφάσεων εξηγεί ότι αυτό «τείνει να αποκτήσει χαρακτηριστικά ενιαίας παράταξης» και «στο ακρότερο σημείο» του «εντάσσεται η “αντισυστημική” ρητορεία και τρομοκρατική πρακτική της νεοναζιστικής Χρυσής Αυγής».
Η θεωρία αυτή μπορεί κατ’ αρχάς να επικριθεί για τη μανιχαϊστική αντίληψή της, που διαιρεί ένα σύνθετο πολιτικό σκηνικό σε «καλούς αριστερούς» και «κακούς μνημονιακούς». Οπως επισημαίνει ο πολιτικός θεωρητικός Ernesto Laclau, ο λόγος που «χωρίζει τον κοινωνικό χώρο σε δύο στρατόπεδα», ταυτίζοντας το ένα από αυτά με «το παλιό καθεστώς, την ολιγαρχία και το κατεστημένο», είναι λαϊκιστικός. Παρ’ όλο που, σε αντίθεση με όσα του προσάπτουν οι αντίπαλοί του, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι λαϊκιστικό κόμμα, η στροφή του προς μια ρητορεία «φωτός/σκότους» υποδηλώνει την αυξημένη επιρροή λαϊκιστικών στοιχείων στον πολιτικό του λόγο.
Ωστόσο, το ανησυχητικό στοιχείο στη θεωρία των «δύο μπλοκ» είναι η οπορτουνιστική στάση της απέναντι στο φαινόμενο του φασισμού. Παρουσιάζοντας το νεοναζιστικό κόμμα ως τμήμα μιας «ενιαίας παράταξης του δικομματισμού», η θεωρία αυτή υποβαθμίζει επικίνδυνα τη θεμελιώδη διάκριση ανάμεσα στα αστικά κοινοβουλευτικά κόμματα και τον φασιστικό ολοκληρωτισμό. Ταυτόχρονα, καθώς η Χρυσή Αυγή αυξάνει ραγδαία τη δημοτικότητά της, η ταύτισή της με τον δικομματισμό καταργεί κάθε δυνατότητα σύναψης συμμαχιών με την Κεντροαριστερά, στο πρότυπο του Λαïκού Μετώπου, για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπισή της. Τέλος, η σύνδεση της σοσιαλδημοκρατίας με τους νεοναζί ως τα άκρα μιας «ενιαίας παράταξης» χρησιμεύει και ως ιδεολογικό όπλο κατά του ΠΑΣΟΚ στο πλαίσιο του περίφημου «ανοίγματος» του ΣΥΡΙΖΑ προς την Κεντροαριστερά.
Το τραγικό στη στάση αυτή είναι ότι επαναλαμβάνει τα ίδια σφάλματα που οδήγησαν την Κομιντέρν στον Μεσοπόλεμο στην υποβάθμιση του φασιστικού κινδύνου και στην αποτυχία ανάσχεσής του στην Ιταλία και τη Γερμανία. Τότε η Κομιντέρν υιοθέτησε την εξίσου οπορτουνιστική θεωρία του «σοσιαλφασισμού», που επίσης πρέσβευε ότι η σοσιαλδημοκρατία και ο φασισμός είναι «δύο όψεις του ιδίου νομίσματος»! Οπως και με τη θεωρία των «δύο μπλοκ», το ιδεολόγημα του «σοσιαλφασισμού» στηρίχθηκε σε μια αριστερίστικη/οικονομιστική σύλληψη που τόνιζε τις διασυνδέσεις του φασισμού με τον καπιταλισμό, αλλά παρέβλεπε το γεγονός ότι, πολιτικά, η φασιστική δικτατορία διαφέρει ριζικά από την αστική δημοκρατία. Βεβαίως, κατόπιν εορτής, η Κομιντέρν καταδίκασε τη θεωρία του «σοσιαλφασισμού» και την αντικατέστησε το 1935 με τη στρατηγική συμμαχιών με την Κεντροαριστερά, του γνωστού «Λαϊκού Μετώπου». Ο γραμματέας της, Γκεόργκι Δημητρώφ, αφού αναγνώρισε πως «η γερμανική εργατική τάξη θα μπορούσε να είχε αποτρέψει» τη νίκη των ναζί, κατέληξε στα εξής συγκλονιστικά συμπεράσματα: «Μία από τις αδυναμίες του αντιφασιστικού αγώνα των Κομμάτων μας είναι ότι αντιδρούν ανεπαρκώς και πολύ καθυστερημένα στη δημαγωγία του φασισμού [...]. Υπήρξε στις γραμμές μας μία απαράδεκτη υποβάθμιση του φασιστικού κινδύνου».
Τα ιστορικά σφάλματα της Αριστεράς στην αντιμετώπιση του φασισμού θα έπρεπε να είναι γνωστά στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ. Εξάλλου, το Ινστιτούτο ιδεολογικού προβληματισμού του κόμματος φέρει το όνομα ενός πολιτικού φιλοσόφου, του Νίκου Πουλαντζά, που έχει επικρίνει οξύτατα την αριστερίστικη ερμηνεία του φασισμού από την Κομιντέρν. Στο «Φασισμός και δικτατορία» (1970), ο Πουλαντζάς ισχυρίζεται όχι μόνο πως η θεωρία του «σοσιαλφασισμού» ευθύνεται για την καταστροφική υποβάθμιση της φασιστικής απειλής, αλλά θεωρεί ότι αυτή υπήρξε η βασική αιτία για την οποία ο φασισμός ανήλθε στην εξουσία. «Η άνοδος του φασισμού και η εισδοχή του στην εξουσία αντιστοιχούν σε μια εσφαλμένη στρατηγική του Κ.Κ. Ιταλίας στη μία περίπτωση και της Κομιντέρν και του Κ.Κ. Γερμανίας στην άλλη», υπογραμμίζει. Ο Πουλαντζάς επίσης στηλιτεύει τις ιδεολογικές «παρωπίδες» του γραμματέα του Κ.Κ. Γερμανίας, Ερνεστ Τέλμαν, ο οποίος τις παραμονές της ανόδου του Χίτλερ στην εξουσία διεκήρυττε: «Στο παρόν στάδιο της προέλασης του φασισμού, κάθε εξασθένηση του αγώνα μας κατά της σοσιαλδημοκρατίας είναι… μεγάλο σφάλμα».
Εντούτοις, σε πείσμα όλων αυτών, ο ΣΥΡΙΖΑ συνεχίζει να αντιδρά με απίστευτη ελαφρότητα μπροστά στα εφιαλτικά ποσοστά του νεοναζιστικού κόμματος στις δημοσκοπήσεις. Στις 29 Ιουλίου, ένα από τα σοβαρότερα στελέχη του, σε ερώτηση της «Εφ.Συν.» για το πώς πρέπει να περιοριστεί η επιρροή της Χρυσής Αυγής, εξήγησε: «Κρατώ μια μικρή επιφύλαξη για τη δημοσκοπική αποτύπωση της πραγματικότητας. [...] Η Χρυσή Αυγή προκαλεί, αλλά είναι σαφές ότι η ικανότητά της να κινητοποιήσει τις μάζες… είναι μηδαμινή». Ετσι, με τη «μικρή» αυτή επιφύλαξη, το 14% έγινε «μηδέν»!
Ο ΣΥΡΙΖΑ διαθέτει την πιο ελπιδοφόρα πρόταση για την έξοδο της χώρας από τη σημερινή κρίση. Επιπλέον, χιλιάδες μέλη του συγκροτούν σήμερα τα ισχυρότερα δίκτυα αντιφασιστικής αλληλεγγύης στην κοινωνία των πολιτών, παρέχοντας σημαντική προστασία στη δημοκρατία και τους θεσμούς της. Ομως η δράση αυτή, όπως απεδείχθη τον τελευταίο χρόνο, δεν αρκεί για να ανακόψει την άνοδο της Χρυσής Αυγής. Ενδεχομένως κάποιοι να αντιτείνουν ότι η πιθανότητα μιας φασιστικής κυβέρνησης στην Ελλάδα είναι ανύπαρκτη. Ωστόσο, πόσο αδιάφορος μπορεί να είναι ο ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στο ενδεχόμενο μιας δικής του μελλοντικής κυβέρνησης με τη Χρυσή Αυγή στον ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης; Αρκεί να μην ξεχνά κανείς πόσο εύκολα ο ίδιος αναδείχτηκε στον ρόλο αυτό, εξοβελίζοντας το πάλαι ποτέ πανίσχυρο ΠΑΣΟΚ, μόλις προσέγγισε το 17% των ψήφων στις πρώτες εκλογές του 2012.
* Επίκουρος καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Coventry
Μια από τις σημαντικότερες αποφάσεις που υιοθέτησε το Α΄ Συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ τον περασμένο Ιούλιο είναι η θεωρία των «δύο μπλοκ». Σύμφωνα με αυτήν, το πολιτικό μας σύστημα είναι σήμερα μοιρασμένο σε δύο σχηματισμούς: Το μνημονιακό «μπλοκ του δικομματισμού», που εκτείνεται από την Kεντροαριστερά ώς την Ακρα Δεξιά· και ένα αντίπαλο «μπλοκ», που περιλαμβάνει τις δυνάμεις της εργασίας, των κινημάτων και τους άνεργους και εκπροσωπείται από την Αριστερά και κυρίως τον ΣΥΡΙΖΑ. Για το «μπλοκ του δικομματισμού», το κείμενο αποφάσεων εξηγεί ότι αυτό «τείνει να αποκτήσει χαρακτηριστικά ενιαίας παράταξης» και «στο ακρότερο σημείο» του «εντάσσεται η “αντισυστημική” ρητορεία και τρομοκρατική πρακτική της νεοναζιστικής Χρυσής Αυγής».
Η θεωρία αυτή μπορεί κατ’ αρχάς να επικριθεί για τη μανιχαϊστική αντίληψή της, που διαιρεί ένα σύνθετο πολιτικό σκηνικό σε «καλούς αριστερούς» και «κακούς μνημονιακούς». Οπως επισημαίνει ο πολιτικός θεωρητικός Ernesto Laclau, ο λόγος που «χωρίζει τον κοινωνικό χώρο σε δύο στρατόπεδα», ταυτίζοντας το ένα από αυτά με «το παλιό καθεστώς, την ολιγαρχία και το κατεστημένο», είναι λαϊκιστικός. Παρ’ όλο που, σε αντίθεση με όσα του προσάπτουν οι αντίπαλοί του, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι λαϊκιστικό κόμμα, η στροφή του προς μια ρητορεία «φωτός/σκότους» υποδηλώνει την αυξημένη επιρροή λαϊκιστικών στοιχείων στον πολιτικό του λόγο.
Ωστόσο, το ανησυχητικό στοιχείο στη θεωρία των «δύο μπλοκ» είναι η οπορτουνιστική στάση της απέναντι στο φαινόμενο του φασισμού. Παρουσιάζοντας το νεοναζιστικό κόμμα ως τμήμα μιας «ενιαίας παράταξης του δικομματισμού», η θεωρία αυτή υποβαθμίζει επικίνδυνα τη θεμελιώδη διάκριση ανάμεσα στα αστικά κοινοβουλευτικά κόμματα και τον φασιστικό ολοκληρωτισμό. Ταυτόχρονα, καθώς η Χρυσή Αυγή αυξάνει ραγδαία τη δημοτικότητά της, η ταύτισή της με τον δικομματισμό καταργεί κάθε δυνατότητα σύναψης συμμαχιών με την Κεντροαριστερά, στο πρότυπο του Λαïκού Μετώπου, για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπισή της. Τέλος, η σύνδεση της σοσιαλδημοκρατίας με τους νεοναζί ως τα άκρα μιας «ενιαίας παράταξης» χρησιμεύει και ως ιδεολογικό όπλο κατά του ΠΑΣΟΚ στο πλαίσιο του περίφημου «ανοίγματος» του ΣΥΡΙΖΑ προς την Κεντροαριστερά.
Το τραγικό στη στάση αυτή είναι ότι επαναλαμβάνει τα ίδια σφάλματα που οδήγησαν την Κομιντέρν στον Μεσοπόλεμο στην υποβάθμιση του φασιστικού κινδύνου και στην αποτυχία ανάσχεσής του στην Ιταλία και τη Γερμανία. Τότε η Κομιντέρν υιοθέτησε την εξίσου οπορτουνιστική θεωρία του «σοσιαλφασισμού», που επίσης πρέσβευε ότι η σοσιαλδημοκρατία και ο φασισμός είναι «δύο όψεις του ιδίου νομίσματος»! Οπως και με τη θεωρία των «δύο μπλοκ», το ιδεολόγημα του «σοσιαλφασισμού» στηρίχθηκε σε μια αριστερίστικη/οικονομιστική σύλληψη που τόνιζε τις διασυνδέσεις του φασισμού με τον καπιταλισμό, αλλά παρέβλεπε το γεγονός ότι, πολιτικά, η φασιστική δικτατορία διαφέρει ριζικά από την αστική δημοκρατία. Βεβαίως, κατόπιν εορτής, η Κομιντέρν καταδίκασε τη θεωρία του «σοσιαλφασισμού» και την αντικατέστησε το 1935 με τη στρατηγική συμμαχιών με την Κεντροαριστερά, του γνωστού «Λαϊκού Μετώπου». Ο γραμματέας της, Γκεόργκι Δημητρώφ, αφού αναγνώρισε πως «η γερμανική εργατική τάξη θα μπορούσε να είχε αποτρέψει» τη νίκη των ναζί, κατέληξε στα εξής συγκλονιστικά συμπεράσματα: «Μία από τις αδυναμίες του αντιφασιστικού αγώνα των Κομμάτων μας είναι ότι αντιδρούν ανεπαρκώς και πολύ καθυστερημένα στη δημαγωγία του φασισμού [...]. Υπήρξε στις γραμμές μας μία απαράδεκτη υποβάθμιση του φασιστικού κινδύνου».
Τα ιστορικά σφάλματα της Αριστεράς στην αντιμετώπιση του φασισμού θα έπρεπε να είναι γνωστά στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ. Εξάλλου, το Ινστιτούτο ιδεολογικού προβληματισμού του κόμματος φέρει το όνομα ενός πολιτικού φιλοσόφου, του Νίκου Πουλαντζά, που έχει επικρίνει οξύτατα την αριστερίστικη ερμηνεία του φασισμού από την Κομιντέρν. Στο «Φασισμός και δικτατορία» (1970), ο Πουλαντζάς ισχυρίζεται όχι μόνο πως η θεωρία του «σοσιαλφασισμού» ευθύνεται για την καταστροφική υποβάθμιση της φασιστικής απειλής, αλλά θεωρεί ότι αυτή υπήρξε η βασική αιτία για την οποία ο φασισμός ανήλθε στην εξουσία. «Η άνοδος του φασισμού και η εισδοχή του στην εξουσία αντιστοιχούν σε μια εσφαλμένη στρατηγική του Κ.Κ. Ιταλίας στη μία περίπτωση και της Κομιντέρν και του Κ.Κ. Γερμανίας στην άλλη», υπογραμμίζει. Ο Πουλαντζάς επίσης στηλιτεύει τις ιδεολογικές «παρωπίδες» του γραμματέα του Κ.Κ. Γερμανίας, Ερνεστ Τέλμαν, ο οποίος τις παραμονές της ανόδου του Χίτλερ στην εξουσία διεκήρυττε: «Στο παρόν στάδιο της προέλασης του φασισμού, κάθε εξασθένηση του αγώνα μας κατά της σοσιαλδημοκρατίας είναι… μεγάλο σφάλμα».
Εντούτοις, σε πείσμα όλων αυτών, ο ΣΥΡΙΖΑ συνεχίζει να αντιδρά με απίστευτη ελαφρότητα μπροστά στα εφιαλτικά ποσοστά του νεοναζιστικού κόμματος στις δημοσκοπήσεις. Στις 29 Ιουλίου, ένα από τα σοβαρότερα στελέχη του, σε ερώτηση της «Εφ.Συν.» για το πώς πρέπει να περιοριστεί η επιρροή της Χρυσής Αυγής, εξήγησε: «Κρατώ μια μικρή επιφύλαξη για τη δημοσκοπική αποτύπωση της πραγματικότητας. [...] Η Χρυσή Αυγή προκαλεί, αλλά είναι σαφές ότι η ικανότητά της να κινητοποιήσει τις μάζες… είναι μηδαμινή». Ετσι, με τη «μικρή» αυτή επιφύλαξη, το 14% έγινε «μηδέν»!
Ο ΣΥΡΙΖΑ διαθέτει την πιο ελπιδοφόρα πρόταση για την έξοδο της χώρας από τη σημερινή κρίση. Επιπλέον, χιλιάδες μέλη του συγκροτούν σήμερα τα ισχυρότερα δίκτυα αντιφασιστικής αλληλεγγύης στην κοινωνία των πολιτών, παρέχοντας σημαντική προστασία στη δημοκρατία και τους θεσμούς της. Ομως η δράση αυτή, όπως απεδείχθη τον τελευταίο χρόνο, δεν αρκεί για να ανακόψει την άνοδο της Χρυσής Αυγής. Ενδεχομένως κάποιοι να αντιτείνουν ότι η πιθανότητα μιας φασιστικής κυβέρνησης στην Ελλάδα είναι ανύπαρκτη. Ωστόσο, πόσο αδιάφορος μπορεί να είναι ο ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στο ενδεχόμενο μιας δικής του μελλοντικής κυβέρνησης με τη Χρυσή Αυγή στον ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης; Αρκεί να μην ξεχνά κανείς πόσο εύκολα ο ίδιος αναδείχτηκε στον ρόλο αυτό, εξοβελίζοντας το πάλαι ποτέ πανίσχυρο ΠΑΣΟΚ, μόλις προσέγγισε το 17% των ψήφων στις πρώτες εκλογές του 2012.
* Επίκουρος καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Coventry