Γράφει: Θανάσης Γκότοβος
Παρότι στην εποχή μας οι παραγωγοί λόγου που μπορεί να φτάσει πολύ γρήγορα σε πολύ μεγάλα ακροατήρια, και συνεπώς όσοι διανοούνται δημοσίως, είναι πρακτικά άπειροι, ο ρόλος διανοητών μεγάλης εμβέλειας των οποίων ο λόγος έχει αυξημένο κύρος λόγω της ιδιότητας και της ιστορίας τους, δεν έχει ακυρωθεί εντελώς. Ακόμη και αν τα πρόσωπα αυτά -ο Χάμπερμας, ο Κρούγκμαν, ο Στίγκλιτς, ο Γκάλμπρεϊθ, ο Τσόμσκι και πολλοί άλλοι- δεν λένε κάτι πολύ διαφορετικό από αυτά που γράφουν χιλιάδες καθημερινοί άνθρωποι, χρήστες του διαδικτύου στις προσωπικές τους ιστοσελίδες, η γνώμη τους συνεχίζει να έχει αυξημένη βαρύτητα.
Γενική ήταν η άποψη των μετεχόντων στο συνέδριο ότι η κρίση, με όλα τα αρνητικά της, μπορεί να αναδειχθεί και σε μια ευκαιρία για αλλαγές τόσο στο επίπεδο της οργάνωσης της κοινωνίας και της οικονομίας, όσο και στο επίπεδο της συνείδησης και της αυτοσυνείδησης. Η λέξη «μπορεί» σημαίνει εδώ «ενδέχεται», «είναι πιθανόν». Διότι η κρίση ως ευκαιρία αναδιάταξης των πραγμάτων και ως ευκαιρία αναστοχασμού μπορεί, επίσης, να ακυρωθεί. Όπως κινδυνεύει να γίνει μέχρι σήμερα.
Εκτός από τη δυνατότητα εξυπηρέτησης του χρέους της χώρας με νέα δανεικά, ποιοι είναι οι εξορθολογισμοί που έχουν γίνει στην Ελλάδα τέσσερα σχεδόν χρόνια μετά το ξέσπασμα της κρίσης χρέους και που να μπορούν να εμπνέουν εμπιστοσύνη ότι υπάρχει και η θετική πλευρά της κρίσης; Ότι έγινε καταγραφή των δημοσίων υπαλλήλων; Ρηχό επιχείρημα. Ότι διακόπηκαν οι εικονικές συντάξεις σε ανύπαρκτα πρόσωπα; Πολύ λίγο για να θεωρηθεί μεταρρύθμιση, αν έγινε κι αυτό. Ότι φυλακίζονται οφειλέτες του δημοσίου; Παιχνίδι επικοινωνίας που ακυρώνεται αυτομάτως από την τύχη της λεγόμενης «λίστας Λαγκάρντ».
Τέσσερα χρόνια ασφυκτικής πίεσης και αναγκαστικών «μεταρρυθμίσεων» δεν μεταρρύθμισαν σχεδόν τίποτε στις βασικές δομές του ελληνικού κράτους και της κοινωνίας. Οι σπατάλες που γίνονταν συνεχίζουν να γίνονται, τη στιγμή που ιδιωτικοί αλλά και δημόσιοι υπάλληλοι, όλοι χαμηλά αμειβόμενοι, χάνουν το ψωμί τους στο όνομα της εξυγίανσης του Δημοσίου. Πολύ χρήμα συνεχίζει να κυκλοφορεί σε λίγους ωφελημένους από την κρίση που κάνουν μεγάλες περιουσίες κοστολογώντας τις «υπηρεσίες» τους πανάκριβα. Η χώρα που δεν μπορεί να πληρώσει τους υπαλλήλους της στο εσωτερικό είναι η μόνη ευρωπαϊκή χώρα που διατηρεί στο εξωτερικό μεγάλο δίκτυο αμιγών – δηλαδή οιονεί μειονοτικών – Νηπιαγωγείων, Δημοτικών, Γυμνασίων και Λυκείων με τεράστιες δαπάνες σε υποδομές, ενοίκια και εκπαιδευτικό προσωπικό.
Άλλο παράδειγμα: γίνεται, υποτίθεται, εξορθολογισμός στην Ανώτατη Εκπαίδευση, και η χώρα έχει την πολυτέλεια να συντηρεί Παιδαγωγικά Τμήματα χωριστά για Νηπιαγωγούς, χωριστά για Δασκάλους και χωριστά για Εκπαιδευτικούς της Μέσης. Προτάσεις για ενιαία Παιδαγωγική Σχολή υπάρχουν ήδη από τη δεκαετία του ’70. Ουδείς εκ των αρμοδίων προβληματίζεται σοβαρά για το θέμα. Η παιδαγωγική κατάρτιση των φοιτητών που προσανατολίζονται να εργασθούν ως καθηγητές στα σχολεία της Δευτεροβάθμιας, αλλά πλέον και της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης, είναι από λειψή έως ανύπαρκτη. Άρα, για ποια ευκαιρία μιλάμε; Πού και πώς, για ποιον και πότε μπορεί η κρίση να γίνει ευκαιρία για ανάταξη και για αλλαγή νοοτροπιών και πρακτικών;
Η σχέση ανάμεσα στην κρίση και στις ευκαιρίες που αυτή μπορεί να δημιουργήσει δεν είναι μονοσήμαντη. Διότι οι ευκαιρίες είναι διαφορετικές για διαφορετικούς αποδέκτες. Η κατοχή ήταν μια ευκαιρία για αντίσταση και κοινωνική αλλαγή για κάποιους, ενώ για άλλους μια ευκαιρία για δημιουργία πλούτου και για κοινωνική άνοδο. Για πολλούς «νοικοκυραίους» και «προύχοντες» της εποχής ήταν μια ευκαιρία διατήρησης των κεκτημένων μέσω της «Ρεάλπολιτίκ» της συνεργασίας με τις δυνάμεις κατοχής, για άλλους απλώς…ευκαιρία βιολογικής επιβίωσης.
Για πολλούς από τους σημερινούς «προύχοντες» – τις αποτυχημένες ελίτ κατά Σόϊμπλε – η κρίση είναι μια ευκαιρία συντήρησης και επέκτασης προνομίων. Για τα goldenboys μια ευκαιρία παγίωσης της θέσης τους ανάμεσα στους «προύχοντες». Για ορισμένους κομματανθρώπους – το είδος δεν εξέλιπε – φαίνεται σαν ευκαιρία να καταλάβουν μια θέση στο Δημόσιο, τώρα που φεύγουν οι «πλεονάζοντες». Για άλλους, να στελεχώσουν τους κρατικούς οργανισμούς ελέω κομματικών διασυνδέσεων και με βάση τους γνωστούς, αξιοκρατικούς εννοείται, αλγορίθμους. Για κάποιους «λειτουργούς» μέσα στα Πανεπιστήμια, ευκαιρία να πάρουν προαγωγή αντιγράφοντας ξεδιάντροπα και ποντάροντας στην αλληλεγγύη των ΔΝΤ-όπληκτων συναδέλφων και προϊσταμένων τους.
Μέχρι τώρα η κρίση δεν έχει δείξει τη θετική της πλευρά, έστω ως ευκαιρία για απομάκρυνση από το μοντέλο σκέψης και δράσης που έδωσε στη χώρα εκείνες τις πολιτικές και άλλες ηγεσίες οι οποίες την προσέφεραν – κυρίως τη νέα γενιά – βορά στις «αγορές» και εργαλείο για την προώθηση νέων εθνικισμών στην Ευρώπη. Διότι η κρίση δεν είναι μόνον ένα πεδίο ευκαιριών για το εσωτερικό της χώρας, αλλά και για τους εξωτερικούς παράγοντες που έχουν τη δυνατότητα να επιβάλλουν τις «θεραπείες» και τις «σωτηρίες». Αυτές μέχρι τώρα τα πήγαν αρκετά καλά.
Η κρίση μπορεί να μετατραπεί σε ευκαιρία για ανάταξη, όταν οι πολίτες αρχίζουν να σκέφτονται στα σοβαρά ποιος έπαιξε και παίζει ποιο ρόλο στην πρόκλησή της αλλά και στη διαχείρισή της. Όταν υποχωρήσουν οι πρώτες, δικαιολογημένες ως ένα βαθμό, ανορθολογικές και θυμικές αντιδράσεις αγανάκτησης από τον βίαιο και άδικο χαρακτήρα της και δει κανείς ψύχραιμα, αλλά και με όραμα, τις επιλογές που έχει μπροστά του. Και αυτές είναι σε γενικές γραμμές δύο: Ή θα γίνει η χώρα μια κοινωνία κραυγαλέων ανισοτήτων, με μεγάλο πλούτο συγκεντρωμένο σε λίγους «εκλεκτούς» και με αντίστοιχη αυλή τεχνοκρατών και «διανοουμένων» που θα πασχίζουν να δικαιολογήσουν αυτό το μοντέλο ως «φυσικό» αποτέλεσμα της αξιοκρατίας και του ανταγωνισμού, έχοντας δίπλα τους μια μάζα εξαθλιωμένων πολιτών, ή θα πορευτούμε προς μια κοινωνία αλληλεγγύης με στέρεη παραγωγική βάση και λειτουργικό δημόσιο τομέα, ο οποίος εγγυάται σε εκείνους που δεν είναι σε θέση να εξασφαλίσουν με ίδιους πόρους βασικά αγαθά όπως η παιδεία, η υγεία, η ασφάλεια και η δικαιοσύνη.
Το καθεστώς που υπήρχε πριν από την κρίση βασίστηκε σε ένα Δημόσιο χρηματοδοτούμενο από δανειστές που, όπως αποδείχτηκε, έγιναν θηλιά στο λαιμό των Ελλήνων. Κακοποιήθηκε από πολλούς – και πρωτίστως από το κομματικό σύστημα – και άλλαξε χαρακτήρα: αντί να προσφέρει υπηρεσίες στο Δήμο, προσέφερε οφέλη σε ομάδες και δίκτυα που κατάφεραν να το θέσουν «δημοκρατικά» υπό τον έλεγχό τους. Το Δημόσιο που είχαμε έχει χάσει προ πολλού το δημόσιο χαρακτήρα του. Αν η κρίση συνιστά μια ευκαιρία, τότε η ευκαιρία αυτή δεν είναι η απαξίωση και η αποδόμησή του, αλλά η αποκατάσταση του χαρακτήρα του. Όμως, χωρίς πολίτες που είναι διατεθειμένοι να «μπλέξουν» – δηλαδή να υπερασπιστούν ενεργά τα δικαιώματά τους ως μέτοχοι του Δημοσίου – και χωρίς μια Δικαιοσύνη ανεξάρτητη και λειτουργική, αυτό είναι αδύνατον να γίνει.Καιρός να «μπλέξουμε».