Αθελά τους, οι μεγάλοι
αντίπαλοι της Ελλάδας, Ιμπραήμ και Μοχάμετ Αλι, με τους πολέμους
εναντίον των Τούρκων ενίσχυσαν τελικά την ελληνική υπόθεση
Η συνεργασία που υπήρξε μεταξύ του
Τούρκου πρωθυπουργού Ερντογάν με τον ανατραπέντα Αιγύπτιο πρόεδρο Μόρσι
βασιζόταν στην κοινή τους πίστη στις αρχές του ισλάμ, που πρέπει να
καθορίζουν τον τρόπο ζωής μιας μουσουλμανικής χώρας. Αλλά η κοινή
θρησκευτική πίστη δεν αποτελεί εχέγγυο για μια αρμονική σχέση μεταξύ δύο
κρατών.
Κατά ειρωνεία της τύχης, ο απεσταλμένος στην Ελλάδα Αιγύπτιος Ιμπραήμ πασάς, με τη συγκατάθεση του σουλτάνου, όπως και ο πατέρας του, βαλής της Αιγύπτου, Μοχάμετ Αλι, ονειρεύονταν κάποια στιγμή να νικήσουν τους Τούρκους και να καταλάβουν την Κωνσταντινούπολη ώστε να θέσουν την Οθωμανική Αυτοκρατορία υπό την κυριαρχία τους. Και αυτό τελικά θα μπορούσε να λειτουργήσει υπέρ της Νέας Ελλάδας.
Το φθινόπωρο του 1827 στη Ναυμαχία του Ναβαρίνου ο τουρκο-αιγυπτιακός στόλος υπέστη δεινή ήττα από τις ναυτικές δυνάμεις της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας.
Παρ' όλη την ήττα του οθωμανικού στόλου, χερσαίες δυνάμεις των Αιγυπτίων του Ιμπραήμ παρέμεναν στην Πελοπόννησο.
Τον Απρίλιο του 1828 η Ρωσία κήρυξε τον πόλεμο κατά της Υψηλής Πύλης και λίγους μήνες αργότερα γαλλικές στρατιωτικές δυνάμεις έφτασαν στην Πελοπόννησο για να εκδιώξουν τους Αιγυπτίους του Ιμπραήμ, με ρωσική συγκατάθεση. Πράγματι, εντός του 1828 και ο τελευταίος Αιγύπτιος στρατιώτης αποχώρησε από την Ελλάδα.
Ο μεγάλος ασθενής
Οταν οι τρεις «εγγυήτριες» δυνάμεις, Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία, αναγνώρισαν την ανεξαρτησία της Ελλάδας, υπογράφοντας το πρωτόκολλο του Λονδίνου (1830), η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν ήδη ο μεγάλος ασθενής, εξασθενημένη από τον επταετή πόλεμο κατά των Ελλήνων, από την πολεμική αντιπαράθεση κατά των Ρώσων, που είχε καταλήξει σε σοβαρή ήττα του σουλτάνου. Υπήρχαν και σοβαρές εσωτερικές αντιθέσεις. Το σώμα των γενιτσάρων είχε εκκαθαριστεί ολοκληρωτικά, με τη σφαγή των ανδρών του.
Τότε, λίγο μετά το πρωτόκολλο περί ανεξαρτησίας της Ελλάδας, βρήκαν την κατάλληλη ευκαιρία ο Μοχάμετ Αλι και ο Ιμπραήμ να επιτεθούν κατά της Τουρκίας.
Ο Ιμπραήμ είχε ναυπηγήσει καινούργια πλοία μετά τη Ναυμαχία του Ναβαρίνου, και με τη βοήθεια κυρίως Γάλλων αξιωματικών είχε επιχειρήσει πριν ακόμα από την απόβαση στην Ελλάδα να εξευρωπαΐσει το αιγυπτιακό στράτευμα υπό τις διαταγές του.
Από την περίοδο του Ρωσο-τουρκικού Πολέμου (1828-1829), ο Αλι είχε ζητήσει από την Πύλη να του δοθεί το αξίωμα του σερασκέρη (αρχιστράτηγου) της Ρούμελης και στο γιο του, Ιμπραήμ, να προσφερθεί ο τίτλος του σερασκέρη της Ανατολής. Επρόκειτο για μια βαθύτερη πρόθεση της αιγυπτιακής ηγεσίας ν' αναλάβει την πραγματική εξουσία του οθωμανικού κράτους. Ο σουλτάνος αρνήθηκε και ο Μοχάμετ Αλι τήρησε στάση ουδετερότητας στο Ρωσο-τουρκικό Πόλεμο.
Το 1831 οι αιγυπτιακές προθέσεις φάνηκαν πιο καθαρά, καθώς ο Ιμπραήμ με το στρατό του εισέβαλαν στη Συρία. Στο πλευρό του βρισκόταν και ένας ικανός Γάλλος αξιωματικός, που είχε ασπασθεί το ισλάμ και ονομαζόταν πλέον, αντί Ντε Σεβ, Σουλεϊμάν. Το 1832 ο Ιμπραήμ σε δύο αποφασιστικές μάχες με τους Τούρκους νίκησε κατά κράτος. Τον Νοέμβριο κατέλαβε το Ικόνιο και κοντά σε αυτή την πόλη νίκησε τον τουρκικό στρατό, του οποίου ηγείτο ο μέγας βεζίρης Ρεσίτ πασάς, ο επονομαζόμενος και γνωστός στους Ελληνες ως Κιουταχής.
Ο Ιμπραήμ και ο Κιουταχής, που ήταν σύμμαχοι στην Ελλάδα εναντίον των Ελλήνων, τώρα ήταν αντίπαλοι. Ο Ιμπραήμ κατέλαβε στη συνέχεια την Κιουτάχεια. Οι Τούρκοι πανικοβλήθηκαν, καθώς άνοιγε ο δρόμος για την Κωνσταντινούπολη. Ζήτησαν τη βοήθεια των Ρώσων για να υπερασπιστούν την παλιά πρωτεύουσα του Βυζαντίου!
Η συνθήκη ειρήνης μεταξύ Αιγύπτου και Τουρκίας υπογράφτηκε στην Κιουτάχεια. Η Τουρκία παραχώρησε στον αντιβασιλιά της Αιγύπτου τη Συρία και την Κιλικία, όπου υπάγονταν τα Αδανα. Ο Ιμπραήμ, με τη σειρά του, ανέλαβε την υποχρέωση να εκκενώσει τη Μικρά Ασία.
Παράλληλα όμως υπεγράφη μια ρωσο-τουρκική συμφωνία στο Χουνκιάρ Ισκελεσί, στην ασιατική όχθη του Ανω Βοσπόρου. Ρωσικά πλοία και στρατεύματα είχαν ήδη φτάσει στον Βόσπορο. Σύμφωνα με αυτή τη συμφωνία που έμεινε στην Ιστορία (26 Ιουνίου / 8 Ιουλίου 1833), οι Ρώσοι αποκτούσαν δικαιώματα επί των Στενών. Τελικά αυτή η συμφωνία ίσχυσε μόνο πολύ προσωρινά, λόγω των επεμβάσεων και των άλλων μεγάλων δυνάμεων της εποχής.
Ο δεύτερος Τουρκο-αιγυπτιακός Πόλεμος άρχισε το 1839. Οι δύο στρατοί συναντήθηκαν κοντά στον Ευφράτη, μεταξύ Συρίας και Μεσοποταμίας, τον Ιούνιο εκείνης της χρονιάς. Οι Αιγύπτιοι κέρδισαν περιφανή νίκη. Η Τουρκία βρέθηκε σε πλήρη αδυναμία συνέχισης του πολέμου, καθώς ο τουρκικός στόλος με τον αρχηγό του προσχώρησαν στον Μοχάμετ Αλι. Αλλά η Αγγλία, η Αυστρία και η Πρωσία επενέβησαν υπέρ των Τούρκων. Ο αγγλικός στόλος παρενέβη ενεργά και ανάγκασε τον αλβανικής καταγωγής Μοχάμετ Αλι να υπογράψει συνθήκη ειρήνης, και, παρ' όλη τη νίκη του κατά των Τούρκων, υποχρεώθηκε να κρατήσει υπό την ηγεσία του μόνο την Αίγυπτο που θα παρέμενε υπό οθωμανική εποπτεία.
Αθελά τους, οι μεγάλοι αντίπαλοι της Ελλάδας, Ιμπραήμ και Μοχάμετ Αλι, με τους πολέμους εναντίον των Τούρκων ενίσχυσαν τελικά την ελληνική υπόθεση.