ΜΕΧΡΙ ΠΡΙΝ
από 10 ημέρες ο Ταγίπ Ερντογάν εμφανιζόταν παντοδύναμος στην πολιτική
σκηνή της Τουρκίας και κεντρικός παίκτης στην ευρύτερη περιοχή. Την
εντύπωση αυτή, που συμμερίζονταν και κυβερνήσεις σε Δύση και Ανατολή,
την είχε εδραιώσει η επικράτησή του στον ακήρυχτο πόλεμο εναντίον της
κεμαλικής στρατογραφειοκρατίας. Γι’ αυτό και η εξέγερση που ξεκίνησε από
την πλατεία Ταξίμ και επεκτάθηκε γρήγορα στις περισσότερες πόλεις της
Τουρκίας προκάλεσε έκπληξη.
Στην πραγματικότητα, βεβαίως, η εύφλεκτη κοινωνική ύλη είχε ήδη
συσσωρευθεί και -όπως συμβαίνει συχνά στην Ιστορία- μία σχετικά ασήμαντη
αφορμή λειτούργησε σαν πυροκροτητής. Πολύ πριν από την εξέγερση
γράφαμε: «Εάν το 2011 ήταν η κορύφωση της πολιτικής ηγεμονίας των
νεοοθωμανών, το 2012 φαίνεται να είναι το έτος κατά τη διάρκεια του
οποίου άρχισε η αμφισβήτηση αυτής της πολιτικής ηγεμονίας» («Μετά τον
Ερντογάν τι;», σελ. 102).
Η αποδόμηση του μετακεμαλικού καθεστώτος και η σταδιακή αντικατάστασή
του από το νεοοθωμανικό καθεστώς με όρους «πολιτικής λογιστικής»
ενίσχυαν την κυριαρχία του Ερντογάν, αλλά με όρους «πολιτικής άλγεβρας»
την υπονόμευε. Η αίσθηση παντοδυναμίας παρόξυνε τον αυταρχισμό και την
αλαζονεία του και τον ώθησε να εφαρμόσει την ισλαμική ατζέντα του.
Είναι αντίφαση, όμως, να ολοκληρώνεις το άνοιγμα και την ενσωμάτωση της
Τουρκίας στην παγκοσμιοποίηση και ταυτοχρόνως να επιβάλεις ένα, έστω και
ήπιο, μοντέλο ισλαμικού πουριτανισμού. Και μάλιστα στη μερίδα της
τουρκικής κοινωνίας η οποία έχει ιδεολογικά και πρακτικά βιώσει το
κοσμικό κράτος, έστω και σε αυταρχική μορφή.
Στην εξέγερση πρωτοστάτησαν νέοι που προέρχονται από τα δυτικότροπα
αστικά στρώματα. Τα στρώματα αυτά δεν συμπαθούν το πολιτικό Ισλάμ, αλλά
είχαν εκτιμήσει τη θέση του Ερντογάν υπέρ της ένταξης στην Ευρωπαϊκή
Ενωση και τον είχαν υποστηρίξει στα μέτρα εκδημοκρατισμού και στην
προσπάθειά του να αποδομήσει το αυταρχικό μετακεμαλικό καθεστώς.
Οταν, όμως, ο Ερντογάν άρχισε να οικοδομεί το δικό του καθεστώς με
εξίσου πατερναλιστικές δομές, να συμπεριφέρεται σαν σουλτάνος και να
προωθεί την ισλαμική ατζέντα του, τα στρώματα αυτά στράφηκαν εναντίον
του. Απέναντί του είναι και οι διάφορες εκδοχές της Αριστεράς. Εναντίον
του στράφηκε και η μεγάλη κοινότητα των αλεβιτών (πάνω από 25% του
πληθυσμού), η οποία έχει υποφέρει από τη σουνιτική καταπίεση και γι’
αυτό παραδοσιακά υποστηρίζει τον κοσμικό χαρακτήρα του κράτους.
Βλέποντας τον Ερντογάν να εμπλέκεται στο ναρκοπέδιο της Συρίας όχι ως
επιδιαιτητής, αλλά ως έμπρακτος υποστηρικτής των ένοπλων σουνιτών
ανταρτών, οι αλεβίτες θεωρούν ότι η ισλαμική ατζέντα του θα στραφεί
εναντίον τους. Φοβούνται ότι θα τους μετατρέψει σε πολίτες δεύτερης
κατηγορίας. Τους φόβους τους επιβεβαίωσε και η επιλογή του Ερντογάν να
δώσει στην τρίτη γέφυρα του Βοσπόρου το όνομα του σφαγέα των αλεβιτών
σουλτάνου Σελίμ.
Κούρδοι συμμετείχαν στις διαδηλώσεις, αλλά το ΡΚΚ απέφυγε να εμπλακεί
οργανωμένα. Αν το έκανε, η εξέγερση θα προσλάμβανε μεγαλύτερες
διαστάσεις και πολύ πιο δυναμική μορφή. Οι λόγοι που το απέφυγε είναι
τρεις: Πρώτον, για να μην εγείρει εμπόδια στις τρέχουσες
διαπραγματεύσεις για πολιτική λύση του Κουρδικού. Δεύτερον, επειδή δεν
ήθελε να δώσει τη δυνατότητα στην κυβέρνηση να προσδώσει στην εξέγερση
εθνοτικά χαρακτηριστικά. Τρίτον, επειδή θεωρεί χρήσιμη την αποδυνάμωση
του Ερντογάν, αλλά θέλει να αποτρέψει την ενδυνάμωση των κεμαλιστών, οι
οποίοι μπήκαν δυναμικά στο παιχνίδι όταν οι διαδηλώσεις άρχισαν να
προσλαμβάνουν μεγάλες διαστάσεις.
Αυτό που συμβαίνει στην Τουρκία δεν είναι η εξέγερση ενός λαού εναντίον
ενός πολιτικά απομονωμένου κυβερνήτη. Είναι η αντίσταση της δυτικότροπης
αστικής Τουρκίας (μειονότητα στο σύνολο του πληθυσμού) στον αυταρχισμό
και στην ισλαμική ατζέντα του Ερντογάν. Το κυβερνών Κόμμα Δικαιοσύνης
και Ανάπτυξης, όμως, συνεχίζει να εκφράζει τη «βαθιά» Τουρκία, τις
συντηρητικές μάζες της Ανατολίας.
Αν στήνονταν τώρα κάλπες, κατά πάσα πιθανότητα θα τις ξανακέρδιζε, αλλά
με αρκετά μικρότερο ποσοστό. Με άλλα λόγια, έχει βγει στην επιφάνεια το
ρήγμα ανάμεσα στις δύο Τουρκίες. Η εξέγερση, όμως, βγάζει στην επιφάνεια
και άλλα μικρότερα ρήγματα, δημιουργώντας χώρο για την εκδήλωση
επιμέρους εθνοτικών, θρησκευτικών και ιδεολογικών ταυτοτήτων, που από
την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας είχαν επικαλυφθεί.
Αλλαγή συσχετισμών στη νεοοθωμανική παράταξη
ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΕΑΝ τις επόμενες ημέρες η εξέγερση εκτονωθεί, η σφραγίδα της
θα δημιουργήσει επιπτώσεις σε όλα τα επίπεδα. Μπορεί ο Ερντογάν να
εμμένει στην αδιάλλακτη ρητορική του, αλλά είναι σαφές ότι δεν μπορεί
πλέον να κυβερνήσει όπως μέχρι τώρα. Η εικόνα του στην κοινωνία έχει
τραυματισθεί, γεγονός που επιτρέπει στα αντιπολιτευόμενα κόμματα να του
ασκήσουν μεγαλύτερη πίεση.
Σημαντικότερο, ίσως, είναι ότι φαίνεται να αλλάζουν και οι συσχετισμοί
εντός της νεοοθωμανικής παράταξης. Είναι ενδεικτικό ότι τα δύο άλλα
κορυφαία στελέχη του κυβερνώντος κόμματος, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας
Αμπντουλάχ Γκιουλ και ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Μπουλέντ Αρίντς,
αντιμετώπισαν τους εξεγερμένους πολύ διαφορετικά από τον πρωθυπουργό. Η
δημόσια διαφοροποίησή τους δεν αντανακλά μόνο τη δυσφορία πολλών
στελεχών για την ολοένα και πιο αυταρχική και αλαζονική συμπεριφορά του
Ερντογάν. Αντανακλά και τις τριβές που τον τελευταίο χρόνο υπάρχουν
ανάμεσα στον πρωθυπουργό και στην αδελφότητα του Φετουλάχ Γκιουλέν. Η εν
λόγω αδελφότητα δεν είναι ένα τυπικό ισλαμικό τάγμα. Είναι μία οργάνωση
με παρουσία σε δεκάδες χώρες και με τεράστια επιρροή στην Τουρκία.
Εκτός από μεγάλες επιχειρήσεις, ελέγχει ιδιοκτησιακά και σημαντικά ΜΜΕ.
Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι η αδελφότητα Γκιουλέν λειτουργεί σαν
παράλληλο δίκτυο εντός της νεοοθωμανικής παράταξης. Πολλοί ανώτατοι
αξιωματούχοι του κυβερνώντος Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, με
χαρακτηριστικό παράδειγμα τον αντιπρόεδρο Αρίντς, συνδέονται στενά μαζί
της. Δεν είναι περίεργο, λοιπόν, που στελέχη της αδελφότητας κατέχουν
σήμερα θέσεις-κλειδιά σε κρίσιμες κρατικές δομές, όπως η Αστυνομία, οι
μυστικές υπηρεσίες και η Δικαιοσύνη.
Η πολιτική αποδυνάμωση του Ερντογάν εκ των πραγμάτων δυσκολεύει το
σχέδιό του να εκλεγεί Πρόεδρος της Δημοκρατίας, αφού προηγουμένως
μετατρέψει το πολίτευμα σε ένα είδος προεδρικής δημοκρατίας. Είναι
αμφίβολο εάν θα εξασφαλίσει τις αναγκαίες ψήφους στην Εθνοσυνέλευση και,
πολύ περισσότερο, εάν θα εξασφαλίσει τη νίκη σε σχετικό δημοψήφισμα.
Γράφει ο Σταύρος Λυγερός