Το στίγμα των ευρωεκλογών του 2014 θα το δώσουν οι γερμανικές εκλογές
του Σεπτεμβρίου του 2013. Η κυβέρνηση που θα προκύψει απ' αυτές τις
εκλογές και, το βασικότερο, η πολιτική που θα ακολουθηθεί από αυτή τη
κυβέρνηση, θα καθορίσουν σε μεγάλο βαθμό τη σημασία των επερχόμενων
ευρωεκλογών και της ανανέωσης ή όχι της διάθεσης των ευρωπαϊκών λαών για
μια ενωμένη Ευρώπη των λαών και όχι των μονοπωλίων και των τραπεζών.
Όμως, το θέμα είναι και τι γίνεται με την Αριστερά της χώρας που έχει
πληγεί περισσότερο απ' τη κρίση, δηλαδή την ελληνική Αριστερά και πάνω
απ' όλα τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και όχι μόνο.
Η Αριστερά στην Ελλάδα βρίσκεται, θα λέγαμε, μεταξύ "σκύλας" και "χάρυβδης". Από τη μια μεριά, έχει στην ουσία απορρίψει το ευρωπαϊκό όραμα επί τη βάσει μιας καταγγελίας της νεοφιλελεύθερης πολιτικής που ασκήθηκε (και ασκείται) από την ΕΟΚ / Ε.Κ. / Ε.Ε. τουλάχιστον από το 1986 και δώθε, ευαγγελιζόμενη ταυτόχρονα την επιστροφή στο εθνικό νόμισμα. Από την άλλη, δίνει εξ ολοκλήρου τα πρωτεία σε μια γενική και αόριστη "προοδευτική κίνηση προς τα εμπρός", ωσάν η ευρωπαϊκή ενοποίηση να είναι μια ιστορική, ευθύγραμμη και χωρίς καμπές διαδικασία, επικυρώνοντας έτσι ουσιαστικά την πολιτική των Μνημονίων, περιοριζόμενη, στην καλύτερη περίπτωση, σε μια φραστική κριτική τους (περίπτωση ΔΗΜ.ΑΡ.).
Η πρώτη Αριστερά αντλεί απ' τις θεωρίες της "άνισης ανάπτυξης" και τον λενινισμό της Τρίτης Διεθνούς ("Χωρίστε τους λαούς για να τους ενώσετε" - Λένιν). Η δεύτερη Αριστερά αυτοπροσδιορίζεται μέσα στα σοσιαλδημοκρατικά ρεύματα της Δεύτερης Διεθνούς ("Ενώστε τα μονοπώλια για να ενώσετε τους λαούς" - Κάουτσκυ). Έτσι, δυστυχώς, η Αριστερά στην Ελλάδα, αλλά και στην Ευρώπη, δεν φαίνεται να έχει απαλλαγεί από τις αγκυλώσεις του παρελθόντος, αποτυγχάνοντας να καταγράψει τις ιδιαιτερότητες της εποχής που ζούμε και να χτίσει μια στρατηγική με βάση αυτές τις ιδιαιτερότητες.
Ας ξεκινήσουμε απ' τον τόπο μας. Η Ελλάδα ουδέποτε είχε "καπιταλιστική αυτάρκεια" ως κοινωνικός σχηματισμός. Ουδέποτε παρήγαγε μια ισχυρή αστική τάξη ικανή να χτίσει και να αυτοκαθορίσει το κράτος της, όπως έκαναν οι Γιούνκερς στη Γερμανία ή το Πεδεμόντιο στην Ιταλία. Εξαρχής, η Ελλάδα υπήρξε ένα τεχνητό κατασκεύασμα των Μεγάλων Δυνάμεων (Αγγλίας και Γαλλίας), οι οποίες και ήθελαν να μπλοκάρουν τη κάθοδο των Ρώσων και των Αιγυπτίων στην Ανατολική Μεσόγειο. Άρα, οι λόγοι γένεσης και ύπαρξης του ελληνικού κράτους δεν είναι ούτε ενδογενείς ούτε αμιγώς καπιταλιστικού/βιομηχανικού τύπου. Είναι πρώτιστα γεωπολιτικοί. Και έπονται όλα τα άλλα (λαϊκή εξέγερση του 1821, ακμάζον εφοπλιστικό κεφάλαιο, δημοκρατικά συντάγματα, διευρυμένο εκλογικό δικαίωμα, τοπικές εξουσίες).
Η πρωτοκαθεδρία της "γεωπολιτικής" έναντι της "συγκέντρωσης / κεντροποίησης κεφαλαίου" σε εθνική κλίμακα, για να το πούμε έτσι για λόγους κατανόησης, είναι που χαρακτηρίζει τον ελληνικό (και κυπριακό) χώρο από τον 18ο αιώνα μέχρι σήμερα. Δεν εξηγείται αλλιώς η ένταξη της χώρας μας στην ΕΟΚ (1981), και μάλιστα πέντε χρόνια μπροστά από Ισπανία και Πορτογαλία (1986), αν δεν γίνει αντιληπτή η πρωτοκαθεδρία της γεωπολιτικής και της Δυτικής ασφάλειας επί Ψυχρού Πολέμου έναντι της οικονομίας και οικονομικών προταγμάτων.
Στην ουσία, οι Ευρωπαίοι, υπό την πίεση του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ, έμπαζαν μέσα στον ευρωπαϊκό οικονομικό χώρο ένα "παθητικό / προβληματικό" κοινωνικο-οικονομικό σχηματισμό προκειμένου να έχουν μερίσματα και οφέλη -συμπεριλαμβανομένων και οικονομικών ωφελημάτων (π.χ. αυξημένες αμυντικές δαπάνες εκ μέρους της Ελλάδας και της Τουρκίας)- από την "οντολογία" της Ελλάδας, δηλαδή τη θέση της στον χάρτη, σε συνάρτηση με τα ιστορικά ζητήματα ασφάλειας και διεθνούς ανταγωνισμού.
Έτσι, θα διακρίνουμε και την ανικανότητα των ελληνικών αρχουσών τάξεων να αξιοποιήσουν τη γεωπολιτική "υπεραξία" της χώρας σε σχέση με το επίπεδο ανάπτυξης του καπιταλισμού της, για να διαπραγματευτούν μια καλύτερη θέση "κάτω απ' τον ήλιο". Κάθε διαπραγμάτευση (ένταξη στο ΝΑΤΟ, ένταξη στην ΕΟΚ, το Κυπριακό κ.λπ.) γινόταν ως σχέση "αφέντη (Δύση) και δούλου (Ελλάδα)". Έτσι έγινε και η διαπραγμάτευση των Μνημονίων από ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ. Δικαίως, λοιπόν, ο ελληνικός λαός τους καταψήφισε. Πάμε τώρα στην Αριστερά. Εδώ, μας ενδιαφέρει η ευρωπαϊκή της στρατηγική. Έχει η ελληνική Αριστερά, και πάνω απ' όλα ο ΣΥΡΙΖΑ, αριστερή στρατηγική για την Ευρώπη; Τι είδους Ευρώπη πρέπει να σχεδιαστεί;
Στρατηγική σημαίνει να θέτεις ζητήματα μακράς πνοής, δηλαδή ζητήματα εφικτά και κομβικής σημασίας, και, το σημαντικότερο, ζητήματα που να μην εγκαταλείπεις ποτέ έως να εκπληρωθούν. Ένα από αυτά τα ζητήματα είναι κι αυτό της Ευρώπης των λαών. Πώς φτάνεις σ' αυτό τον στόχο με δεδομένη την παντοδυναμία του χρηματιστηριακού κεφαλαίου, του ΝΑΤΟ, των μονοπωλίων και της Γερμανίας;
Στον στόχο αυτό μπορείς να φτάσεις μόνο όταν θέσεις ζήτημα μιας συντακτικής ευρωπαϊκής φάσης, η οποία θα περνά μέσα από μια αργή, αλλά σταθερή διαδικασία διάλυσης των εθνών-κρατών και δημιουργίας ενός υπερεθνικού οργανισμού ρύθμισης των Ευρωπαϊκών κοινωνιών με δημοσιονομικές και ευρύτερες εξουσίες. Αυτό το ζήτημα τίθεται απ' τα κάτω, με βάση τη λαϊκή υποστήριξη και τη νέα κουλτούρα του Ευρωπαίου πολίτη, που πρέπει να δημιουργηθεί ως σύνθεση των εθνικών και εθνοτικών ταυτοτήτων και όχι ως επιβολή της «προτεσταντικής ηθικής» σε όλους τους άλλους πολιτισμούς. Το καλύτερο αντίδοτο για κάθε είδος νεο-ναζισμού και εθνικισμού. Ούτε βαλκανισμός ούτε προτεσταντισμός.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, λοιπόν, κάνει καλά που έχει θέσει ζήτημα συντονισμού των λαϊκών αγώνων στη Νότια Ευρώπη ενάντια στη γερμανική ηγεμονία. Απομένει αυτή η πρωτοβουλία να επενδυθεί προγραμματικά σε στρατηγικό σχέδιο.
Ο μαρξίζων σοσιαλδημοκράτης της Δεύτερης Διεθνούς θα πει: "Η Ευρώπη απέτυχε γιατί δεν υπάρχει ευρωπαϊκό κράτος και το σύστημα κυριαρχείται από τράπεζες, νεο-φιλελεύθερες πολιτικές, γερμανική ηγεμονία κ.λπ.". Ναι, αλλά τι θα συμβεί αν, για παράδειγμα, οι λαοί του ευρωπαϊκού Νότου θέσουν ζήτημα συντακτικής ευρωπαϊκής φάσης, δηλαδή επανίδρυσης της Ευρώπης με την ανατροπή βασικών συνιστωσών της Συνθήκης της Λισσαβώνας (Μεταρρυθμιστική Συνθήκη) και, άρα, μεταξύ άλλων, εκκίνησης της διαδικασίας διάλυσης του γερμανικού κράτους και απορρόφησής του μέσα στο νέο ευρωπαϊκό οικοδόμημα; Ο μαρξίζων της Τρίτης Διεθνούς θα πει: "Η άνιση ανάπτυξη είναι δομικό χαρακτηριστικό του καπιταλισμού και τα καπιταλιστικά κράτη καταργούνται μόνο απ' τη σοσιαλιστική επανάσταση σε εθνικό επίπεδο, ενώ τα σοσιαλιστικά κράτη απονεκρώνονται πάλι σε εθνικό επίπεδο". Ναι, αλλά αυτά που συντελέστηκαν στην Ευρώπη από τη δεκαετία του 1940 μέχρι σήμερα δεν είναι αμελητέα πράγματα. Ο βαθμός ενσωμάτωσης είναι απείρως μεγαλύτερος και πολυπλοκότερος απ' ό,τι ήταν την εποχή του Λένιν, εκτός κι αν θέλουμε να τρέφουμε αυταπάτες.
Οποιαδήποτε κυβέρνηση σήμερα στην Ελλάδα, με οποιοδήποτε νόμισμα, κι όσο κι αν είναι ισχυρό το λαϊκό κίνημα, δεν θα μπορέσει να υπερβεί τους αντικειμενικούς/δομικούς περιορισμούς που θέτει η σύγχρονη διεθνοποίηση του κεφαλαίου σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο, καθώς και ο βαθμός ισχύος του ΝΑΤΟ, και το καλύτερο που θα μπορέσει να κάνει αν δεν υιοθετήσει το εναλλακτικό πλαίσιο που αχνοδιαγράφουμε, είναι μια ευπρεπή σοσιαλδημοκρατία (εκτός εάν καταργηθούν έστω και «προσωρινά» οι εκλογές, κάτι που είναι απευκταίο), η οποία βέβαια και θα είναι καλύτερη απ' τις τρόικες των Μνημονίων που διοικούν τον τόπο μας σήμερα.
Ακόμα και ο Λένιν, όταν ενθρονίστηκε πλέον στην εξουσία μετά το τέλος του λεγόμενου "πολεμικού κομμουνισμού" το 1921, αυτό που έκανε ήταν μια αξιοπρεπής σοσιαλδημοκρατική πολιτική σε επίπεδο οικονομικού προγράμματος. Κι από κει που ξεστόμιζε ύβρεις κατά του Πλεχάνωφ πριν το 1917, μετά αρχίζει να τον εκθειάζει ως τον μεγαλύτερο Ρώσο μαρξιστή. Όπως άρχισε να εκθειάζει και τον ταιηλορισμό ως σύστημα εργασιακών σχέσεων κ.λπ., για να μη μιλήσουμε για τον "φόρο σε είδος" ή τις τεράστιες εκκλήσεις τους προς του Άγγλους καπιταλιστές να επενδύσουν στη Ρωσία μέσα από συνεντεύξεις που έδινε στη "Μάντσεστερ Γκάρντιαν".
Το άλλο ζήτημα που τίθεται σε επίπεδο "υψηλής πολιτικής" αφορά τον τρόπο με τον οποίο η Αριστερά, όταν γίνει εξουσία, θα μπορέσει να αξιοποιήσει δημιουργικά τη γεω-στρατηγική σημασία της χώρας. Η θεωρία και η ιστορική πείρα εδώ διδάσκουν, κυρίως, ότι μια ηγεσία είναι κυρίαρχη του εαυτού της όταν μπορεί να καθορίζει τα αιτήματά της με βάση όχι μόνο τα συμφέροντα που απορρέουν από αυτούς και αυτές που "κυβερνά", αλλά και με βάση τη γεωγραφία και τον "τόπο" όπου ζουν αυτοί και αυτές που "κυβερνά".
Η καλύτερη μέθοδος εδώ είναι η ευέλικτη και πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική και πάνω απ' όλα η πολιτική φιλίας στη βάση αμοιβαίων ωφελειών με όλες τις γειτονικές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Τουρκίας. Η γεωπολιτική "υπεραξία" της Ελλάδας δεν μπορεί να ιδωθεί ξεκομμένα απ' τη θέση της Τουρκίας, διότι αν ιδωθεί κατ' αυτόν τον τρόπο, τότε η Τουρκία αναδεικνύεται σε σαφώς πιο σημαντικό δρώντα. Άρα, το διακύβευμα μιας κυβέρνησης της Αριστεράς είναι να πείσει βασικούς δρώντες του διεθνούς συστήματος ότι η ασφάλεια της Ελλάδας είναι ρητά αλληλένδετη με την ασφάλεια της Τουρκίας και των Βαλκανίων και ότι ουδείς είναι ασφαλής αν δεν υπάρξουν εγγυήσεις ότι ουδενός τα συμφέροντα θα θιγούν, ειδικά στη ζώνη του Αιγαίου και της Κύπρου.
Η Αριστερά θα πρέπει επίσης να είναι ανοιχτή να συζητήσει με την Τουρκία διμερώς το ζήτημα της αποστρατιωτικοποίησης όλης της ζώνης του Αιγαίου (ελληνικά νησιά, Δυτική Τουρκία) και της Κύπρου, με στόχο τη δημιουργία διεθνικών συνεταιριστικών οικονομικών ζωνών στη βάση του αμοιβαίου οφέλους, με σεβασμό και ευλαβική εφαρμογή των κοινωνικών και εργασιακών δικαιωμάτων. Οικονομικές ζώνες που θα προωθούν τη φιλία όλων των λαών -και όχι μόνο Ελλήνων και Τούρκων- και θα κάνουν πράξη το οικολογικό και σοσιαλιστικό όραμα στη Μεσόγειο. Ουδέποτε στην Ιστορία πριν το 1923 υπήρξε σύνορο στο Αιγαίο. Μια αριστερή κυβέρνηση στην Ελλάδα οφείλει να σπάσει αυτό το ταμπού και να συζητήσει ανοιχτά με τον τουρκικό λαό πώς να διωχτεί αυτό το σύνορο σε όφελος των λαών κι όχι των ολιγαρχιών και των ύποπτων χαρακτήρων, που, δήθεν, κόπτονται για την ασφάλεια και την άμυνα της αντίστοιχης χώρας, αλλά κανείς δεν ξέρει το μέγεθος της απάτης και της "μίζας" που κρύβεται σε κάθε "αμυντικό" συμβόλαιο που υπογράφεται. Στο τέλος, βέβαια, ο λογαριασμός πάει στον φορολογούμενο. Να πούμε επίσης ότι αυτή η προοπτική είναι αλληλένδετη με τη στρατηγική της επανίδρυσης της Ευρώπης, όπως περιγράψαμε ανωτέρω.
Συμπερασματικά, η Αριστερά στην Ελλάδα πρέπει να αρχίσει να επεξεργάζεται μια νέα ευρωπαϊκή στρατηγική πριν είναι αργά. Νομίζουμε ότι το αίτημα συσπείρωσης των λαών του ευρωπαϊκού Νότου είναι μια πολύ καλή πρωτοβουλία, αλλά πρέπει να επενδυθεί σε ευρύτερο ευρω-στρατηγικό σχέδιο, στον άξονα που περιγράψαμε. Η Ελλάδα και ο λαός της είναι που έχουν πληγεί και υποφέρουν περισσότερο απ' την κρίση και η "πενία τέχνας κατεργάζεται" και μας ωθεί να σκεφτούμε έξυπνα και δημιουργικά. Επαφίεται στον οραματισμό των Ελλήνων διανοουμένων και της φαντασίας του ηρωικού ελληνικού λαού να χαράξουν νέες πολιτικές, αντάξιες τόσο του ένδοξου αγωνιστικού παρελθόντος τους όσο και των ρεαλιστικών απαιτήσεων της εποχής που ζούμε. Οι μπολσεβίκοι πήραν την εξουσία το 1917 διότι η πολιτική τους πρόταση ήταν ανυπέρβλητη και ηγετική στις τοτινές συνθήκες και πήραν την εξουσία στη Ρωσία, ένα κράτος-αυτοκρατορία. Οι κύριοι που αναμασούν Λένιν σήμερα θα πρέπει να ξέρουν και ποια είναι η Ελλάδα μας σήμερα ώστε να παύσουν να γρονθοκοπούν αέρα πάνω απ' το μπόι τους και εκ του ασφαλούς.
* Οι συγγραφείς είναι ακαδημαϊκοί στο Πανεπιστήμιο του Ανατολικού Λονδίνου (Φούσκας) και στο Πάντειο (Δημουλάς) και το κοινό τους βιβλίο για την ελληνική και ευρωπαϊκή κρίση κυκλοφορεί απ' τον εκδοτικό οίκο Palgrave-Macmillan τον Αύγουστο (Greece, Financialisation and the EU. The Political Economy of Debt and Destruction) με πρόλογο του Ντόναλντ Σασούν.
Η Αριστερά στην Ελλάδα βρίσκεται, θα λέγαμε, μεταξύ "σκύλας" και "χάρυβδης". Από τη μια μεριά, έχει στην ουσία απορρίψει το ευρωπαϊκό όραμα επί τη βάσει μιας καταγγελίας της νεοφιλελεύθερης πολιτικής που ασκήθηκε (και ασκείται) από την ΕΟΚ / Ε.Κ. / Ε.Ε. τουλάχιστον από το 1986 και δώθε, ευαγγελιζόμενη ταυτόχρονα την επιστροφή στο εθνικό νόμισμα. Από την άλλη, δίνει εξ ολοκλήρου τα πρωτεία σε μια γενική και αόριστη "προοδευτική κίνηση προς τα εμπρός", ωσάν η ευρωπαϊκή ενοποίηση να είναι μια ιστορική, ευθύγραμμη και χωρίς καμπές διαδικασία, επικυρώνοντας έτσι ουσιαστικά την πολιτική των Μνημονίων, περιοριζόμενη, στην καλύτερη περίπτωση, σε μια φραστική κριτική τους (περίπτωση ΔΗΜ.ΑΡ.).
Η πρώτη Αριστερά αντλεί απ' τις θεωρίες της "άνισης ανάπτυξης" και τον λενινισμό της Τρίτης Διεθνούς ("Χωρίστε τους λαούς για να τους ενώσετε" - Λένιν). Η δεύτερη Αριστερά αυτοπροσδιορίζεται μέσα στα σοσιαλδημοκρατικά ρεύματα της Δεύτερης Διεθνούς ("Ενώστε τα μονοπώλια για να ενώσετε τους λαούς" - Κάουτσκυ). Έτσι, δυστυχώς, η Αριστερά στην Ελλάδα, αλλά και στην Ευρώπη, δεν φαίνεται να έχει απαλλαγεί από τις αγκυλώσεις του παρελθόντος, αποτυγχάνοντας να καταγράψει τις ιδιαιτερότητες της εποχής που ζούμε και να χτίσει μια στρατηγική με βάση αυτές τις ιδιαιτερότητες.
Ας ξεκινήσουμε απ' τον τόπο μας. Η Ελλάδα ουδέποτε είχε "καπιταλιστική αυτάρκεια" ως κοινωνικός σχηματισμός. Ουδέποτε παρήγαγε μια ισχυρή αστική τάξη ικανή να χτίσει και να αυτοκαθορίσει το κράτος της, όπως έκαναν οι Γιούνκερς στη Γερμανία ή το Πεδεμόντιο στην Ιταλία. Εξαρχής, η Ελλάδα υπήρξε ένα τεχνητό κατασκεύασμα των Μεγάλων Δυνάμεων (Αγγλίας και Γαλλίας), οι οποίες και ήθελαν να μπλοκάρουν τη κάθοδο των Ρώσων και των Αιγυπτίων στην Ανατολική Μεσόγειο. Άρα, οι λόγοι γένεσης και ύπαρξης του ελληνικού κράτους δεν είναι ούτε ενδογενείς ούτε αμιγώς καπιταλιστικού/βιομηχανικού τύπου. Είναι πρώτιστα γεωπολιτικοί. Και έπονται όλα τα άλλα (λαϊκή εξέγερση του 1821, ακμάζον εφοπλιστικό κεφάλαιο, δημοκρατικά συντάγματα, διευρυμένο εκλογικό δικαίωμα, τοπικές εξουσίες).
Η πρωτοκαθεδρία της "γεωπολιτικής" έναντι της "συγκέντρωσης / κεντροποίησης κεφαλαίου" σε εθνική κλίμακα, για να το πούμε έτσι για λόγους κατανόησης, είναι που χαρακτηρίζει τον ελληνικό (και κυπριακό) χώρο από τον 18ο αιώνα μέχρι σήμερα. Δεν εξηγείται αλλιώς η ένταξη της χώρας μας στην ΕΟΚ (1981), και μάλιστα πέντε χρόνια μπροστά από Ισπανία και Πορτογαλία (1986), αν δεν γίνει αντιληπτή η πρωτοκαθεδρία της γεωπολιτικής και της Δυτικής ασφάλειας επί Ψυχρού Πολέμου έναντι της οικονομίας και οικονομικών προταγμάτων.
Στην ουσία, οι Ευρωπαίοι, υπό την πίεση του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ, έμπαζαν μέσα στον ευρωπαϊκό οικονομικό χώρο ένα "παθητικό / προβληματικό" κοινωνικο-οικονομικό σχηματισμό προκειμένου να έχουν μερίσματα και οφέλη -συμπεριλαμβανομένων και οικονομικών ωφελημάτων (π.χ. αυξημένες αμυντικές δαπάνες εκ μέρους της Ελλάδας και της Τουρκίας)- από την "οντολογία" της Ελλάδας, δηλαδή τη θέση της στον χάρτη, σε συνάρτηση με τα ιστορικά ζητήματα ασφάλειας και διεθνούς ανταγωνισμού.
Έτσι, θα διακρίνουμε και την ανικανότητα των ελληνικών αρχουσών τάξεων να αξιοποιήσουν τη γεωπολιτική "υπεραξία" της χώρας σε σχέση με το επίπεδο ανάπτυξης του καπιταλισμού της, για να διαπραγματευτούν μια καλύτερη θέση "κάτω απ' τον ήλιο". Κάθε διαπραγμάτευση (ένταξη στο ΝΑΤΟ, ένταξη στην ΕΟΚ, το Κυπριακό κ.λπ.) γινόταν ως σχέση "αφέντη (Δύση) και δούλου (Ελλάδα)". Έτσι έγινε και η διαπραγμάτευση των Μνημονίων από ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ. Δικαίως, λοιπόν, ο ελληνικός λαός τους καταψήφισε. Πάμε τώρα στην Αριστερά. Εδώ, μας ενδιαφέρει η ευρωπαϊκή της στρατηγική. Έχει η ελληνική Αριστερά, και πάνω απ' όλα ο ΣΥΡΙΖΑ, αριστερή στρατηγική για την Ευρώπη; Τι είδους Ευρώπη πρέπει να σχεδιαστεί;
Στρατηγική σημαίνει να θέτεις ζητήματα μακράς πνοής, δηλαδή ζητήματα εφικτά και κομβικής σημασίας, και, το σημαντικότερο, ζητήματα που να μην εγκαταλείπεις ποτέ έως να εκπληρωθούν. Ένα από αυτά τα ζητήματα είναι κι αυτό της Ευρώπης των λαών. Πώς φτάνεις σ' αυτό τον στόχο με δεδομένη την παντοδυναμία του χρηματιστηριακού κεφαλαίου, του ΝΑΤΟ, των μονοπωλίων και της Γερμανίας;
Στον στόχο αυτό μπορείς να φτάσεις μόνο όταν θέσεις ζήτημα μιας συντακτικής ευρωπαϊκής φάσης, η οποία θα περνά μέσα από μια αργή, αλλά σταθερή διαδικασία διάλυσης των εθνών-κρατών και δημιουργίας ενός υπερεθνικού οργανισμού ρύθμισης των Ευρωπαϊκών κοινωνιών με δημοσιονομικές και ευρύτερες εξουσίες. Αυτό το ζήτημα τίθεται απ' τα κάτω, με βάση τη λαϊκή υποστήριξη και τη νέα κουλτούρα του Ευρωπαίου πολίτη, που πρέπει να δημιουργηθεί ως σύνθεση των εθνικών και εθνοτικών ταυτοτήτων και όχι ως επιβολή της «προτεσταντικής ηθικής» σε όλους τους άλλους πολιτισμούς. Το καλύτερο αντίδοτο για κάθε είδος νεο-ναζισμού και εθνικισμού. Ούτε βαλκανισμός ούτε προτεσταντισμός.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, λοιπόν, κάνει καλά που έχει θέσει ζήτημα συντονισμού των λαϊκών αγώνων στη Νότια Ευρώπη ενάντια στη γερμανική ηγεμονία. Απομένει αυτή η πρωτοβουλία να επενδυθεί προγραμματικά σε στρατηγικό σχέδιο.
Ο μαρξίζων σοσιαλδημοκράτης της Δεύτερης Διεθνούς θα πει: "Η Ευρώπη απέτυχε γιατί δεν υπάρχει ευρωπαϊκό κράτος και το σύστημα κυριαρχείται από τράπεζες, νεο-φιλελεύθερες πολιτικές, γερμανική ηγεμονία κ.λπ.". Ναι, αλλά τι θα συμβεί αν, για παράδειγμα, οι λαοί του ευρωπαϊκού Νότου θέσουν ζήτημα συντακτικής ευρωπαϊκής φάσης, δηλαδή επανίδρυσης της Ευρώπης με την ανατροπή βασικών συνιστωσών της Συνθήκης της Λισσαβώνας (Μεταρρυθμιστική Συνθήκη) και, άρα, μεταξύ άλλων, εκκίνησης της διαδικασίας διάλυσης του γερμανικού κράτους και απορρόφησής του μέσα στο νέο ευρωπαϊκό οικοδόμημα; Ο μαρξίζων της Τρίτης Διεθνούς θα πει: "Η άνιση ανάπτυξη είναι δομικό χαρακτηριστικό του καπιταλισμού και τα καπιταλιστικά κράτη καταργούνται μόνο απ' τη σοσιαλιστική επανάσταση σε εθνικό επίπεδο, ενώ τα σοσιαλιστικά κράτη απονεκρώνονται πάλι σε εθνικό επίπεδο". Ναι, αλλά αυτά που συντελέστηκαν στην Ευρώπη από τη δεκαετία του 1940 μέχρι σήμερα δεν είναι αμελητέα πράγματα. Ο βαθμός ενσωμάτωσης είναι απείρως μεγαλύτερος και πολυπλοκότερος απ' ό,τι ήταν την εποχή του Λένιν, εκτός κι αν θέλουμε να τρέφουμε αυταπάτες.
Οποιαδήποτε κυβέρνηση σήμερα στην Ελλάδα, με οποιοδήποτε νόμισμα, κι όσο κι αν είναι ισχυρό το λαϊκό κίνημα, δεν θα μπορέσει να υπερβεί τους αντικειμενικούς/δομικούς περιορισμούς που θέτει η σύγχρονη διεθνοποίηση του κεφαλαίου σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο, καθώς και ο βαθμός ισχύος του ΝΑΤΟ, και το καλύτερο που θα μπορέσει να κάνει αν δεν υιοθετήσει το εναλλακτικό πλαίσιο που αχνοδιαγράφουμε, είναι μια ευπρεπή σοσιαλδημοκρατία (εκτός εάν καταργηθούν έστω και «προσωρινά» οι εκλογές, κάτι που είναι απευκταίο), η οποία βέβαια και θα είναι καλύτερη απ' τις τρόικες των Μνημονίων που διοικούν τον τόπο μας σήμερα.
Ακόμα και ο Λένιν, όταν ενθρονίστηκε πλέον στην εξουσία μετά το τέλος του λεγόμενου "πολεμικού κομμουνισμού" το 1921, αυτό που έκανε ήταν μια αξιοπρεπής σοσιαλδημοκρατική πολιτική σε επίπεδο οικονομικού προγράμματος. Κι από κει που ξεστόμιζε ύβρεις κατά του Πλεχάνωφ πριν το 1917, μετά αρχίζει να τον εκθειάζει ως τον μεγαλύτερο Ρώσο μαρξιστή. Όπως άρχισε να εκθειάζει και τον ταιηλορισμό ως σύστημα εργασιακών σχέσεων κ.λπ., για να μη μιλήσουμε για τον "φόρο σε είδος" ή τις τεράστιες εκκλήσεις τους προς του Άγγλους καπιταλιστές να επενδύσουν στη Ρωσία μέσα από συνεντεύξεις που έδινε στη "Μάντσεστερ Γκάρντιαν".
Το άλλο ζήτημα που τίθεται σε επίπεδο "υψηλής πολιτικής" αφορά τον τρόπο με τον οποίο η Αριστερά, όταν γίνει εξουσία, θα μπορέσει να αξιοποιήσει δημιουργικά τη γεω-στρατηγική σημασία της χώρας. Η θεωρία και η ιστορική πείρα εδώ διδάσκουν, κυρίως, ότι μια ηγεσία είναι κυρίαρχη του εαυτού της όταν μπορεί να καθορίζει τα αιτήματά της με βάση όχι μόνο τα συμφέροντα που απορρέουν από αυτούς και αυτές που "κυβερνά", αλλά και με βάση τη γεωγραφία και τον "τόπο" όπου ζουν αυτοί και αυτές που "κυβερνά".
Η καλύτερη μέθοδος εδώ είναι η ευέλικτη και πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική και πάνω απ' όλα η πολιτική φιλίας στη βάση αμοιβαίων ωφελειών με όλες τις γειτονικές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Τουρκίας. Η γεωπολιτική "υπεραξία" της Ελλάδας δεν μπορεί να ιδωθεί ξεκομμένα απ' τη θέση της Τουρκίας, διότι αν ιδωθεί κατ' αυτόν τον τρόπο, τότε η Τουρκία αναδεικνύεται σε σαφώς πιο σημαντικό δρώντα. Άρα, το διακύβευμα μιας κυβέρνησης της Αριστεράς είναι να πείσει βασικούς δρώντες του διεθνούς συστήματος ότι η ασφάλεια της Ελλάδας είναι ρητά αλληλένδετη με την ασφάλεια της Τουρκίας και των Βαλκανίων και ότι ουδείς είναι ασφαλής αν δεν υπάρξουν εγγυήσεις ότι ουδενός τα συμφέροντα θα θιγούν, ειδικά στη ζώνη του Αιγαίου και της Κύπρου.
Η Αριστερά θα πρέπει επίσης να είναι ανοιχτή να συζητήσει με την Τουρκία διμερώς το ζήτημα της αποστρατιωτικοποίησης όλης της ζώνης του Αιγαίου (ελληνικά νησιά, Δυτική Τουρκία) και της Κύπρου, με στόχο τη δημιουργία διεθνικών συνεταιριστικών οικονομικών ζωνών στη βάση του αμοιβαίου οφέλους, με σεβασμό και ευλαβική εφαρμογή των κοινωνικών και εργασιακών δικαιωμάτων. Οικονομικές ζώνες που θα προωθούν τη φιλία όλων των λαών -και όχι μόνο Ελλήνων και Τούρκων- και θα κάνουν πράξη το οικολογικό και σοσιαλιστικό όραμα στη Μεσόγειο. Ουδέποτε στην Ιστορία πριν το 1923 υπήρξε σύνορο στο Αιγαίο. Μια αριστερή κυβέρνηση στην Ελλάδα οφείλει να σπάσει αυτό το ταμπού και να συζητήσει ανοιχτά με τον τουρκικό λαό πώς να διωχτεί αυτό το σύνορο σε όφελος των λαών κι όχι των ολιγαρχιών και των ύποπτων χαρακτήρων, που, δήθεν, κόπτονται για την ασφάλεια και την άμυνα της αντίστοιχης χώρας, αλλά κανείς δεν ξέρει το μέγεθος της απάτης και της "μίζας" που κρύβεται σε κάθε "αμυντικό" συμβόλαιο που υπογράφεται. Στο τέλος, βέβαια, ο λογαριασμός πάει στον φορολογούμενο. Να πούμε επίσης ότι αυτή η προοπτική είναι αλληλένδετη με τη στρατηγική της επανίδρυσης της Ευρώπης, όπως περιγράψαμε ανωτέρω.
Συμπερασματικά, η Αριστερά στην Ελλάδα πρέπει να αρχίσει να επεξεργάζεται μια νέα ευρωπαϊκή στρατηγική πριν είναι αργά. Νομίζουμε ότι το αίτημα συσπείρωσης των λαών του ευρωπαϊκού Νότου είναι μια πολύ καλή πρωτοβουλία, αλλά πρέπει να επενδυθεί σε ευρύτερο ευρω-στρατηγικό σχέδιο, στον άξονα που περιγράψαμε. Η Ελλάδα και ο λαός της είναι που έχουν πληγεί και υποφέρουν περισσότερο απ' την κρίση και η "πενία τέχνας κατεργάζεται" και μας ωθεί να σκεφτούμε έξυπνα και δημιουργικά. Επαφίεται στον οραματισμό των Ελλήνων διανοουμένων και της φαντασίας του ηρωικού ελληνικού λαού να χαράξουν νέες πολιτικές, αντάξιες τόσο του ένδοξου αγωνιστικού παρελθόντος τους όσο και των ρεαλιστικών απαιτήσεων της εποχής που ζούμε. Οι μπολσεβίκοι πήραν την εξουσία το 1917 διότι η πολιτική τους πρόταση ήταν ανυπέρβλητη και ηγετική στις τοτινές συνθήκες και πήραν την εξουσία στη Ρωσία, ένα κράτος-αυτοκρατορία. Οι κύριοι που αναμασούν Λένιν σήμερα θα πρέπει να ξέρουν και ποια είναι η Ελλάδα μας σήμερα ώστε να παύσουν να γρονθοκοπούν αέρα πάνω απ' το μπόι τους και εκ του ασφαλούς.
* Οι συγγραφείς είναι ακαδημαϊκοί στο Πανεπιστήμιο του Ανατολικού Λονδίνου (Φούσκας) και στο Πάντειο (Δημουλάς) και το κοινό τους βιβλίο για την ελληνική και ευρωπαϊκή κρίση κυκλοφορεί απ' τον εκδοτικό οίκο Palgrave-Macmillan τον Αύγουστο (Greece, Financialisation and the EU. The Political Economy of Debt and Destruction) με πρόλογο του Ντόναλντ Σασούν.