Σπύρος Λίτσας.Μπορεί σε τούτα εδώ τα μάρμαρα κακιά σκουριά να μην πιάνει, αλλά τα
μάρμαρα φθείρονται από το εθνικό σαράκι της πόλωσης, της διαίρεσης, της
μισαλλοδοξίας και του φανατισμού. Τι είναι η Ελλάδα; Μια αναστοχαστική
αντίφαση. Μια σκηνή από καλοκαίρι. Ελιά, βάρκα, αμπέλι, η πλατεία με την
εκκλησία και τον πλάτανο, ένα παιδί που ξυπόλυτο τρέχει στο χώμα. Μια
σκηνή από έναν αδυσώπητο χειμώνα. Στέρφα γη, ένα καφενείο στη μέση του
πουθενά με μια ξεχαρβαλωμένη ξυλόσομπα, σκαμμένα πρόσωπα που δεν βρήκαν
ποτέ αφορμή για να χαμογελάσουν και χέρια που δεν έπαψαν ποτέ να
γίνονται γροθιά εναντίον του διπλανού, του γείτονα.
Γράφει ο Καζαντζάκης εξιστορώντας την ιστορία αυτού του τόπου στις
«Αδερφοφάδες»: «Σπάνια, και στα καλά τα χρόνια ακόμα, ακούγονταν στο
χωριό ετούτο γέλιο, ενάντια στη φύση τους φάνταζε, ξετσιπωσιά μεγάλη, οι
γέροι στρέφονταν, μάζευαν τα φρύδια, και το γέλιο κόβονταν. Κι όταν
έφταναν οι τρανές γιορτάδες, τα Χριστούγεννα, οι Απόκριες, η Λαμπρή, κι
έτρωγαν οι κακόμοιροι οι άνθρωποι λίγο πιο πολύ, έπιναν λίγο πιο πολύ
και σήκωναν τον άχαρο λαιμό να τραγουδήσουν, τι μοιρολόι ήταν εκείνο,
μονόκορδο, σπαραχτικό, που το 'παιρνε το ένα στόμα και το περνούσε στο
άλλο και το τερέριζε θρηνητικά και δεν είχε τελειωμό! Τι παμπάλαιες
τρομάρες και σφαγές και σκλαβιές και πείνα αιώνια! Περισσότερο κι από το
κλάμα, το τραγούδι τους ξεσκέπαζε την αγιάτρευτη δοκιμασία της ζωής
τους, τις χιλιάδες τα χρόνια που πέρασαν από πάνω τους, όλο πείνα και
βούρδουλα και θάνατο, μα αυτοί, σαν τα γκρεμόχορτα, είχαν αγκριφωθεί από
τις απάνθρωπες ετούτες γκρίζες πέτρες και πια δεν ξεκολνούσαν όσο να
στέκεται ο κόσμος...
Πόλεμος ακατάπαυτος με το Θεό, με τους αγέρηδες, με
το χιόνι, με το θάνατο είναι η ζωή τους·γι' αυτό, όταν πλάκωσε ο
αδερφοσκοτωμός, δεν ξαφνιάστηκαν οι Καστελιανοί, δεν τρόμαξαν, δεν
άλλαξαν συνήθειες· μονάχα ό,τι ως τότε κουφόβραζε μέσα τους, βουβό κι
αφανέρωτο, ξεσπούσε τώρα κι αυθαδίαζε λεύτερο·τινάχτηκε από τα στήθια
τους, αχαλίνωτη η αρχέγονη λαχτάρα του ανθρώπου να σκοτώσει. Καθένας
είχε κι ένα γείτονα ή κι ένα φίλο ακόμα ή κι αδερφό, που τον μισούσε,
χρόνια, χωρίς αφορμή, κάποτε χωρίς κι ο ίδιος να το ξέρει, στέρνιαζε
χρόνια το μίσος και δεν έβρισκε κανάλι να βγει και τώρα, να, ξαφνικά
τους μοίραζαν τουφέκια και χειροβομβίδες, ανέμιζαν απάνω από τα κεφάλια
τους τρισεύγενες σημαίες, τους ξόρκιζαν οι παπάδες, οι γαλονάδες, οι
γαζετατζήδες, να σκοτώσουν το γείτονα και το φίλο και τον αδερφό, έτσι
μονάχα, τους φώναζαν, η πίστη κι η πατρίδα θα σωθούν. Ο φόνος, η
παμπάλαιη ανάγκη του ανθρώπου, έπαιρνε ένα υψηλό μυστικό νόημα, κι
άρχισε το αδερφοκυνηγητό».
Ετσι και τώρα, στις στιγμές αυτές που για άλλη μία φορά ο τόπος
κινδυνεύει να παραδοθεί στη λήθη των καιρών, δεν χάνουμε την ευκαιρία να
χωριστούμε σε στρατόπεδα. Να σηκώσουμε τις γροθιές οι μεν στους δε και
να στήσουμε αυτί ακούγοντας το ορμέμφυτο κάλεσμα προς την
αλληλοκαταστροφή. Αυτό που μια ζωή εμπρός στις κρίσιμες στιγμές μάς
οδηγούσε πάντα προς λάθος δρόμο, για να προσφέρουμε το κώνειο στον
Σωκράτη, να κλείσουμε τον Κολοκοτρώνη και τον Νικηταρά στη φυλακή, να
αναθεματίσουμε τον Βενιζέλο την ώρα που «τα πάντα» διεξάγονταν στη Μικρά
Ασία, να πάμε στον καταστροφικό εμφύλιο μόλις καταφέραμε να πετάξουμε
τον ναζιστικό ζυγό από πάνω μας. Ετσι και τώρα. Μια κοινωνία που είναι
έτοιμη να πολωθεί ξανά βαθιά, να ξεθάψει τον ιστορικό υποκειμενισμό της
και να τραφεί με το μίσος ενάντια στον γείτονα, στον φίλο, στον αδελφό.
Ενότητα χρειαζόμαστε. Για να μπορέσουμε να παράξουμε συνθήκες
κοινωνικής ανάτασης, για να δομήσουμε έναν ανοικτό κοινωνικό διάλογο για
τις απαραίτητες κινήσεις εκσυγχρονισμού της Ελλάδας σε πολιτικό και
οικονομικό επίπεδο. Για να ξεφύγουμε από το τέλμα, χρειαζόμαστε ενότητα
και όχι πόλωση. Γιατί είτε όλοι μαζί θα βγούμε από την έρημο ή όλοι θα
βολοδέρνουμε γύρω από τα συγκαιρινά αδιέξοδα, δίχως ποτέ να βρούμε την
ευκαιρία να δούμε την άλλη πλευρά...