Είναι εξαιρετικά δύσκολο να εξηγήσεις με όρους επιστημονικούς τι ήταν η Μάχη της Κρήτης. Πώς να παρουσιάσεις μια ολική σύγκρουση για το νησί αυτό, που αντιπροσωπεύει διαχρονικά την έννοια του απροσκύνητου.
Η μάχη της Κρήτης είναι το πρώτο και το πολυτιμότερο μάθημα για το χρέος απέναντι την πατρίδα που έλαβα από τον παππού μου, τον Εμμ. Μ. Σιγιολτζάκη, έναν από τους πολλούς Κρητικούς που δεν δέχθηκαν να παραδώσουν το είναι τους «ατουφέκιστα» στον εισβολέα. Πέρα από τα πολυσύνθετα νοήματα και τους στρατηγικούς όρους εμπλοκής που πολλές φορές ίσως υπερβαίνουν την απλότητα και την αμεσότητα των ίδιων των πρωταγωνιστών, η Μάχη της Κρήτης δεν ήταν άλλο παρά η ανάγκη του καθενός, γυναίκας, άνδρα, παιδιού, και των συμμαχικών στρατευμάτων που βρισκόταν εκεί, Βρετανών, Αυστραλών και Νεοζηλανδών, να κερδίσει την αύρα της ιστορικής λάμψης. Να κατοχυρώσει την ευκαιρία να ξεφύγει έστω και μια στιγμή από την ανωνυμία της ανθρώπινης αδυναμίας και να εξισωθεί με το υπερβατικό.
Μια εσωτερική μάχη ήταν πρωτίστως η Μάχη της Κρήτης απέναντι στον φόβο και στην ανάγκη για επιβίωση του καθενός. Μια πάλη απέναντι στους ψιθύρους και στις οδηγίες των «φρονίμων» ότι οι εισβολείς είναι πολλοί και ότι δεν υπάρχει η δυνατότητα ουσιαστικής αντίστασης.
Αυτή ήταν η Μάχη της Κρήτης. Ενας πόλεμος που τον έδωσαν έφηβοι και γέροι απέναντι σε αλαζόνες ηττημένους ακόμα πριν το αλεξίπτωτό τους ανοίξει. Μια ενστικτώδης συνάθροιση αρίστων που άκουσαν το κέλευσμα της τιμής των προγόνων τους, αυτών που σήκωσαν πρώτοι τα λάβαρα του «Ελευθερία ή Θάνατος» και μετά της Ενωσης, κάνοντας το κορμί τους κοντάρι για να συνεχίζει να κυματίζει η γαλανόλευκη.
Τι είναι αυτό που οδηγεί τον άνθρωπο και γίνεται θεριό, όταν νιώθει ότι κάποιος άλλος επιδιώκει να περιορίσει την ελευθερία του; Τι είναι αυτό που δίνει την ώθηση στον άνθρωπο να υπερβεί το θνητό του πεπερασμένο και να αναζητά την αθανασία των καιρών μέσα από τη μνήμη των άλλων; Πού πήγαν όλες οι οδηγίες των σαν έτοιμων από καιρό να δώσουν γην και ύδωρ στον κατακτητή, την ώρα που ο Κρητικός έφηβος ξέθαβε το γκρα που είχε ο πατέρας του ή ο παππούς του από την Επανάσταση στο Θέρισο ή στο Ακρωτήρι και έφευγε για να υπερασπίσει το συλλογικό του πεπρωμένο; Βαθιά μέσα τους ήξεραν ότι ήταν δύσκολο να επιβιώσουν της μεγαλύτερης από αέρος επίθεσης που έχει ποτέ εκδηλωθεί στην ανθρώπινη Ιστορία. Ενιωθαν όμως ότι η Ιστορία περιφρονεί στην αιωνιότητα αυτούς που έζησαν ως θνητοί, όταν τους δόθηκε η ευκαιρία να γίνουν αθάνατοι.
Είναι δύσκολο να εξηγήσεις σε κάποιον γιατί η Κρήτη κατοικείται από χιλιάδες Καζαντζάκηδες, έστω κι αν πολλοί από αυτούς δεν έχουν διαβάσει ποτέ έστω και μια γραμμή από το έργο του. Συζητώντας πριν από κάποιες ημέρες με τον καλό φίλο, συνάδελφο και συμπατριώτη, εκλεγέντα καθηγητή Πολιτικής Θεωρίας στο τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας Γεώργιο Σκούλα, μοιράστηκα τη σκέψη αυτή. Μου απάντησε με την ακόλουθη ιστορία. Σε ένα καφενείο στα Ανώγεια εμφανίζεται ένας ηλικιωμένος για να πιει τον καφέ του. «Παππού», τον ρωτά η παρέα, «γιατί πολέμησες τους Γερμανούς στη Μάχη της Κρήτης;» «Γιατί τα Στούκας τους μου έκρυβαν τον ήλιο» απάντησε αυτός... Αυτή ήταν η Μάχη της Κρήτης!
Σπύρος Ν. Λίτσας