Γράφει ο Γιώργος Καπόπουλος
kapopoulos@pegasus.gr
Η προεδρική κυβέρνηση Λέτα στην Ιταλία που συγκροτεί ο Ναπολιτάνο
διασφαλίζει μια ολιγόμηνη παράταση στη γραμμή Μόντι. Ετσι με υψηλό
εσωτερικό κόστος, τη συνθλιβή και θρυμματισμό της Κεντροαριστεράς και
την ανάδειξη του δίπολου Μπερλουσκόνι Γκρίγιο, η Μέρκελ απαλλάσσεται από
την απειλή μιας παρατεταμένης ακυβερνησίας στην Ιταλία. Με δεδομένο το
βραχυκύκλωμα του Ολάντ στη Γαλλία - που το ανάδειξαν χθες τόσο η
εφημερίδα Μοντ σε δισέλιδο αφιέρωμα όσο και το πρακτορείο Reuters σε
ανάλυσή του- - και την ακινησία σε βαθμό σήψης του Ραχόι στη Μαδρίτη,
όλα δείχνουν ότι δεν θα υπάρξει δυσάρεστη έκπληξη για την καγκελάριο
μέχρι τις εκλογές του Σεπτεμβρίου.
Μπροστά στην τρίτη θητεία της
στην Καγκελαρία η Μέρκελ βρίσκεται μακράν του να ανησυχεί για την
πολιτική επιβίωση των Φιλελευθέρων ή ακόμη και για το ενδεχόμενο εισόδου
στην Ομοσπονδιακή Βουλή της «Εναλλακτικής για τη Γερμανία» που ζητά
επιστροφή στο μάρκο, έχει την ηρεμία μιας νύφης που την διεκδικούν
πολλοί μνηστήρες:
Πρώτος και καλύτερος ο υποψήφιος καγκελάριος
των Σοσιαλδημοκρατών Στάινμπρουκ με το κόμμα του συρρικνωμένο στο 22%,
που δεν προσδοκά κάτι καλύτερο από την επιστροφή στη θέση του υπουργού
Οικονομικών που κατείχε στην πρώτη κυβέρνηση Μέρκελ την περίοδο
2005-2009. Τον νέο Μεγάλο Συνασπισμό υπέδειξε και σαν καλύτερη λύση για
το κόμμα του άλλωστε και ο πρώην καγκελάριος Σρέντερ όταν πριν από
μερικές βδομάδες έπλεξε το εγκώμιο της Μέρκελ.
Δεύτεροι οι
Πράσινοι, η πλειοψηφία της εκλογικής βάσης των οποίων σύμφωνα με χθεσινή
δημοσκόπηση τάσσεται υπέρ της συνεργασίας σε ομοσπονδιακό επίπεδο με
τους Χριστιανοδημοκράτες. Από ό,τι φαίνεται ο τακτικός ελιγμός της
Μέρκελ που πριν από τρία χρόνια δεσμεύθηκε τη σταδιακή εγκατάλειψη της
πυρηνικής ενέργειας αποδίδει έστω και καθυστερημένα καρπούς.
Τα
παραπάνω έχουν βαρύνουσα σημασία εντός και εκτός συνόρων: Δείχνουν ότι
Χριστιανοδημοκράτες, Σοσιαλδημοκράτες και Πράσινοι μπορούν να
διαμορφώσουν μια συναινετική ευρείας βάσης και αποδοχής ευρωπαϊκή
στρατηγική, με τους Φιλελεύθερους και την Εναλλακτική να συγκρούονται
για την ψήφο των ευρωσκεπτικιστών και την Αριστερά να ευαγγελίζεται την
Ευρώπη των εργαζομένων.
Μια κυβέρνηση Μεγάλου Συνασπισμού
Χριστιανοδημοκρατών- Σοσιαλδημοκρατών και ακόμη περισσότερο μια
τρικομματική με τη συμμετοχή των Πρασίνων θα είναι επί της ουσίας μια
κυβέρνηση σχεδόν εθνικής ενότητας, ένας πολύ πιο σκληρός συνομιλητής για
τους εταίρους της Γερμανίας στην Ευρωζώνη από ό,τι ο παραπαίων σήμερα
κυβερνητικός συνασπισμός.
Μια προσεκτική ματιά στην εξέλιξη της
ευρωπαϊκής στρατηγικής της Γερμανίας από το 1990 αναδεικνύει τη γραμμή
Μέρκελ στην Κρίση της Ευρωζώνης περισσότερο ως μετεξέλιξη και συνέχεια
παρά ως τομή.
Αναδρομικά τόσο η ομιλία Φίσερ την Ανοιξη του 2000
στο Πανεπιστήμιο Χούμπολντ όσο και η σκληρή στάση του Σρέντερ απέναντι
στον Σιράκ τον Δεκέμβριο του 2000 στη Σύνοδο Κορυφής της Νίκαιας ήταν το
πρώτο δείγμα γραφής μιας Γερμανίας απαλλαγμένης από τα ταμπού και τις
αναστολές της μεταπολεμικής εποχής που διεκδικούσε ανοικτά πλέον την
γερμανική Ευρώπη.
Τότε το Βερολίνο στραπατσάρισε έως ακύρωσε τη
Γαλλική Προεδρία στο δεύτερο εξάμηνο του 2000, με την πρόταση για
Ευρωπαϊκό Σύνταγμα την Ανοιξη, ενώ στο τέλος της ίδιας χρονιάς ο Σρέντερ
έδινε σκληρή μάχη για να αποτυπωθεί η ισχύς της χώρας του στη
διαδικασία λήψης αποφάσεων.
Η Γερμανία που ξέραμε έφυγε μαζί με
τον Κολ, με την εθνικοποίηση της ευρωπαϊκής στρατηγικής της χώρας να
πιστώνεται ή να χρεώνεται στον Σρέντερ, ο οποίος οκτώ χρόνια μετά δίνει
εύσημα συνέχειας στη διάδοχό του.
Σκληρός συνομιλητής
Μια κυβέρνηση Μεγάλου Συνασπισμού Χριστιανοδημοκρατών -
Σοσιαλδημοκρατών και ακόμη περισσότερο μια τρικομματική με τη συμμετοχή
των Πρασίνων θα είναι επί της ουσίας μια κυβέρνηση σχεδόν εθνικής
ενότητας, ένας πολύ πιο σκληρός συνομιλητής για τους εταίρους της
Γερμανίας στην Ευρωζώνη, από ό,τι ο παραπαίων σήμερα κυβερνητικός
συνασπισμός.